( ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ. ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ)
Ἕνα ἀπό τά βασικότερα χαρακτηριστικά τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν (καί ὄχι μόνο) εἶναι ὅτι σχηματίζουμε στό σῶμα μας, μέ τό δεξί μας χέρι, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Γιατί ὅμως τό κάνουμε αὐτό, τί συμβολίζει καί πόσο παλιά συνήθεια εἶναι;
Γιατί γίνεται;
Κάνουμε τό σταυρό μας γιά τρεῖς λόγους:
α. Ἔτσι ἀναγνωρίζουμε φανερά ὅτι εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
β. Ὑπενθυμίζουμε στόν ἑαυτό μας ὅτι, ὅπως ὁ Κύριος θυσιάστηκε στόν σταυρό, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά θυσιάζουμε τό συμφέρον μας, τόν χρόνο μας ἤ κομμάτια ἀπό τή ζωή μας (μέχρι καί τήν ἴδια τή ζωή μας) γιά τούς συνανθρώπους μας.
γ. Ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδείξει ὅτι τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ λειτουργεῖ ὡς ἰσχυρό φυλαχτό, πού προστατεύει τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς ἐπιρροές τῶν πνευματικῶν τους ἐχθρῶν (δαιμόνων), καθώς καί ἄλλους κινδύνους πού πιθανόν νά τούς ἀπειλοῦν. Αὐτό συμβαίνει, γιατί, κάνοντας τόν σταυρό μας, ἐπικαλούμαστε τόν σταυρωμένο Θεό μας (τν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ) καί ζητᾶμε τή βοήθεια καί τήν προστασία Του.
Τό νά διακηρύξουμε δημόσια ὅτι πιστεύουμε στόν Χριστό (ὅπως γίνεται ὅταν κάνουμε τόν σταυρό μας) δέν εἶναι σωστό νά γίνεται ἐγωιστικά ἤ ὑποκριτικά, ἀλλά ταπεινά, σεμνά καί μέ ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους μας καί συγχώρεση πρός τούς ἐχθρούς μας. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, καλό εἶναι νά μήν ἐπιδεικνύουμε, ἀλλά καί νά μήν κρύβουμε τήν πίστη μας. Εἶπε: «Ὅποιος μέ ὁμολογήσει μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ὁμολογήσω κι ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου. Ὅποιος ὅμως μέ ἀρνηθεῖ μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀρνηθῶ κι ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10, 32-33).
Τά λόγια αὐτά τοῦ Ἰησοῦ φαίνονται «σκληρά», ἀλλά ὁ Κύριος δέν εἶναι σκληρός. Ἀντίθετα, εἶναι ταπεινός καί εἰρηνικός. Τά λέει ὅμως γιά νά μᾶς παρακινήσει νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί νά ἑνωθοῦμε μ᾽ Αὐτόν – σ᾽ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει τό νά παραδεχτοῦμε δημόσια τήν πίστη μας.
Πῶς κάνουμε τό σταυρό μας;
Αὐτό φυσικά τό ξέρουν καί τά παιδιά. Ἑνώνουμε τά τρία πρῶτα δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ μας χεριοῦ καί τά ἀγγίζουμε στό μέτωπό μας, μετά στήν κοιλιά μας καί στή συνέχεια στό δεξιό καί τόν ἀριστερό ὦμο μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο σχηματίζουμε τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ, πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Γι᾽ αὐτό, δέν εἶναι σωστό νά κάνουμε ἁπλά μιά ἀόριστη κίνηση (νά «παίζουμε μαντολίνο», ὅπως λέει ὁ λαός). Ἄν «βαριόμαστε» ἤ ντρεπόμαστε νά κάνουμε τόν σταυρό μας σωστά, κάνουμε ἕνα βῆμα πίσω στή σχέση μας μέ τό Θεό – καί τά βήματα αὐτά εἶναι τόσο πολύτιμα!...
Τό σημαντικότερο βέβαια ἀπό τά βήματα αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε πώς εἶναι τό νά ἀγαπᾶμε καί νά συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. Ἀρχίζουμε λοιπόν ἀπό τά ἁπλά (ὅπως τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ) καί μ᾽ αὐτά ζητᾶμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό, γιά νά προχωρήσουμε στά δύσκολα.
Τί συμβολίζει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ;
Κατά τόν μεγάλο δάσκαλο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό (18ος-19ος αἰώνας), ὁ σταυρός περιέχει τούς ἑξῆς συμβολισμούς:
• Ἀγγίζουμε στό μέτωπο: ὁ Χριστός, ὡς Θεός, βρισκόταν στόν οὐρανό.
• Κατεβαίνουμε στήν κοιλιά μας: ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί μπῆκε στή μήτρα τῆς Θεοτόκου (τῆς Παναγίας).
• Ὑψωνόμαστε στούς ὤμους μας: παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς τοποθετήσει «στά δεξιά Του» (στόν παράδεισο) κι ὄχι «στ᾽ ἀριστερά» (στήν κόλαση), σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τῆς Δευτέρας Παρουσίας, πού κάνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, κεφάλαιο 25.
Τά τρία ἑνωμένα δάχτυλά μας συμβολίζουν τήν Ἁγία Τριάδα, ἐνῶ τά ἄλλα δύο συμβολίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος.
Καί λίγα ἱστορικά στοιχεῖα...
Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ χριστιανισμοῦ οἱ χριστιανοί σέβονται τόν σταυρό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι «ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι τό μόνο θέμα, γιά τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά εἶναι περήφανος, καί ὅτι «ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ» φαίνεται ἀνοησία σ᾽ ἐκείνους πού ζοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό, γιά τούς χριστιανούς ὅμως εἶναι «δύναμις Θεοῦ» (Πρός Γαλάτας, 6, 14, Α´ πρός Κορινθίους, κεφ. 1). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ζήτησε νά σταυρωθεῖ μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, θεωρώντας ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά θανατωθεῖ ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος. Τό ἴδιο καί ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας, στήν Πάτρα, ὁ ὁποῖος μάλιστα χαιρέτισε τον σταυρό, πρίν καρφωθεῖ σ᾽ αὐτόν, καί τόν ὀνόμασε «ἁγιασμένο ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» καί «γεμάτο χαρά».
Στίς Πράξεις τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα (ἕνα βιβλίο πού γράφτηκε γύρω στό 150-180 μ.Χ.) ἀναφέρεται ἤδη ἡ συνήθεια τῶν χριστιανῶν νά σχηματίζουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ κουνώντας τά δάχτυλά τους. Τό ἴδιο ἀναφέρουν κι ἄλλοι χριστιανοί συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας, ὁ Ὠριγένης, ὁ Λακτάντιος κ.ἄ. Φαίνεται ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν τόν σταυρό τους πάνω στό μέτωπό τους, μέ τό ἕνα δάχτυλο.
Οἱ χριστιανοί κάνουμε τόν σταυρό μας ὅταν φεύγουμε γιά κάπου καί ὅταν φτάσουμε, πρίν κοιμηθοῦμε καί ἀφοῦ ξυπνήσουμε, ὅταν ἀρχίζουμε κι ὅταν τελειώνουμε μιά δουλειά ἤ τό φαγητό μας, ὅταν βάζουμε τό φρεσκοζυμωμένο ψωμί στό φοῦρνο ἤ τό τσουκάλι στή φωτιά, ὅταν εὐλογοῦμε τά παιδιά μας ἤ ἄλλα ἀγαπημένα μας πρόσωπα (σχηματίζουμε σταυρό πρός τό μέρος τους)... Γενικά, ζοῦμε καί πεθαίνουμε κάτω ἀπ᾽ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ – ὥστε νά κάνουμε μόνο πράγματα πού ἀρέσουν στόν Θεό καί νά εἴμαστε πάντοτε μαζί Του.
Γιατί νά πᾶμε στήν ἐκκλησία;
Ἡ λέξη «ἐκκλησία» δέ σημαίνει «σπίτι τοῦ Θεοῦ», ἀλλά «συγκέντρωση ἀνθρώπων». Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν χριστιανῶν ὅλου τοῦ κόσμου, μόνο πού σ᾽ αὐτό πρέπει νά προσθέσουμε τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους, τίς ψυχές τῶν νεκρῶν (πού εἶναι ζωντανές στόν κόσμο πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι᾽ αὐτές) καί τόν Ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τό κτήριο, ὅπου τελεῖται ἡ θεία λειτουργία καί οἱ ἄλλες χριστιανικές τελετές, ὀνομάζεται ναός. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἐκκλησία (οἱ χριστιανοί) συγκεντρώνεται στόν ναό, γι᾽ αὐτό ἔχει καθιερωθεῖ, στήν καθημερινή μας ὁμιλία, νά λέμε «ἐκκλησία» καί νά ἐννοοῦμε τόν ναό.
Ἡ φράση «πάω στήν ἐκκλησία» σημαίνει «πάω στή συνάντηση», πάω νά συναντήσω τούς ἄλλους, πού εἶναι μαζεμένοι στόν ναό, γιά νά λατρέψουμε τόν Θεό ὅλοι μαζί. Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ ναός (τό κτήριο), ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μέσα σ᾽ αὐτόν. Ἕνας ἄδειος ναός δέν εἶναι ἐκκλησία. Πολλοί χριστιανοί μαζεμένοι ὁπουδήποτε, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, π.χ. σ᾽ ἕνα δρόμο ἤ σ᾽ ἕνα χωράφι, εἶναι ἐκκλησία καί ἁγιάζουν τόν δρόμο ἤ τό χωράφι.
Ἴσως λοιπόν τώρα καταλαβαίνουμε γιατί οἱ ἅγιοι διδάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, παλαιοί καί σύγχρονοι (καί σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι), μᾶς συμβουλεύουν νά πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Ἐννοοῦν νά πηγαίνουμε στή λειτουργία καί τίς ἄλλες ἱερές τελετές, ὅπου εἶναι συγκεντρωμένοι οἱ ἀδελφοί μας οἱ χριστιανοί, μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους καί τόν Θεό.
Τί κάνουμε στήν Ἐκκλησια;
Στήν ἐκκλησία (τή συνάντηση ὅλων μέσα στόν ναό) πᾶμε βέβαια καί γιά νά προσευχηθοῦμε, ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Προσευχή μποροῦμε (καί εἶναι σωστό) νά κάνουμε καί στό σπίτι μας καί στή δουλειά μας καί στό ταξίδι μας καί στό νοσοκομεῖο, ἀκόμη καί στή φυλακή. Στήν ἐκκλησία ὅμως συμβαίνουν κάποια γεγονότα, πού δέν ὑπάρχει περίπτωση νά συμβοῦν ἀλλοῦ.
Ἄς τά δοῦμε:
1. Στήν ἐκκλησία γίνεται ἡ θεία λειτουργία καί ὅλα τά μυστήρια καί οἱ ἱερές τελετές τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐκεῖ θά πᾶμε γιά νά μεταλάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά νά συμμετάσχουμε μέ τήν παρουσία μας καί τήν προσευχή μας, ὅλοι μαζί, στίς μεγάλες γιορτές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων μας – καθώς καί στίς χαρές καί τίς λύπες τῶν συνανθρώπων μας: στό γάμο τους, τή βάπτιση τοῦ παιδιοῦ τους, τήν κηδεία ἤ τό μνημόσυνο γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ θά τελέσουμε κι ἐμεῖς τίς ἀληθινές μεγάλες χαρές καί λύπες τῆς ζωῆς μας.
2. Στήν ἐκκλησία πηγαίνουμε γιά νά συναντήσουμε τούς ἀδελφούς μας (ὅλους τούς ἀνθρώπους) καί νά περάσουμε μαζί τους τήν ὥρα τῆς λειτουργίας. Θά συναντήσουμε ὄχι μόνο τούς «καλούς», ἀλλά καί τούς «κακούς» (μόνο ὁ Θεός ξέρει ποιός εἶναι στ᾽ ἀλήθεια καλός καί κακός καί γιατί ἔγινε ἔτσι), ἐκείνους πού ἀντιπαθοῦμε ἤ μᾶς ἀντιπαθοῦν, ἐκείνους πού μᾶς ἀδίκησαν καί μᾶς ἐξαπάτησαν ἤ μᾶς πρόσβαλαν, ἀλλά κι ἐκείνους πού πιθανόν ἀδικήσαμε καί ἐξαπατήσαμε ἤ προσβάλαμε ἐμεῖς (ναί, ἀδελφέ μου, δέν εἶσαι ἀναμάρτητος, κάποιον ἔχεις στενοχωρήσει κι ἐσύ, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλεις ἤ χωρίς νά τό ξέρεις). Ἔτσι θά μάθουμε νά συνυπάρχουμε μέ ὅλους αὐτούς, νά τούς βλέπουμε δίπλα μας, νά προσευχόμαστε γι᾽ αὐτούς καί νά τούς συγχωροῦμε. «Συγχωρῶ» (ἀπό τό σύν + χωρῶ) σημαίνει «χωράω μαζί μέ τόν ἄλλο στό ἴδιο μέρος». Αὐτό τό μέρος εἶναι ἡ καρδιά μας (ἐκεῖ «βάζουμε» ὅποιον συγχωροῦμε) καί εἶναι ἀπαραίτητο νά συγχωρέσουμε ἐδῶ, ἄν φυσικά ἐνδιαφερόμαστε νά συγχωρεθοῦμε κι ἐμεῖς στόν παράδεισο (ἄν νομίζουμε ὅτι «δέν ὑπάρχει παράδεισος» κι ὅτι ὁ Χριστός εἶπε ψέματα γι᾽ αὐτόν ἤ ἔδωσε μόνο «παρηγοριά στούς ἀδύναμους», τότε ἄς χαιρόμαστε μόνοι μας γιά τή «δικαιοσύνη» μας κι ἄς μισοῦμε ἤ ἄς περιφρονοῦμε τούς «ἄλλους», τούς «ἁμαρτωλούς» – ἔτσι θά καταλάβουμε σίγουρα, κλειδαμπαρώνοντας τήν καρδιά μας καί μένοντας μόνοι, τί εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ κόλαση).
Κάποιοι ἀπό μᾶς λένε: «Δέν πάω στήν ἐκκλησία, γιατί ἐκεῖ θά δῶ ψεῦτες, ὑποκριτές, ἀπατεῶνες καί συμφεροντολόγους. Τί νά κάνω, νά πάω, γιά νά σκανδαλιστῶ; Πάω λοιπόν τήν Κυριακή τό πρωί στό κυνήγι ἤ στό ψάρεμα ἤ ἀκόμη καί στή δουλειά μου, ἀλλά, ἐπειδή εἶμαι καί πιστός, μπαίνω σέ κανένα ξωκκλῆσι καί κάνω τόν σταυρό μου καί προσκυνῶ τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων».
Δηλαδή, ἀδελφέ μου, μόνο μέ ἁγίους μπορεῖς νά κάνεις παρέα; Δέν εἴμαστε κατάλληλοι γιά σένα ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί; Κρῖμα, γιατί ἔτσι ἀποκόπτεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή συντροφιά μας… Μά ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό εἶσαι καλεσμένος νά ἔρθεις στόν ναό Κυριακή πρωί, ὅταν γίνεται λειτουργία, γιά νά δεῖς ὅλους ἐκείνους πού δέν θέλεις νά βλέπεις καί, μέσα στήν ἱερότητα τῆς θείας λειτουργίας, νά μάθεις νά τούς συγχωρεῖς. Καί, ἄν βλέπεις «παρατράγουδα» ἀνάμεσά μας, κουτσομπολιά, ὑποκρισία, ἐπίδειξη, προσευχήσου, σέ παρακαλῶ, στόν Θεό ἐσύ καί γιά μᾶς, γιά νά μᾶς συγχωρέσει καί νά μᾶς καθοδηγήσει. Ἄναψε ἕνα κεράκι καί γιά μᾶς. Σ᾽ εὐχαριστοῦμε. Καί φυσικά, σέ συγχωροῦμε.
3. Ἐρχόμενος στήν ἐκκλησία, ἑνώνεσαι μέ ὅλους τούς χριστιανούς ὅλης τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ. Πόσες λειτουργίες γίνονται σέ ὅλο τόν κόσμο κάθε Κυριακή πρωί; Ἀπάντηση: μία λειτουργία, παγκόσμια, ἡ ὁποία ὅμως γίνεται συγχρόνως σέ πολλούς τόπους. Μία εἶναι ἡ θεία μετάληψη, ἕνας ὁ Θεός, ἕνα τό σῶμα τῶν χριστιανῶν, πού συγκεντρώνεται τήν ἴδια ὥρα σέ ὅλο τόν πλανήτη, προστίθενται σ᾽ αὐτούς οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι καί ὅλες οἱ ψυχές, καί «ἐκτοξεύουν» αὐτή τή σπουδαία παγκόσμια προσευχή πρός τόν Θεό.
Δέν καταλαβαίνεις τά λόγια τῆς λειτουργίας, ἐπειδή «εἶναι στ᾽ ἀρχαῖα»; (Καταλαβαίνεις ὅμως τουλάχιστον τό «Κύριε, ἐλέησον»). Μπορεῖς νά πάρεις μιά μετάφραση καί νά τή διαβάσεις (θά ἐξηγήσουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ ἀρκετά). Ὅμως σίγουρα μπορεῖς ν᾽ ἀνοίξεις τήν καρδιά σου καί νά μπεῖς μέσα σ᾽ αὐτή τή μεγάλη συντροφιά, μέ τούς καλούς καί τούς κακούς (καί ὅλοι μας εἴμαστε καί καλοί καί κακοί), ὥστε ὅλοι μαζί ν᾽ ἀνεβοῦμε πρός τόν Θεό. Ἐμεῖς θά σκαρφαλώσουμε λίγο κι Αὐτός θά μᾶς ἀνεβάσει πολύ. Ἡ σωτηρία, ὁ παράδεισος, ὁ χριστιανισμός γενικά, δέν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική, ἀλλά ὁμαδική. Γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἁπλή «θρησκεία», ἀλλά «ἐκκλησία», δηλαδή συνάντηση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ἡ συνάντηση μᾶς μεταμορφώνει καί μᾶς δίνει αὐτό πού λέμε «χαρά Θεοῦ». Καί αὐτή ἡ χαρά, πού προεκτείνεται στήν αἰωνιότητα, εἶναι ὁ παράδεισος.
Τί συμβολίζει ὁ ναός;
Κυριακή πρωί καί μπαίνουμε στόν ναό… Χαρά ἤ λύπη δική μας ἤ τῶν φίλων μας καί μπαίνουμε στόν ναό... Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας, Παράκληση, Μεγαλοβδομάδα, ἑορτή τοῦ ἁγίου μας, καί μπαίνουμε στόν ναό.
Ποῦ μπήκαμε; Σ᾽ ἕναν χῶρο γεμᾶτο συμβολισμούς. Ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σ᾽ αὐτόν κάτι σημαίνουν. Ἄς μᾶς φωτίσει ὁ Θεός νά δώσουμε μερικές πληροφορίες γι᾽ αὐτά.
Ὁ ἀληθινός Ναός: Τό Σῶμα μας
Ὁ ἀληθινός ναός εἶναι τό σῶμα μας. Μέσα σ᾽ αὐτό φυλάσσεται ἡ θεία Μετάληψη, σ᾽ αὐτό εἰσέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν συμμετέχουμε στά Μυστήρια. Γι᾽ αὐτό, τό σῶμα μας, ὅταν ἡ ψυχή φύγει ἀπό μέσα, δέν τό καῖμε, ἀλλά τό φυλάσσουμε στή γῆ, ὡς κάτι ἱερό. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἁγιάζει, δέν ἁγιάζει μόνο ἡ ψυχή του, ἀλλά καί τό σῶμα του. Τό ἀποδεικνύουν τά λείψανα τῶν ἁγίων, πού εὐωδιάζουν ἤ ἀναβλύζουν μῦρο ἤ μέσω αὐτῶν γίνονται θαύματα – δέν εἶναι παραμύθια τῶν παπάδων, ὅπως ἴσως θά ἤθελες νά πιστεύεις, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἀλήθεια.
Τά λείψανα τῶν ἁγίων δέν τά λατρεύουμε. Δέν εἴμαστε «κοκαλολάτρες» οὔτε εἰδωλολάτρες. Λατρεύουμε μόνο τόν Θεό. Τά λείψανα τῶν ἁγίων τά σεβόμαστε ὡς πολύτιμα κειμήλια, πού μᾶς ἄφησαν οἱ ἅγιοι κληρονομιά. Ὡστόσο ἡ πεῖρα ἔχει δείξει ὅτι τά ἱερά αὐτά κειμήλια, ἁγιασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, συχνά γίνονται ἀφορμές θαυμάτων. Ἀντίστοιχος εἶναι καί ὁ σεβασμός μας στίς εἰκόνες. Σεβασμό, ἀνάλογο τῶν περιστάσεων, ἐκφράζουμε καί γιά τά λείψανα, τίς φωτογραφίες καί τά ἄλλα κειμήλια τῶν γονιῶν μας καί ὅλων τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ ἀληθινός ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ «ἀχειροποίητος ναός», τό σῶμα μας, γι᾽ αὐτό καί ὁ «χειροποίητος ναός» (ὁ χτισμένος, δηλαδή, ἀπό ἀνθρώπινα χέρια) ὁλόκληρος συμβολίζει τό ἀνθρώπινο σῶμα. Τοῦτο τό καταλαβαίνουμε ἀπό τά ἑξῆς:
α) Στήν ἁγία Τράπεζα κάθε ναοῦ (δηλ. στό τραπέζι, μέσα στό ἱερό, ὅπου τελεῖται ἡ θεία Μετάληψη), ὅταν ἐγκαινιάζεται τοποθετοῦνται μικρά κομματάκια ἀπό λείψανα ἁγίων (ὄχι ἀπαραίτητα τῶν ἁγίων τοῦ ναοῦ).
β) Στά ἐγκαίνια κάθε ναοῦ ὁλόκληρος ὁ ναός μυρώνεται μέ τό ἅγιο μύρο, ὅπως τό ἀνθρώπινο σῶμα κατά τό μυστήριο τοῦ χρίσματος (μετά τή βάφτιση).
Γι᾽ αὐτό (ὅπως ἤξεραν οἱ παπποῦδες μας), ἄν γκρεμιστεῖ ἕνας ναός, δέν εἶναι σωστό νά πάρουμε πέτρες («ἐκκλησόπετρες») καί νά χτίσουμε τό σπίτι μας ἤ ἄλλα οἰκοδομήματα – ἐπειδή εἶναι μυρωμένες μέ τό ἅγιο μῦρο καί ἀνήκουν ἀποκλειστικά καί μόνο στόν ναό.
Ὁ Οὐρανός στή Γῆ
Ὁ ναός ἐπίσης συμβολίζει τόν «Οὐρανό», τό χῶρο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή (γιά νά τό ποῦμε ἁπλᾶ) τόν «παράδεισο» – «ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται» ὁ Θεός, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι καί οἱ ὑπόλοιπες ψυχές τῶν ἀνθρώπων (μόνο πού κάποιοι δέν θέλουν νά βρίσκονται ἐκεῖ, γιατί δέν ἀγαποῦν, καί νιώθουν αὐτόν τόν χῶρο ὡς κόλαση – αὐτό εἶναι ἡ κόλαση).
Ὅταν λοιπόν μπαίνουμε στόν ναό, συμβολίζουμε τήν εἴσοδό μας στόν παράδεισο, πού ἐλπίζουμε ὅτι θά μᾶς βάλει ὁ Θεός ἀπό τή μεγάλη φιλανθρωπία Του, ἔστω κι ἄν δέ μᾶς ἀξίζει (ἀρκεῖ νά Τοῦ τό ζητήσουμε θερμά καί ταπεινά κι ὅχι νά στεκόμαστε μπροστά Του ἀκατάδεχτοι). Γι᾽ αὐτό, γιά νά μπεῖς στόν ναό, συνήθως ἀνεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια. Αὐτή ἡ σκάλα δείχνει τή «σκάλα τῶν ἀρετῶν» (ὅπως ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ ὑπομονή στίς δυστυχίες, ἡ συγχώρεση τῶν ἐχθρῶν), ἀλλά καί τή «σκάλα τῆς ἄσκησης», δηλ. τοῦ ἀγῶνα πού βοηθᾶ στήν ἀπόκτηση αὐτῶν τῶν ἀρετῶν – ἀγῶνα ὅπως ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἐξομολόγηση κ.τ.λ.
Ὁ τροῦλος τοῦ ναοῦ εἶναι ἡ «ὑπεράνω τῶν Οὐρανῶν» θέση τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό ἐκεῖ ζωγραφίζεται πάντοτε ὁ Θεός, μέ τή μορφή βέβαια τοῦ Χριστοῦ, τή μόνη μορφή Του πού εἴδαμε οἱ ἄνθρωποι καί πού εἶναι σωστό νά ζωγραφίζουμε. Ἀπό κάτω ζωγραφίζονται μία μία οἱ σημαντικότερες φάσεις τῆς ἱστορίας ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: πρῶτα οἱ ἄγγελοι, ἀπό κάτω οἱ προφῆτες, μετά οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές (στίς κολῶνες πού κρατοῦν τόν τροῦλο, ὅπως τά τέσσερα εὐαγγέλια στηρίζουν τόν «οὐρανό» τῆς πίστης μας) καί τελικά οἱ ἅγιοι. Ἀμέσως κάτω (σχεδόν δίπλα) στούς ἁγίους στεκόμαστε ἐμεῖς, οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, πού βρισκόμαστε στόν ναό καί προσπαθοῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους καί, τελικά, μέ τόν Θεό.
Ἡ σειρά πού «κατεβαίνουν» οἱ εἰκόνες ἀπό τόν τροῦλο πρός ἐμᾶς εἶναι χρονολογική καί δέ σημαίνει ὅτι οἱ ἄγγελοι καί οἱ προφῆτες εἶναι «πάνω» ἀπό τούς εὐαγγελιστές καί τούς ἁγίους. Ἁπλῶς εἶναι «προηγούμενοι» ἀπ᾽ αὐτούς. Ὡστόσο, τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τούς ζωγραφίζουμε ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους.
Τό ἱερό τοῦ ναοῦ
Τό ἱερό τοῦ ναοῦ εἶναι τό μέγα θυσιαστήριο, ὅπου, σέ κάθε λειτουργία, θυσιάζεται «ἀναίμακτα» (χωρίς νά τρέξει αἷμα) ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, μέ τή μετατροπή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ σέ ἀληθινό Σῶμα καί Αἷμα Του (θεία Μετάληψη).
Στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, ψηλά, ζωγραφίζεται ἡ Παναγία, ἑνώνοντας τον Οὐρανό (τροῦλο) μέ τή Γῆ (ἔδαφος). Ἡ Παναγία ἕνωσε Οὐρανό καί Γῆ κάνοντας παιδί της καί γεννῶντας ὡς ἄνθρωπο τόν Θεό. Σ᾽ αὐτή τήν εἰκόνα ἔχει τήν ἀγκαλιά της ἀνοιχτή, προστατεύοντας καί ἑνώνοντας τούς πάντες, ἐνῷ μπροστά στό στῆθος της, σ᾽ ἕνα κύκλο ἀπό γαλάζιο φῶς, εἰκονίζεται ὁ Χριστός. Κατά μία ἄποψη, ἡ Παναγία ἐδῶ εἰκονίζεται ἔγκυος – ὁ Χριστός δέν κρατιέται στήν ἀγκαλιά της, ἀλλά συμβολικά εἶναι μέσα στή μήτρα της. Αὐτή ἡ εἰκόνα ὀνομάζεται «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» (= πιό πλατιά ἀπό τούς Οὐρανούς), ἐπειδή ὁ Θεός «δέ χωράει στόν οὐρανό», ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος καί χώρεσε στή μήτρα της Θεοτόκου.
Στό κέντρο τοῦ ἱεροῦ ὑπάρχει ἡ ἁγία Τράπεζα. Συμβολίζει τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Πάνω σ᾽ αὐτήν τοποθετεῖται τό εὐαγγέλιο καί τά Τίμια Δῶρα (τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ). Μέσα της, ἄν ὁ ναός εἶναι ἐγκαινιασμένος, ὑπάρχουν κομματάκια ἀπό ἅγια λείψανα.
Ἀριστερά τῆς ἁγίας Τράπεζας, στόν τοῖχο, ὑπάρχει ἕνα ἄνοιγμα (θυρίδα), πού συμβολίζει τό σπήλαιο τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται ἁγία Πρόθεση (πρό + θέση), ἐπειδή ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση τῶν Τιμίων Δώρων πρίν τοποθετηθοῦν στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ στή Γῆ ἄρχισε στό σπήλαιο (στή φάτνη), πέρασε ἀπό τόν Τάφο καί ὁλοκληρώθηκε μέ τήν ἀνάσταση. Καί ἡ λειτουργία, πού εἶναι «ἐπανάληψη» τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀρχίζει ἀπό τήν πρόθεση (σπήλαιο), περνᾶ ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα (ἅγιος Τάφος) καί τελικά ἀφήνει τόν Τάφο κενό (ἄδειο), ἀφοῦ τά Τίμια Δῶρα ἐπιστρέφουν γιά λίγο στήν Πρόθεση, γιά νά φυλαχτοῦν τελικά μέσα στό σῶμα τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος «καταλύει» (καταναλώνει) ὅση θεία Μετάληψη δέν ἔχουν μεταλάβει οἱ χριστιανοί.
Οἱ συμβολισμοί πού ἀναφέραμε εἶναι λίγοι, ἀπό τούς πολλούς πού εἶναι ἐνσωματωμένοι στούς ναούς μας. Οἱ συμβολισμοί αὐτοί βοηθοῦν τόν νοῦ μας νά «σκαρφαλώσει» στό ἀληθινά σημαντικό γεγονός πού γίνεται μέσα στόν ναό: τή θεία λειτουργία καί τήν ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό, ἕνωση πού φωτίζει τήν ψυχή μας καί τήν κάνει κατάλληλη γιά τόν παράδεισο.
http://www.enromiosini.gr
Ἕνα ἀπό τά βασικότερα χαρακτηριστικά τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν (καί ὄχι μόνο) εἶναι ὅτι σχηματίζουμε στό σῶμα μας, μέ τό δεξί μας χέρι, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Γιατί ὅμως τό κάνουμε αὐτό, τί συμβολίζει καί πόσο παλιά συνήθεια εἶναι;
Γιατί γίνεται;
Κάνουμε τό σταυρό μας γιά τρεῖς λόγους:
α. Ἔτσι ἀναγνωρίζουμε φανερά ὅτι εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
β. Ὑπενθυμίζουμε στόν ἑαυτό μας ὅτι, ὅπως ὁ Κύριος θυσιάστηκε στόν σταυρό, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά θυσιάζουμε τό συμφέρον μας, τόν χρόνο μας ἤ κομμάτια ἀπό τή ζωή μας (μέχρι καί τήν ἴδια τή ζωή μας) γιά τούς συνανθρώπους μας.
γ. Ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδείξει ὅτι τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ λειτουργεῖ ὡς ἰσχυρό φυλαχτό, πού προστατεύει τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς ἐπιρροές τῶν πνευματικῶν τους ἐχθρῶν (δαιμόνων), καθώς καί ἄλλους κινδύνους πού πιθανόν νά τούς ἀπειλοῦν. Αὐτό συμβαίνει, γιατί, κάνοντας τόν σταυρό μας, ἐπικαλούμαστε τόν σταυρωμένο Θεό μας (τν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ) καί ζητᾶμε τή βοήθεια καί τήν προστασία Του.
Τό νά διακηρύξουμε δημόσια ὅτι πιστεύουμε στόν Χριστό (ὅπως γίνεται ὅταν κάνουμε τόν σταυρό μας) δέν εἶναι σωστό νά γίνεται ἐγωιστικά ἤ ὑποκριτικά, ἀλλά ταπεινά, σεμνά καί μέ ἀγάπη πρός τούς συνανθρώπους μας καί συγχώρεση πρός τούς ἐχθρούς μας. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, καλό εἶναι νά μήν ἐπιδεικνύουμε, ἀλλά καί νά μήν κρύβουμε τήν πίστη μας. Εἶπε: «Ὅποιος μέ ὁμολογήσει μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ὁμολογήσω κι ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου. Ὅποιος ὅμως μέ ἀρνηθεῖ μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀρνηθῶ κι ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10, 32-33).
Τά λόγια αὐτά τοῦ Ἰησοῦ φαίνονται «σκληρά», ἀλλά ὁ Κύριος δέν εἶναι σκληρός. Ἀντίθετα, εἶναι ταπεινός καί εἰρηνικός. Τά λέει ὅμως γιά νά μᾶς παρακινήσει νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί νά ἑνωθοῦμε μ᾽ Αὐτόν – σ᾽ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει τό νά παραδεχτοῦμε δημόσια τήν πίστη μας.
Πῶς κάνουμε τό σταυρό μας;
Αὐτό φυσικά τό ξέρουν καί τά παιδιά. Ἑνώνουμε τά τρία πρῶτα δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ μας χεριοῦ καί τά ἀγγίζουμε στό μέτωπό μας, μετά στήν κοιλιά μας καί στή συνέχεια στό δεξιό καί τόν ἀριστερό ὦμο μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο σχηματίζουμε τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ, πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Γι᾽ αὐτό, δέν εἶναι σωστό νά κάνουμε ἁπλά μιά ἀόριστη κίνηση (νά «παίζουμε μαντολίνο», ὅπως λέει ὁ λαός). Ἄν «βαριόμαστε» ἤ ντρεπόμαστε νά κάνουμε τόν σταυρό μας σωστά, κάνουμε ἕνα βῆμα πίσω στή σχέση μας μέ τό Θεό – καί τά βήματα αὐτά εἶναι τόσο πολύτιμα!...
Τό σημαντικότερο βέβαια ἀπό τά βήματα αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε πώς εἶναι τό νά ἀγαπᾶμε καί νά συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. Ἀρχίζουμε λοιπόν ἀπό τά ἁπλά (ὅπως τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ) καί μ᾽ αὐτά ζητᾶμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό, γιά νά προχωρήσουμε στά δύσκολα.
Τί συμβολίζει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ;
Κατά τόν μεγάλο δάσκαλο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό (18ος-19ος αἰώνας), ὁ σταυρός περιέχει τούς ἑξῆς συμβολισμούς:
• Ἀγγίζουμε στό μέτωπο: ὁ Χριστός, ὡς Θεός, βρισκόταν στόν οὐρανό.
• Κατεβαίνουμε στήν κοιλιά μας: ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί μπῆκε στή μήτρα τῆς Θεοτόκου (τῆς Παναγίας).
• Ὑψωνόμαστε στούς ὤμους μας: παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς τοποθετήσει «στά δεξιά Του» (στόν παράδεισο) κι ὄχι «στ᾽ ἀριστερά» (στήν κόλαση), σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τῆς Δευτέρας Παρουσίας, πού κάνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, κεφάλαιο 25.
Τά τρία ἑνωμένα δάχτυλά μας συμβολίζουν τήν Ἁγία Τριάδα, ἐνῶ τά ἄλλα δύο συμβολίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος.
Καί λίγα ἱστορικά στοιχεῖα...
Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ χριστιανισμοῦ οἱ χριστιανοί σέβονται τόν σταυρό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι «ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι τό μόνο θέμα, γιά τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά εἶναι περήφανος, καί ὅτι «ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ» φαίνεται ἀνοησία σ᾽ ἐκείνους πού ζοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό, γιά τούς χριστιανούς ὅμως εἶναι «δύναμις Θεοῦ» (Πρός Γαλάτας, 6, 14, Α´ πρός Κορινθίους, κεφ. 1). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ζήτησε νά σταυρωθεῖ μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, θεωρώντας ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά θανατωθεῖ ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος. Τό ἴδιο καί ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας, στήν Πάτρα, ὁ ὁποῖος μάλιστα χαιρέτισε τον σταυρό, πρίν καρφωθεῖ σ᾽ αὐτόν, καί τόν ὀνόμασε «ἁγιασμένο ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» καί «γεμάτο χαρά».
Στίς Πράξεις τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα (ἕνα βιβλίο πού γράφτηκε γύρω στό 150-180 μ.Χ.) ἀναφέρεται ἤδη ἡ συνήθεια τῶν χριστιανῶν νά σχηματίζουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ κουνώντας τά δάχτυλά τους. Τό ἴδιο ἀναφέρουν κι ἄλλοι χριστιανοί συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας, ὁ Ὠριγένης, ὁ Λακτάντιος κ.ἄ. Φαίνεται ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν τόν σταυρό τους πάνω στό μέτωπό τους, μέ τό ἕνα δάχτυλο.
Οἱ χριστιανοί κάνουμε τόν σταυρό μας ὅταν φεύγουμε γιά κάπου καί ὅταν φτάσουμε, πρίν κοιμηθοῦμε καί ἀφοῦ ξυπνήσουμε, ὅταν ἀρχίζουμε κι ὅταν τελειώνουμε μιά δουλειά ἤ τό φαγητό μας, ὅταν βάζουμε τό φρεσκοζυμωμένο ψωμί στό φοῦρνο ἤ τό τσουκάλι στή φωτιά, ὅταν εὐλογοῦμε τά παιδιά μας ἤ ἄλλα ἀγαπημένα μας πρόσωπα (σχηματίζουμε σταυρό πρός τό μέρος τους)... Γενικά, ζοῦμε καί πεθαίνουμε κάτω ἀπ᾽ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ – ὥστε νά κάνουμε μόνο πράγματα πού ἀρέσουν στόν Θεό καί νά εἴμαστε πάντοτε μαζί Του.
Γιατί νά πᾶμε στήν ἐκκλησία;
Ἡ λέξη «ἐκκλησία» δέ σημαίνει «σπίτι τοῦ Θεοῦ», ἀλλά «συγκέντρωση ἀνθρώπων». Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν χριστιανῶν ὅλου τοῦ κόσμου, μόνο πού σ᾽ αὐτό πρέπει νά προσθέσουμε τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους, τίς ψυχές τῶν νεκρῶν (πού εἶναι ζωντανές στόν κόσμο πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι᾽ αὐτές) καί τόν Ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τό κτήριο, ὅπου τελεῖται ἡ θεία λειτουργία καί οἱ ἄλλες χριστιανικές τελετές, ὀνομάζεται ναός. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἐκκλησία (οἱ χριστιανοί) συγκεντρώνεται στόν ναό, γι᾽ αὐτό ἔχει καθιερωθεῖ, στήν καθημερινή μας ὁμιλία, νά λέμε «ἐκκλησία» καί νά ἐννοοῦμε τόν ναό.
Ἡ φράση «πάω στήν ἐκκλησία» σημαίνει «πάω στή συνάντηση», πάω νά συναντήσω τούς ἄλλους, πού εἶναι μαζεμένοι στόν ναό, γιά νά λατρέψουμε τόν Θεό ὅλοι μαζί. Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ ναός (τό κτήριο), ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μέσα σ᾽ αὐτόν. Ἕνας ἄδειος ναός δέν εἶναι ἐκκλησία. Πολλοί χριστιανοί μαζεμένοι ὁπουδήποτε, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, π.χ. σ᾽ ἕνα δρόμο ἤ σ᾽ ἕνα χωράφι, εἶναι ἐκκλησία καί ἁγιάζουν τόν δρόμο ἤ τό χωράφι.
Ἴσως λοιπόν τώρα καταλαβαίνουμε γιατί οἱ ἅγιοι διδάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, παλαιοί καί σύγχρονοι (καί σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι), μᾶς συμβουλεύουν νά πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Ἐννοοῦν νά πηγαίνουμε στή λειτουργία καί τίς ἄλλες ἱερές τελετές, ὅπου εἶναι συγκεντρωμένοι οἱ ἀδελφοί μας οἱ χριστιανοί, μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους καί τόν Θεό.
Τί κάνουμε στήν Ἐκκλησια;
Στήν ἐκκλησία (τή συνάντηση ὅλων μέσα στόν ναό) πᾶμε βέβαια καί γιά νά προσευχηθοῦμε, ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Προσευχή μποροῦμε (καί εἶναι σωστό) νά κάνουμε καί στό σπίτι μας καί στή δουλειά μας καί στό ταξίδι μας καί στό νοσοκομεῖο, ἀκόμη καί στή φυλακή. Στήν ἐκκλησία ὅμως συμβαίνουν κάποια γεγονότα, πού δέν ὑπάρχει περίπτωση νά συμβοῦν ἀλλοῦ.
Ἄς τά δοῦμε:
1. Στήν ἐκκλησία γίνεται ἡ θεία λειτουργία καί ὅλα τά μυστήρια καί οἱ ἱερές τελετές τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐκεῖ θά πᾶμε γιά νά μεταλάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά νά συμμετάσχουμε μέ τήν παρουσία μας καί τήν προσευχή μας, ὅλοι μαζί, στίς μεγάλες γιορτές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων μας – καθώς καί στίς χαρές καί τίς λύπες τῶν συνανθρώπων μας: στό γάμο τους, τή βάπτιση τοῦ παιδιοῦ τους, τήν κηδεία ἤ τό μνημόσυνο γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ θά τελέσουμε κι ἐμεῖς τίς ἀληθινές μεγάλες χαρές καί λύπες τῆς ζωῆς μας.
2. Στήν ἐκκλησία πηγαίνουμε γιά νά συναντήσουμε τούς ἀδελφούς μας (ὅλους τούς ἀνθρώπους) καί νά περάσουμε μαζί τους τήν ὥρα τῆς λειτουργίας. Θά συναντήσουμε ὄχι μόνο τούς «καλούς», ἀλλά καί τούς «κακούς» (μόνο ὁ Θεός ξέρει ποιός εἶναι στ᾽ ἀλήθεια καλός καί κακός καί γιατί ἔγινε ἔτσι), ἐκείνους πού ἀντιπαθοῦμε ἤ μᾶς ἀντιπαθοῦν, ἐκείνους πού μᾶς ἀδίκησαν καί μᾶς ἐξαπάτησαν ἤ μᾶς πρόσβαλαν, ἀλλά κι ἐκείνους πού πιθανόν ἀδικήσαμε καί ἐξαπατήσαμε ἤ προσβάλαμε ἐμεῖς (ναί, ἀδελφέ μου, δέν εἶσαι ἀναμάρτητος, κάποιον ἔχεις στενοχωρήσει κι ἐσύ, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλεις ἤ χωρίς νά τό ξέρεις). Ἔτσι θά μάθουμε νά συνυπάρχουμε μέ ὅλους αὐτούς, νά τούς βλέπουμε δίπλα μας, νά προσευχόμαστε γι᾽ αὐτούς καί νά τούς συγχωροῦμε. «Συγχωρῶ» (ἀπό τό σύν + χωρῶ) σημαίνει «χωράω μαζί μέ τόν ἄλλο στό ἴδιο μέρος». Αὐτό τό μέρος εἶναι ἡ καρδιά μας (ἐκεῖ «βάζουμε» ὅποιον συγχωροῦμε) καί εἶναι ἀπαραίτητο νά συγχωρέσουμε ἐδῶ, ἄν φυσικά ἐνδιαφερόμαστε νά συγχωρεθοῦμε κι ἐμεῖς στόν παράδεισο (ἄν νομίζουμε ὅτι «δέν ὑπάρχει παράδεισος» κι ὅτι ὁ Χριστός εἶπε ψέματα γι᾽ αὐτόν ἤ ἔδωσε μόνο «παρηγοριά στούς ἀδύναμους», τότε ἄς χαιρόμαστε μόνοι μας γιά τή «δικαιοσύνη» μας κι ἄς μισοῦμε ἤ ἄς περιφρονοῦμε τούς «ἄλλους», τούς «ἁμαρτωλούς» – ἔτσι θά καταλάβουμε σίγουρα, κλειδαμπαρώνοντας τήν καρδιά μας καί μένοντας μόνοι, τί εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ κόλαση).
Κάποιοι ἀπό μᾶς λένε: «Δέν πάω στήν ἐκκλησία, γιατί ἐκεῖ θά δῶ ψεῦτες, ὑποκριτές, ἀπατεῶνες καί συμφεροντολόγους. Τί νά κάνω, νά πάω, γιά νά σκανδαλιστῶ; Πάω λοιπόν τήν Κυριακή τό πρωί στό κυνήγι ἤ στό ψάρεμα ἤ ἀκόμη καί στή δουλειά μου, ἀλλά, ἐπειδή εἶμαι καί πιστός, μπαίνω σέ κανένα ξωκκλῆσι καί κάνω τόν σταυρό μου καί προσκυνῶ τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων».
Δηλαδή, ἀδελφέ μου, μόνο μέ ἁγίους μπορεῖς νά κάνεις παρέα; Δέν εἴμαστε κατάλληλοι γιά σένα ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί; Κρῖμα, γιατί ἔτσι ἀποκόπτεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή συντροφιά μας… Μά ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό εἶσαι καλεσμένος νά ἔρθεις στόν ναό Κυριακή πρωί, ὅταν γίνεται λειτουργία, γιά νά δεῖς ὅλους ἐκείνους πού δέν θέλεις νά βλέπεις καί, μέσα στήν ἱερότητα τῆς θείας λειτουργίας, νά μάθεις νά τούς συγχωρεῖς. Καί, ἄν βλέπεις «παρατράγουδα» ἀνάμεσά μας, κουτσομπολιά, ὑποκρισία, ἐπίδειξη, προσευχήσου, σέ παρακαλῶ, στόν Θεό ἐσύ καί γιά μᾶς, γιά νά μᾶς συγχωρέσει καί νά μᾶς καθοδηγήσει. Ἄναψε ἕνα κεράκι καί γιά μᾶς. Σ᾽ εὐχαριστοῦμε. Καί φυσικά, σέ συγχωροῦμε.
3. Ἐρχόμενος στήν ἐκκλησία, ἑνώνεσαι μέ ὅλους τούς χριστιανούς ὅλης τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ. Πόσες λειτουργίες γίνονται σέ ὅλο τόν κόσμο κάθε Κυριακή πρωί; Ἀπάντηση: μία λειτουργία, παγκόσμια, ἡ ὁποία ὅμως γίνεται συγχρόνως σέ πολλούς τόπους. Μία εἶναι ἡ θεία μετάληψη, ἕνας ὁ Θεός, ἕνα τό σῶμα τῶν χριστιανῶν, πού συγκεντρώνεται τήν ἴδια ὥρα σέ ὅλο τόν πλανήτη, προστίθενται σ᾽ αὐτούς οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι καί ὅλες οἱ ψυχές, καί «ἐκτοξεύουν» αὐτή τή σπουδαία παγκόσμια προσευχή πρός τόν Θεό.
Δέν καταλαβαίνεις τά λόγια τῆς λειτουργίας, ἐπειδή «εἶναι στ᾽ ἀρχαῖα»; (Καταλαβαίνεις ὅμως τουλάχιστον τό «Κύριε, ἐλέησον»). Μπορεῖς νά πάρεις μιά μετάφραση καί νά τή διαβάσεις (θά ἐξηγήσουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ ἀρκετά). Ὅμως σίγουρα μπορεῖς ν᾽ ἀνοίξεις τήν καρδιά σου καί νά μπεῖς μέσα σ᾽ αὐτή τή μεγάλη συντροφιά, μέ τούς καλούς καί τούς κακούς (καί ὅλοι μας εἴμαστε καί καλοί καί κακοί), ὥστε ὅλοι μαζί ν᾽ ἀνεβοῦμε πρός τόν Θεό. Ἐμεῖς θά σκαρφαλώσουμε λίγο κι Αὐτός θά μᾶς ἀνεβάσει πολύ. Ἡ σωτηρία, ὁ παράδεισος, ὁ χριστιανισμός γενικά, δέν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική, ἀλλά ὁμαδική. Γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἁπλή «θρησκεία», ἀλλά «ἐκκλησία», δηλαδή συνάντηση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ἡ συνάντηση μᾶς μεταμορφώνει καί μᾶς δίνει αὐτό πού λέμε «χαρά Θεοῦ». Καί αὐτή ἡ χαρά, πού προεκτείνεται στήν αἰωνιότητα, εἶναι ὁ παράδεισος.
Τί συμβολίζει ὁ ναός;
Κυριακή πρωί καί μπαίνουμε στόν ναό… Χαρά ἤ λύπη δική μας ἤ τῶν φίλων μας καί μπαίνουμε στόν ναό... Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας, Παράκληση, Μεγαλοβδομάδα, ἑορτή τοῦ ἁγίου μας, καί μπαίνουμε στόν ναό.
Ποῦ μπήκαμε; Σ᾽ ἕναν χῶρο γεμᾶτο συμβολισμούς. Ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σ᾽ αὐτόν κάτι σημαίνουν. Ἄς μᾶς φωτίσει ὁ Θεός νά δώσουμε μερικές πληροφορίες γι᾽ αὐτά.
Ὁ ἀληθινός Ναός: Τό Σῶμα μας
Ὁ ἀληθινός ναός εἶναι τό σῶμα μας. Μέσα σ᾽ αὐτό φυλάσσεται ἡ θεία Μετάληψη, σ᾽ αὐτό εἰσέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν συμμετέχουμε στά Μυστήρια. Γι᾽ αὐτό, τό σῶμα μας, ὅταν ἡ ψυχή φύγει ἀπό μέσα, δέν τό καῖμε, ἀλλά τό φυλάσσουμε στή γῆ, ὡς κάτι ἱερό. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἁγιάζει, δέν ἁγιάζει μόνο ἡ ψυχή του, ἀλλά καί τό σῶμα του. Τό ἀποδεικνύουν τά λείψανα τῶν ἁγίων, πού εὐωδιάζουν ἤ ἀναβλύζουν μῦρο ἤ μέσω αὐτῶν γίνονται θαύματα – δέν εἶναι παραμύθια τῶν παπάδων, ὅπως ἴσως θά ἤθελες νά πιστεύεις, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἀλήθεια.
Τά λείψανα τῶν ἁγίων δέν τά λατρεύουμε. Δέν εἴμαστε «κοκαλολάτρες» οὔτε εἰδωλολάτρες. Λατρεύουμε μόνο τόν Θεό. Τά λείψανα τῶν ἁγίων τά σεβόμαστε ὡς πολύτιμα κειμήλια, πού μᾶς ἄφησαν οἱ ἅγιοι κληρονομιά. Ὡστόσο ἡ πεῖρα ἔχει δείξει ὅτι τά ἱερά αὐτά κειμήλια, ἁγιασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, συχνά γίνονται ἀφορμές θαυμάτων. Ἀντίστοιχος εἶναι καί ὁ σεβασμός μας στίς εἰκόνες. Σεβασμό, ἀνάλογο τῶν περιστάσεων, ἐκφράζουμε καί γιά τά λείψανα, τίς φωτογραφίες καί τά ἄλλα κειμήλια τῶν γονιῶν μας καί ὅλων τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ ἀληθινός ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ «ἀχειροποίητος ναός», τό σῶμα μας, γι᾽ αὐτό καί ὁ «χειροποίητος ναός» (ὁ χτισμένος, δηλαδή, ἀπό ἀνθρώπινα χέρια) ὁλόκληρος συμβολίζει τό ἀνθρώπινο σῶμα. Τοῦτο τό καταλαβαίνουμε ἀπό τά ἑξῆς:
α) Στήν ἁγία Τράπεζα κάθε ναοῦ (δηλ. στό τραπέζι, μέσα στό ἱερό, ὅπου τελεῖται ἡ θεία Μετάληψη), ὅταν ἐγκαινιάζεται τοποθετοῦνται μικρά κομματάκια ἀπό λείψανα ἁγίων (ὄχι ἀπαραίτητα τῶν ἁγίων τοῦ ναοῦ).
β) Στά ἐγκαίνια κάθε ναοῦ ὁλόκληρος ὁ ναός μυρώνεται μέ τό ἅγιο μύρο, ὅπως τό ἀνθρώπινο σῶμα κατά τό μυστήριο τοῦ χρίσματος (μετά τή βάφτιση).
Γι᾽ αὐτό (ὅπως ἤξεραν οἱ παπποῦδες μας), ἄν γκρεμιστεῖ ἕνας ναός, δέν εἶναι σωστό νά πάρουμε πέτρες («ἐκκλησόπετρες») καί νά χτίσουμε τό σπίτι μας ἤ ἄλλα οἰκοδομήματα – ἐπειδή εἶναι μυρωμένες μέ τό ἅγιο μῦρο καί ἀνήκουν ἀποκλειστικά καί μόνο στόν ναό.
Ὁ Οὐρανός στή Γῆ
Ὁ ναός ἐπίσης συμβολίζει τόν «Οὐρανό», τό χῶρο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή (γιά νά τό ποῦμε ἁπλᾶ) τόν «παράδεισο» – «ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται» ὁ Θεός, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι καί οἱ ὑπόλοιπες ψυχές τῶν ἀνθρώπων (μόνο πού κάποιοι δέν θέλουν νά βρίσκονται ἐκεῖ, γιατί δέν ἀγαποῦν, καί νιώθουν αὐτόν τόν χῶρο ὡς κόλαση – αὐτό εἶναι ἡ κόλαση).
Ὅταν λοιπόν μπαίνουμε στόν ναό, συμβολίζουμε τήν εἴσοδό μας στόν παράδεισο, πού ἐλπίζουμε ὅτι θά μᾶς βάλει ὁ Θεός ἀπό τή μεγάλη φιλανθρωπία Του, ἔστω κι ἄν δέ μᾶς ἀξίζει (ἀρκεῖ νά Τοῦ τό ζητήσουμε θερμά καί ταπεινά κι ὅχι νά στεκόμαστε μπροστά Του ἀκατάδεχτοι). Γι᾽ αὐτό, γιά νά μπεῖς στόν ναό, συνήθως ἀνεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια. Αὐτή ἡ σκάλα δείχνει τή «σκάλα τῶν ἀρετῶν» (ὅπως ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ ὑπομονή στίς δυστυχίες, ἡ συγχώρεση τῶν ἐχθρῶν), ἀλλά καί τή «σκάλα τῆς ἄσκησης», δηλ. τοῦ ἀγῶνα πού βοηθᾶ στήν ἀπόκτηση αὐτῶν τῶν ἀρετῶν – ἀγῶνα ὅπως ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἐξομολόγηση κ.τ.λ.
Ὁ τροῦλος τοῦ ναοῦ εἶναι ἡ «ὑπεράνω τῶν Οὐρανῶν» θέση τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό ἐκεῖ ζωγραφίζεται πάντοτε ὁ Θεός, μέ τή μορφή βέβαια τοῦ Χριστοῦ, τή μόνη μορφή Του πού εἴδαμε οἱ ἄνθρωποι καί πού εἶναι σωστό νά ζωγραφίζουμε. Ἀπό κάτω ζωγραφίζονται μία μία οἱ σημαντικότερες φάσεις τῆς ἱστορίας ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: πρῶτα οἱ ἄγγελοι, ἀπό κάτω οἱ προφῆτες, μετά οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές (στίς κολῶνες πού κρατοῦν τόν τροῦλο, ὅπως τά τέσσερα εὐαγγέλια στηρίζουν τόν «οὐρανό» τῆς πίστης μας) καί τελικά οἱ ἅγιοι. Ἀμέσως κάτω (σχεδόν δίπλα) στούς ἁγίους στεκόμαστε ἐμεῖς, οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, πού βρισκόμαστε στόν ναό καί προσπαθοῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους καί, τελικά, μέ τόν Θεό.
Ἡ σειρά πού «κατεβαίνουν» οἱ εἰκόνες ἀπό τόν τροῦλο πρός ἐμᾶς εἶναι χρονολογική καί δέ σημαίνει ὅτι οἱ ἄγγελοι καί οἱ προφῆτες εἶναι «πάνω» ἀπό τούς εὐαγγελιστές καί τούς ἁγίους. Ἁπλῶς εἶναι «προηγούμενοι» ἀπ᾽ αὐτούς. Ὡστόσο, τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τούς ζωγραφίζουμε ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους.
Τό ἱερό τοῦ ναοῦ
Τό ἱερό τοῦ ναοῦ εἶναι τό μέγα θυσιαστήριο, ὅπου, σέ κάθε λειτουργία, θυσιάζεται «ἀναίμακτα» (χωρίς νά τρέξει αἷμα) ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, μέ τή μετατροπή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ σέ ἀληθινό Σῶμα καί Αἷμα Του (θεία Μετάληψη).
Στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, ψηλά, ζωγραφίζεται ἡ Παναγία, ἑνώνοντας τον Οὐρανό (τροῦλο) μέ τή Γῆ (ἔδαφος). Ἡ Παναγία ἕνωσε Οὐρανό καί Γῆ κάνοντας παιδί της καί γεννῶντας ὡς ἄνθρωπο τόν Θεό. Σ᾽ αὐτή τήν εἰκόνα ἔχει τήν ἀγκαλιά της ἀνοιχτή, προστατεύοντας καί ἑνώνοντας τούς πάντες, ἐνῷ μπροστά στό στῆθος της, σ᾽ ἕνα κύκλο ἀπό γαλάζιο φῶς, εἰκονίζεται ὁ Χριστός. Κατά μία ἄποψη, ἡ Παναγία ἐδῶ εἰκονίζεται ἔγκυος – ὁ Χριστός δέν κρατιέται στήν ἀγκαλιά της, ἀλλά συμβολικά εἶναι μέσα στή μήτρα της. Αὐτή ἡ εἰκόνα ὀνομάζεται «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» (= πιό πλατιά ἀπό τούς Οὐρανούς), ἐπειδή ὁ Θεός «δέ χωράει στόν οὐρανό», ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος καί χώρεσε στή μήτρα της Θεοτόκου.
Στό κέντρο τοῦ ἱεροῦ ὑπάρχει ἡ ἁγία Τράπεζα. Συμβολίζει τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Πάνω σ᾽ αὐτήν τοποθετεῖται τό εὐαγγέλιο καί τά Τίμια Δῶρα (τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ). Μέσα της, ἄν ὁ ναός εἶναι ἐγκαινιασμένος, ὑπάρχουν κομματάκια ἀπό ἅγια λείψανα.
Ἀριστερά τῆς ἁγίας Τράπεζας, στόν τοῖχο, ὑπάρχει ἕνα ἄνοιγμα (θυρίδα), πού συμβολίζει τό σπήλαιο τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται ἁγία Πρόθεση (πρό + θέση), ἐπειδή ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση τῶν Τιμίων Δώρων πρίν τοποθετηθοῦν στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ στή Γῆ ἄρχισε στό σπήλαιο (στή φάτνη), πέρασε ἀπό τόν Τάφο καί ὁλοκληρώθηκε μέ τήν ἀνάσταση. Καί ἡ λειτουργία, πού εἶναι «ἐπανάληψη» τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀρχίζει ἀπό τήν πρόθεση (σπήλαιο), περνᾶ ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα (ἅγιος Τάφος) καί τελικά ἀφήνει τόν Τάφο κενό (ἄδειο), ἀφοῦ τά Τίμια Δῶρα ἐπιστρέφουν γιά λίγο στήν Πρόθεση, γιά νά φυλαχτοῦν τελικά μέσα στό σῶμα τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος «καταλύει» (καταναλώνει) ὅση θεία Μετάληψη δέν ἔχουν μεταλάβει οἱ χριστιανοί.
Οἱ συμβολισμοί πού ἀναφέραμε εἶναι λίγοι, ἀπό τούς πολλούς πού εἶναι ἐνσωματωμένοι στούς ναούς μας. Οἱ συμβολισμοί αὐτοί βοηθοῦν τόν νοῦ μας νά «σκαρφαλώσει» στό ἀληθινά σημαντικό γεγονός πού γίνεται μέσα στόν ναό: τή θεία λειτουργία καί τήν ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό, ἕνωση πού φωτίζει τήν ψυχή μας καί τήν κάνει κατάλληλη γιά τόν παράδεισο.
http://www.enromiosini.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου