Μια γυναίκα, πραγματική «δούλη» του Θεού, δεν είχε κανένα για να ξεκουράζεται, ούτε φίλους ούτε συγγενείς κι ό Στάρετς τής είπε: «Μη στενοχωρείσαι. Έτσι λέει ή παροιμία: Κάθε θαμνάκι επιτρέπεται να ξεκουραστεί την νύκτα».
Και πράγματι, προς έκπληξη τής ξεμοναχιασμένης εκείνης γυναίκας, μερικοί καλοί άνθρωποι πού μόλις τούς γνώριζε, άρχισαν να την παρακαλούν να πάει μαζί τους στην έξοχή.
Μια ημέρα, ό Γέροντας προσκάλεσε τα πνευματικά του τέκνα να φάνε μαζί του στην ιδία τράπεζα, αλλά ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος και φώναξε: «Να, την Πελαγία μου! Πω-πω, πώς μετανοεί, πώς με παρακαλεί να τής συγχωρέσω τις αμαρτίες. Και πόσα δάκρυα! Περιμένετε, παιδιά μου, αφήστε τον φαγητό σας και προσευχηθείτε μαζί μου».
Ό Στάρετς πήγε στην γωνία μπροστά στις εικόνες και διάβασε μια συγχωρητική ευχή και ευλόγησε την μετανοούσα πνευματική κόρη του. -«Που βρίσκεται αύτη τώρα και μετανοεί, πάτερ;». -«Στον βορρά είναι αυτή την στιγμή. Όταν φτάσει ως εδώ, θα την ρωτήσω για την μετάνοιά της. Σημειώσατε και την ημέρα και την ώρα».
Και πράγματι, ή Πελαγία έφθασε στην πατρίδα της μετά από έξι μήνες και είπε στον Γέροντα πόσο βαθιά είχε μετανοήσει και έκλαψε και παρεκάλεσε τον Γέροντα να την συγχώρεση ακριβώς την ημέρα και την ώρα πού ό Γέροντας τής είχε διαβάσει την συγχωρητική ευχή.
Υπήρξε και μια άλλη παρόμοια περίπτωση με δύο κυρίες. Πήγαιναν οι δύο τους στον κελί τού Γέροντος και ή μια από' αυτές μετανοούσε για τις αμαρτίες της σε κάθε βήμα τού δρόμου: «Κύριέ μου, πόσο αμαρτωλή είμαι! Έχω τούτο και εκείνο στα οποία έσφαλα, κάποιο έκρινα, συγχώρησέ με, Κύριε...», και ή καρδιά της και ό νους της είχαν ριχθεί στα πόδια τού Κυρίου. «...Συγχώρεσε με, Κύριε, και δώσε μου δύναμη να μη Σε ξαναπροσβάλω. Συγχώρεσε με, Κύριε». Από την σκέψη της πέρασε ολόκληρη ή ζωή της και συνέχεια μετανοούσε έντονα.
Η άλλη γυναίκα όμως ήταν ήρεμη καθώς πήγαινε στον Γέροντα. «Θα φθάσω», έλεγε μέσα της, «θα εξομολογηθώ, θα πω ότι είμαι ένοχη για όλα και αύριο θα κοινωνήσω, αλλά τώρα πού περπατώ στον δρόμο, να σκεφθώ τί ύφασμα θα αγοράσω για τον φόρεμα τού κοριτσιού μου, τί χρώμα να τής διαλέξω, πού να πηγαίνει με τον πρόσωπο της...». Τέτοιες και άλλες παρόμοιες κοσμικές σκέψεις απασχολούσαν την καρδιά και τον μυαλό τής δευτέρας κυρίας.
Μπήκαν μέσα στον κελί τού πατρός Ζωσιμά μαζί. Στην πρώτη ό Στάρετς είπε: «Γονάτισε, θα σού διαβάσω αμέσως την συγχώρηση για τις αμαρτίες σου». -«Μα, πάτερ, πώς μπορείτε!.. Ακόμη δεν σας τα έχω πει...».
-«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτε. Έλεγες όλες τις αμαρτίες σου στον Κύριο συνεχώς... Μετανοούσες ενώ ήσουν στον δρόμο και εγώ όλα τα άκουσα, για αυτός τώρα θα σε συγχωρήσω και θα σου δώσω την ευλογία μου να κοινωνήσεις αύριο».
«Εσύ, όμως», απευθύνθηκε ό Στάρετς στην άλλη κυρία μετά από λίγες στιγμές, «να πάς, βεβαίως, και να αγοράσεις τον ύφασμα για τον φόρεμα τής κόρης σου. Διάλεξε τον χρώμα, ράψε το, κάνε όπως θέλεις. Όταν όμως ή ψυχή σου θα έλθει σε μετάνοια, έλα ξανά να εξομολογηθείς. Τώρα δεν θα σε εξομολογήσω...».
Ήσαν επίσης δύο κοπέλες, φοιτήτριες, οι όποιες ήλθαν στον κελί του Γέροντος και γνώρισαν εξομολογήσω ιδίας πείρας την σημαντική δύναμη τής προοράσεώς του. Είχαν ακούσει πάρα πολλά από άλλους για τον θαυμάσιο Γέροντα και την ασυνήθιστη διεισδυτική αίσθηση μέσα στις ανθρώπινες καρδιές, και αποφάσισαν να τον ρωτήσουν για τον κάθε τί, πού τις απασχολούσε και τις προβλημάτιζε. Αποφάσισαν να καταγράψουν όλα τα προβλήματα τής ζωής για τα όποια είχαν απορίες. Σημείωσαν τα πιο ποικίλα ζητήματα, κοινωνικά, αισθητικά, φιλοσοφικά, οικογενειακά προβλήματα και γενικά ψυχολογικές δυσκολίες. Ή μία φοιτήτρια είχε σχεδόν σαράντα τέτοιες απορίες, ή άλλη δεκαπέντε.
Έφτασαν. Ό Στάρετς ήταν απασχολημένος· είχε πολλούς ανθρώπους πού ήθελαν να τον δουν.
-«Περιμένετε λιγάκι, παιδιά. Καθίστε εκεί πέρα στην γωνία. Πρέπει να δώ πρώτα τούς άλλους, γιατί ήλθαν από πολύ μακριά».
Οι φοιτήτριες περίμεναν πολλή ώρα.
Τελικά, δεν είχαν πια άλλη υπομονή.
Ξαφνικά, ό Στάρετς τις κοίταξε:
-«Γιατί βιάζεσθε;
Λοιπόν, πρώτα εσύ, Αγάπη, βγάλε τις σαράντα ερωτήσεις σου, βρες ένα μολύβι και γράψε».
-«Θα σάς τις διαβάσω αμέσως, πάτερ».
-«Δεν χρειάζεται να μου τις διαβάσεις, απλώς γράψε τις απαντήσεις».
Και ό Στάρετς έδωσε απαντήσεις σε όλες τις σαράντα απορίες, μη αφήνοντας καμιά. Και οι απαντήσεις του ήταν πράγματι πληρέστατες!
-«Και τώρα, εσύ Ελισάβετ, πάρε τα δεκαπέντε αινίγματα σου...». Και πάλιν, χωρίς να τις διάβαση ή να ρωτήσει τις κοπέλες τί ήθελαν να μάθουν απαντήσεις αυτόν, έδωσε απαντήσεις σ' όλες τις απορίες με την σειρά με την οποία ήταν γραμμένες.
«Και τώρα, πρέπει να πάτε. Σκεφτείτε καλά ότι σας έχω πει. Ό Θεός να σάς ευλογή- αλλά πονεμένοι άνθρωποι έρχονται σε μένα, γι' αυτό σήμερα δεν ευκαιρώ, ελάτε πάλιν άλλη φορά...».
Εις το έξης, για όλη τους την ζωή, οι δύο αυτές φοιτήτριες ήταν βαθιά αφοσιωμένες στον Γέροντα. Ή μία πέθανε από φυματίωση μόλις πέρασε το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της και στον κρεβάτι τού θανάτου είδε τον Στάρετς· ήλθε κοντά της και την ευλόγησε. Ήταν ζωντανός όταν στεκόταν δίπλα στον κρεβάτι της. Όταν δεν αυτή βρισκόταν στην εξορία, ό Στάρετς τής φανερώθηκε σ' ένα όνειρο, έκαμε την τελετή τής κουράς και τής έδωσε το όνομα Αναστασία, ενώ ή ζωή της είχε εξελίχθη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πώς θα έδιδε μοναχικές υποσχέσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑΡΕΤΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΜΥΛΙΑ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου