Ο παρών εγκωμιαστικός λόγος προς τον Άγιον Γεώργιον, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ο Άγιος Ανδρέας, έκπληκτος μπροστά στο μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου, τον εγκωμιάζει με λόγους θαυμασίους, κάνοντας μία προσπάθεια ν’ αναδείξει το ψυχικό μεγαλείο του Αγίου. Ακούσια όμως αφήνει να φανεί και ο δικός του ψυχικός πλούτος. Στη συνέχεια ακολουθεί ο Άγιος Νικόδημος, που από αγάπη για τον πλησίον, για να δώσει καθαρή ευαγγελική τροφή, μεταφέρει στη γλώσσα της εποχής του το λόγο του Αγίου Ανδρέα. Η μεταφορά αυτή όμως είναι διαποτισμένη και με την δική του αγιότητα. Δίνει στο κείμενο ένα νέον παλμό, μία νέα ζωντάνια, χωρίς να παραμερίζονται ούτε ο εγκωμιαζόμενος Άγιος, ούτε και ο Άγιος Ανδρέας που συνέταξε το εγκώμιο. Έχουμε λοιπόν τρία πρόσωπα συγκεντρωμένα επι το αυτό, γύρω από έναν άξονα, το πρόσωπο του Χριστού. Ο δε λόγος του Κυρίου, ότι, «ου γαρ εισιν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. ι8, 20), αποδεικνύει την ιδιαίτερη χάρη αυτού του κειμένου. Είναι μία θαυμάσια εισαγωγή στην κοινωνία των Αγίων, εκεί που όλα τείνουν και κινούνται γύρω από τον Χριστό, εκεί που κάθε αγιασμένος νους, νευρούμενος από το θυμικό τόνο και πυρακτωμένος από τον ακρότατο πόθο της επιθυμίας, γίνεται όλος οφθαλμός, εντρυφώντας στη δόξα του προσώπου του Χριστού. Όλοι οι λόγοι αυτού του εγκωμίου οδηγούν, αλλά και χειραγωγούνται από τον οικοδεσπότη της κοινωνίας της αγάπης, αυτόν τον «μονώτατον» Λόγον. Ο Χριστός δορυφορούμενος από τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, τον Άγιον Ανδρέα και τον Άγιον Νικόδημον, μας καλεί προς το δείπνο της Βασιλείας Του. Η παρούσα έκδοση του κειμένου αποσκοπεί στην μετάδοση της γεύσεως αυτής της κοινωνίας των Αγίων.
Εμείς , αδελφικά, θα επιστήσουμε την προσοχή σε δύο σημεία μέσα σε όλη αυτήν την πολυποίκιλη τράπεζα πνευματικής τροφής του εγκωμιαστικού λόγου. Το πρώτον είναι ότι, το πεδίον μάχης μεταξύ Χριστού και διαβόλου είναι ο Άγιος Γεώργιος και πιο συγκεκριμένα η ανθρώπινη σάρκα του. Ο διάβολος ανέκαθεν έχει μία ευαισθησία στην ανθρώπινη σάρκα, για πολλούς λόγους. Ένας βασικός λόγος είναι ότι, «τρώγοντας» την σάρκα «καταπίνει» άνετα και την ψυχή. Έχει κατορθώσει να διαμορφώσει ένα φρόνημα στους ανθρώπους, που να θεωρούν την ζωή του σώματος ως την πιο σημαντική, πιο σπουδαία και πιο ζωτική απ΄όλα τα του κόσμου. Έφθασαν οι πιο πολλοί άνθρωποι να είναι απόλυτα σχεδόν ταυτισμένοι με το σώμα. Έφθασαν να θεωρούν ότι ζουν και υπάρχουν όσο το σώμα είναι ζωντανό. Η άμεση συνέπεια είναι να εγκλωβιστεί το ανθρώπινο πρόσωπο στην τραγικότητα του φυσικού θανάτου, γιατί κατάντησε ο άνθρωπος υπερβολικά ευαίσθητος στην χοϊκή εξάρτησή του.
Με τα μαρτύριά τους οι Άγιοι και μεταξύ αυτών ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος, δίνουν μίαν «άλλη» μαρτυρία στον κόσμο. Ο Άγιος Γεώργιος, με το φωτισμένο νου του. έβλεπε μακρύτερα από την χοϊκότητά του και όλους τους περιορισμούς της επίγειας θητείας του. Όλη του η ζωή, η σκέψη, η επιθυμία, η προσδοκία, η προσωπική χαρά και ευτυχία είχε προσανατολισθεί στο πρόσωπο του Χριστού, στην πηγή της ζωής και της χαράς. Γι΄αυτό επικράνθη ο διάβολος στη προσπάθειά του να «καταβροχθίσει» την σάρκα του Αγίου μέσω των υπηρετών του, επειδή γεύθηκε την παρουσία του Χριστού που ήταν πλημμυρισμένη στην ψυχή και το σώμα του Αγίου.
Όταν οι άνθρωποι είναι μακρυά από την ζωοποιό χάρη του Θεού και στην προσπάθειά τους να αποφύγουν κάθε δυσμενή επιρροή του πόνου, της ασθενείας, της καταστροφής, του θανάτου και κάθε κοσμικού κακού, από πόθο για τη ζωή, επινοούν τα είδωλα. Σφετερίζονται έτσι κάθε υπάρχουσα ευνοϊκή δύναμη. Το σημείο αυτό είναι το δεύτερο που θα θέλαμε να τονίσουμε. Βέβαια στην εποχή του Αγίου το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον είχαν καθιερωθεί ως η πηγή του καλού και του κακού, γι΄αυτό και τα τότε είδωλα είχαν άμεση εξάρτηση από την θεοποιημένη κτίση και τους θεοποιημένους κοινωνικούς θεσμούς. Με την πρόοδο της ανθρωπίνης γνώσεως και τις κατακτήσεις του ανθρώπου πάνω στη φύση δημιουργήθηκαν νέες αντιλήψεις και νέοι τρόποι ζωής. Η σύγχρονη ειδωλολατρία έγινε πιο εκλεπτυσμένη και πιο αδιόρατη. Παραμένει όμως η παλαιά αντίληψη ότι είναι αυτονόητη η αφοσίωση στα είδωλα, όπως είναι αυτονόητη η ίδια η ζωή. Άλλωστε τα είδωλα παρέχουν με απλοχεριά την επιθυμητή «ασφάλεια».
Η σημερινή ειδωλολατρία παρουσιάζει μίαν υπερτροφία στον ψυχικό χώρο με τον υποκριτικό τρόπο ζωής, που είναι ένας ύπουλος δαιμονισμός. Η υποκρισία άλλοτε παρουσιάζεται ως μία υψηλή ηθική ζωή, άλλοτε παγιώνει μία λαβυρινθώδη συμβατικότητα,όπου γίνεται ένας σκληρός αγώνας για την προάσπιση συμφερόντων και δικαιωμάτων. Η υποκρισία παραμορφώνει τις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Εκεί που κυριαρχεί ως οργανωμένη κατάσταση κλέβει την προσωπικότητα του ανθρώπου, παρόλο που έχει να παρουσιάσει δραστηριότητα και κοινωνικά έργα. Είναι διάχυτη μέσα στη σημερινή οργανωμένη πραγματικότητα. Εξυπηρετεί πολλά «ιδανικά». Θεωρείται από τους «πολιτισμένους», ανθρώπους επιθυμητή πανάκεια, το φάρμακο που γιατρεύει όλα τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, γι΄αυτό και θεωρείται αυτονόητον είδωλον. Για παράδειγμα, ενώ καταργήθηκαν επίσημα οι απηρχαιωμένοι θεσμοί της δουλείας και της θεοκρατίας, δημιουργήθηκαν όμως με συστηματική επιμέλεια, ολόκληρες τάξεις ανθρώπων που καταδυναστεύονται κάτω από μία αυθαίρετη οικονομική, πολιτική και γραφειοκρατική εξουσία. Ξεχνούν όμως οι «χριστιανικές» κοινωνίες, την οργή του Χριστού εναντίον της οργανωμένης υποκρισίας.
Στον εξωτερικό χώρο η σημερινή ειδωλολατρία έχει βγάλει το μυθολογικό ένδυμα και το έχει αντικαταστήσει με το επιστημονικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό, το αθλητικό, το καλλιτεχνικό κλπ. Κυριαρχεί μία ακατάσχετη προσωπολατρία (δηλ. ειδωλολατρία) σε τύπους «σούπερ-σταρ», που δυστυχώς δείχνουν την ποιότητα του πολιτισμού του εικοστού αιώνα. Οι ομαδικές αυτοκτονίες είναι κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητος. Το φρόνημα επίσης των κατασκευαστών του πύργου της Βαβέλ, «δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού, και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα…» (Γεν. ιι,4), σήμερα είναι ακμαίο στη δυτική ήπειρο και υλοποιείται μέσα σε νέο «φόντο».
Οι μάρτυρες την εποχή του Αγίου Γεωργίου γκρέμισαν τα είδωλα της εποχής τους, δηλ. την θεοποιημένη κτίση και τους θεοποιημένους κοινωνικούς θεσμούς. Οι νεομάρτυρες γελοιοποίησαν το είδωλο του ακμαίου μωαμεθανισμού. Οι δε μάρτυρες «οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. 7,14) έχουν ν΄αντιμετωπίσουν την πιο ώριμη έκφραση του μυστηρίου της ανομίας, τον καιρό που οι αμαρτίες θα φθάσουν να κολλήσουν στον ουρανό (Αποκ. 18, 5). Τότε θα δώσουν την μαρτυρία του Ιησού έμπροσθεν «τοις δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσιν και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις…» (Αποκ. 21, 8).
Προς το τέλος του εγκωμίου υπενθυμίζουν οι Άγιοι την προτροπή του Κυρίου, «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. 26,41), για να κατορθώσουμε να εισέλθουμε σ΄αυτή την κοινωνία των Αγίων, όπου οι πάντες, «εν ώσιν», εν Χριστώ Ιησού.
ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΚΟΥΡΤΑΙΩΝ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου