Ὁ πρεσβύτερος Τίτος καὶ
ὁ διάκονος Εὐάγριος ἦταν συμμοναστὲς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ διάβολος, ποὺ πάντοτε σπέρνει ζιζάνια, δημιούργησε ἔχθρα ἀνάμεσά τους. Κι ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀγαπημένοι, ἔφτασαν τώρα στὸ σημεῖο νὰ μὴ θέλουν νὰ ἰδωθοῦν.
Στὴν ἐκκλησία δὲν θύμιαζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Κι ὅταν ὁ ἕνας θύμιαζε, ὁ ἄλλος ἔφευγε μακριά.
Οἱ ἄλλοι μοναχοὶ πάσχιζαν νὰ τοὺς συμφιλιώσουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Κάποτε ὁ πρεσβύτερος Τίτος ἀρρώστησε βαριά. Συνῆλθε τότε καὶ κάλεσε μετανοημένος τὸν Εὐάγριο γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νὰ τὸν συγχωρήσει, κι ἄρχισε ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν καταριέται καὶ νὰ τὸν βρίζει. Τὸν ἅρπαξαν τότε καὶ τὸν ἔφεραν μὲ τὴ βὶα στὸν ἄρρωστο.
-Συγχώρησε μέ, ἀδελφέ, ἱκέτεψε ὁ Τίτος μὲ δάκρυα, μόλις τὸν εἶδε.
-Ποτὲ δὲν θὰ συμφιλιωθῶ μαζί σου οὔτε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη, δήλωσε ἄσπλαχνα ὁ Εὐάγριος.
Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἀντίθετα ὁ Τίτος σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὑγιὴς καὶ διηγήθηκε στοὺς πατέρες τὰ ἀκόλουθα:
Εἶχα φτάσει κοντὰ στὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχω συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Εὐάγριο. Καὶ τότε, τί νὰ δῶ! Μὲ πλησίασαν Ἄγγελοι, ἀλλὰ ἔφυγαν ἀμέσως κλαίγοντας γιὰ τὸ χαμὸ τῆς ψυχῆς μου. Τότε ἦρθαν κοντά μου οἱ δαίμονες, χαρούμενοι ποὺ θὰ μὲ κέρδιζαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καὶ τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτὸ φώναξα νὰ μοῦ φέρετε τὸν ἀδελφὸ νὰ συγχωρεθοῦμε. Ὅταν ὅμως ἔσκυψα στὰ πόδια του κι ἐκεῖνος γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του, βλέπω ξαφνικὰ δίπλα μου ἕναν φοβερὸ Ἄγγελο. Κρατοῦσε στὰ χέρια του φλογισμένο ἀκόντιο. Μ’ αὐτὸ τρύπησε ἀνελέητα τὸν Εὐάγριο, ποὺ ἔπεσε νεκρός. Ὕστερα ὁ Ἄγγελος ἅπλωσε τὸ χέρι του σὲ μένα καὶ μὲ σήκωσε. Καὶ νά, εἶμαι ὑγιής!
Ἡ τιμωρία τοῦ Εὐαγρίου ἀπὸ τὸν Ἄγγελο συγκλόνισε τοὺς ἀδελφούς, κι ἀπὸ τότε ἔγιναν ὅλοι πιὸ σπλαχνικοί.
Ὁ διάβολος, ποὺ πάντοτε σπέρνει ζιζάνια, δημιούργησε ἔχθρα ἀνάμεσά τους. Κι ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀγαπημένοι, ἔφτασαν τώρα στὸ σημεῖο νὰ μὴ θέλουν νὰ ἰδωθοῦν.
Στὴν ἐκκλησία δὲν θύμιαζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Κι ὅταν ὁ ἕνας θύμιαζε, ὁ ἄλλος ἔφευγε μακριά.
Οἱ ἄλλοι μοναχοὶ πάσχιζαν νὰ τοὺς συμφιλιώσουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Κάποτε ὁ πρεσβύτερος Τίτος ἀρρώστησε βαριά. Συνῆλθε τότε καὶ κάλεσε μετανοημένος τὸν Εὐάγριο γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νὰ τὸν συγχωρήσει, κι ἄρχισε ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν καταριέται καὶ νὰ τὸν βρίζει. Τὸν ἅρπαξαν τότε καὶ τὸν ἔφεραν μὲ τὴ βὶα στὸν ἄρρωστο.
-Συγχώρησε μέ, ἀδελφέ, ἱκέτεψε ὁ Τίτος μὲ δάκρυα, μόλις τὸν εἶδε.
-Ποτὲ δὲν θὰ συμφιλιωθῶ μαζί σου οὔτε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη, δήλωσε ἄσπλαχνα ὁ Εὐάγριος.
Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἀντίθετα ὁ Τίτος σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὑγιὴς καὶ διηγήθηκε στοὺς πατέρες τὰ ἀκόλουθα:
Εἶχα φτάσει κοντὰ στὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχω συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Εὐάγριο. Καὶ τότε, τί νὰ δῶ! Μὲ πλησίασαν Ἄγγελοι, ἀλλὰ ἔφυγαν ἀμέσως κλαίγοντας γιὰ τὸ χαμὸ τῆς ψυχῆς μου. Τότε ἦρθαν κοντά μου οἱ δαίμονες, χαρούμενοι ποὺ θὰ μὲ κέρδιζαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καὶ τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτὸ φώναξα νὰ μοῦ φέρετε τὸν ἀδελφὸ νὰ συγχωρεθοῦμε. Ὅταν ὅμως ἔσκυψα στὰ πόδια του κι ἐκεῖνος γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του, βλέπω ξαφνικὰ δίπλα μου ἕναν φοβερὸ Ἄγγελο. Κρατοῦσε στὰ χέρια του φλογισμένο ἀκόντιο. Μ’ αὐτὸ τρύπησε ἀνελέητα τὸν Εὐάγριο, ποὺ ἔπεσε νεκρός. Ὕστερα ὁ Ἄγγελος ἅπλωσε τὸ χέρι του σὲ μένα καὶ μὲ σήκωσε. Καὶ νά, εἶμαι ὑγιής!
Ἡ τιμωρία τοῦ Εὐαγρίου ἀπὸ τὸν Ἄγγελο συγκλόνισε τοὺς ἀδελφούς, κι ἀπὸ τότε ἔγιναν ὅλοι πιὸ σπλαχνικοί.
Ἀπό τό βιβλίο : «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»,
Ἔκδοση 2004. Ἱερὰ
Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς. arnion.gr
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου