Ο Γέροντας
Παΐσιος συνήθως δε δεχόταν δώρα όσες φορές τα κρατούσε, το έκανε, για να
μη στεναχωρεί τους αδελφούς, πού του τα πήγαιναν.
Πάντα, όμως, τα έδινε, είτε σε επισκέπτες είτε σε μοναχούς, πού τα είχαν ανάγκη.
Ο ίδιος
περνούσε μ' ελάχιστες τροφές, παρόλο, πού μερικές φορές, λόγω των πολλών
του ασθενειών, είχε ανάγκη από περισσότερες και καλύτερες. Τα ασκητικό
του ήθος δεν του επέτρεπε αποθηκεύσεις για καιρό ανάγκης. Μόνο τον
ελάχιστο άρτο, η καλύτερα το παξιμάδι, προσπαθούσε να έχει.
Επιπλέον, ή
εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού ήταν πολύ μεγάλη και ποτέ δεν
είχε απογοητευθεί, όσες δυσκολίες επιβίωσης και αν αντιμετώπιζε.
Ένα χειμώνα ο Γέροντας ήταν βαριά άρρωστος. Το χιόνι έξω τα είχε καλύψει όλα Τα πάντα είχαν αλλάξει. Το κελί του Τιμίου Σταυρού, τα δένδρα, τα μονοπάτια είχαν χαθεί, τα πουλιά είχαν λουφάξεί και ή ομίχλη περιόριζε την ορατότητα. Ο Γέροντας δεν είχε καμιά επικοινωνία με άλλους μοναχούς. Καμιά επικοινωνία και με το μοναστήρι του Σταυρονικήτα. Ήταν αποκλεισμένος από παντού. Μόνο ό ουρανός ήταν ανοιχτός.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες. Ό Γέροντας κυριολεκτικά είχε αποστεωθεί.
Έφτασε σε
σημείο να μη έχει το παραμικρό να φάει ούτε και να μπορεί ν' ανάψει τη
σόμπα Ήταν νηστικός, παγωμένος, σχεδόν παράλυτος. Το μόνο, πού μπορούσε
να κάνει ήταν να ψελλίζει την προσευχή: «Κύριε, ελέησε με! Μη με εγκαταλείψεις!». Οι ελπίδες του μέρα με τη μέρα λιγόστευαν. Περίμενε τον Κύριο να τον πάρει κοντά του.
Όμως ή προσευχή του συνεχιζόταν, παρ' όλη τη σωματική του αδυναμία Κάποια στιγμή έγινε θερμότατη και θεοπειθής.
Και τότε
γέμισε το κελί Αγγέλους και Αγίους, πού υπηρετούσαν τον πάσχοντα Γέροντα
Του άναψαν τη σόμπα, του ετοίμασαν φαγητό, τον παρηγόρησαν και τον
στήριξαν, μεταβάλλοντας το παγωμένο κελί του σ' ένα κομμάτι του
παραδείσου.
Την επομένη
μέρα ο Γέροντας άρχισε να νιώθει καλύτερα και σε τρεις μέρες ανάλαβε
πλήρως τις δυνάμεις του. Ή χαρά του ήταν μεγάλη. Δεν μπορούσε να
συγκρατήσει τα συναισθήματα του. «Θεέ μου, δεν αντέχω τόση χάρη. Λιγόστεψε την», έλεγε.
Πέρασαν πέντε ολόκληροι μήνες και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με την υγεία του.
Την
Κυριακή, όμως, του Τυφλού αρρώστησε και δεν είχε τίποτα να φάει. Δεν
απελπιζόταν, ωστόσο. Το απόγευμα φόρεσε κάτι παραπάνω και βγήκε έξω. Ό
ήλιος έκανε την ατμόσφαιρα ευχάριστη. Ό Γέροντας κάθισε κάτω απ' την
ελιά, πού ήταν κοντά στη πόρτα του κελιού του κι έβλεπε προς τα κάτω,
προς τη θάλασσα. Το πονεμένο του σώμα δεν άντεχε πολύ. Έπρεπε κάτι να
φάει. «Ίσως να με θυμηθεί κάποιος αργότερα», σκέφθηκε και άφησε το
λογισμό της ανυπομονησίας να περάσει.
Την ώρα, πού ο ήλιος έδυε, ο Γέροντας κοιτούσε τον ουρανό και διαπίστωσε ότι κάποιο γεράκι ερχόταν προς το μέρος του, σχεδόν απειλητικά.
Νόμισε ότι το άγριο πουλί τον πέρασε για αγρίμι και ήθελε να τον χτυπήσει.
Όμως το πουλί έκανε ένα κύκλο πάνω από το κελί, χαμήλωσε αρκετά και μετά φτεροκόπησε γρήγορα και απομακρύνθηκε.
Ο Γέροντας
παρακολούθησε τη σκηνή εντυπωσιασμένος. Αμέσως άκουσε κι ένα θόρυβο
ανάμεσα στα χορτάρια, σε απόσταση είκοσι τριάντα μέτρα.
Σηκώθηκε για να δει τι συνέβαινε.
Ήταν ένα ψάρι, που χτυπιόταν στα χορτάρια..
Κατάλαβε ότι η πρόνοια του Θεού δεν τον είχε ξεχάσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου