Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κελλιὰ
ποὺ βρίσκονται στὰ περίχωρα τῶν Καρυῶν, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡσύχαζε στὰ 982 κάποιος γέροντας μὲ τὸν ὑποτακτικό του.
Ἕνα Σάββατο βράδυ, 10 Ἰουνίου, ἔφυγε ὁ γέροντας γιὰ νὰ παραβρεθεῖ σὲ ἀγρυπνία τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, κι ἀνέθεσε στὸν ὑποτακτικὸ νὰ διαβάσει μόνος του τὴν ἀκολουθία.
Τὴ νύχτα ὁ μοναχὸς ἄκουσε χτύπημα στὴν πόρτα. Ἀνοίγει καὶ βλέπει κάποιον ἄγνωστο μοναχό.
Ὁ ἐπισκέπτης ἔμεινε τὴ νύχτα ἐκείνη στὸ κελλί, κι ἔψαλαν μαζὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου.
Πρὶν τὴν ἐνάτη ὠδὴ τῶν κανόνων, ὁ μοναχὸς τοῦ κελλιοῦ ἔψαλε τὸν μέχρι τότε γνωστὸ ὕμνο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ ποιητῆ, «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ…», ἐνῶ ὁ ξένος πρόσθεσε πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τὸ ἄγνωστο μέχρι τότε: «Ἄξιόν ἐστιν, ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Ὁ πρῶτος τ’ ἄκουσε καὶ εἶπε μὲ θαυμασμό:
-Ἐμεῖς μόνο «Τὴν τιμιωτέραν» ψάλλουμε. Τὸ «Ἄξιόν ἐστι» μᾶς εἶναι ἄγνωστο. Σὲ παρακαλῶ, γράψε μου αὐτὸν τὸν ὕμνο γιὰ νὰ τὸν ψάλλω κι ἐγὼ στὴ Θεοτόκο.
-Φέρε μου μελάνι καὶ χαρτί, καὶ θὰ σοῦ τὸν γράψω.
-Οὔτε μελάνι ἔχω οὔτε χαρτί!
-Φέρε μου τότε μιὰ πλάκα.
Ὁ μοναχὸς τὴν ἔφερε, κι ὁ ξένος τὴν πῆρε στὰ χέρια του κι ἔγραψε πάνω της μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν θεομητορικὸ ὕμνο. Καὶ χαράχθηκαν τόσο βαθιὰ τὰ γράμματα στὴ σκληρὴ πλάκα, σὰν νὰ ἦταν καμωμένη ἀπὸ πηλό.
- Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς ἔτσι νὰ τὸν ψάλλετε κι ἐσεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶπε ὁ ἐπισκέπτης, κι ἔγινε ἄφαντος.
Ἦταν Ἄγγελος Κυρίου, σταλμένος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ φανερώσει τὸν ὕμνο στοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία κι ἔμαθε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ὕμνο, δόξασε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐαρέσκειά της. Ὕστερα διηγήθηκε στὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὅρους τὸ περιστατικό, κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρὰ του ἔστειλε τὴν ἀγγελοχάρακτη πλάκα μαζὶ μὲ τὴ γραπτὴ διήγηση τοῦ θαύματος στὸν Πατριάρχη.
Ἀπὸ τότε ὁ ἀρχαγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος καθιερώθηκε στὴ θεία λατρεία καὶ ψάλλεται στὶς ὀρθόδοξες ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἡ θεομητορικὴ εἰκόνα, μπροστὰ στὴν ὁποία ἔγινε τὸ θαῦμα, μεταφέρθηκε στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου. Τὸ κελλὶ ἐκεῖνο, ὅπου ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ἀρχαγγελικὸς ὕμνος, ὀνομάστηκε «Ἄξιόν ἐστι», ἐνῶ ἡ γύρω περιοχὴ «Ἄδειν».
Σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τῆς 11ης Ἰουνίου, ὁ Ἄγγελος ποὺ δίδαξε τὸν ὕμνο στὸ μοναχὸ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ.
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ σύναξις τελεῖται τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν.
Ἕνα Σάββατο βράδυ, 10 Ἰουνίου, ἔφυγε ὁ γέροντας γιὰ νὰ παραβρεθεῖ σὲ ἀγρυπνία τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, κι ἀνέθεσε στὸν ὑποτακτικὸ νὰ διαβάσει μόνος του τὴν ἀκολουθία.
Τὴ νύχτα ὁ μοναχὸς ἄκουσε χτύπημα στὴν πόρτα. Ἀνοίγει καὶ βλέπει κάποιον ἄγνωστο μοναχό.
Ὁ ἐπισκέπτης ἔμεινε τὴ νύχτα ἐκείνη στὸ κελλί, κι ἔψαλαν μαζὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου.
Πρὶν τὴν ἐνάτη ὠδὴ τῶν κανόνων, ὁ μοναχὸς τοῦ κελλιοῦ ἔψαλε τὸν μέχρι τότε γνωστὸ ὕμνο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ ποιητῆ, «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ…», ἐνῶ ὁ ξένος πρόσθεσε πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τὸ ἄγνωστο μέχρι τότε: «Ἄξιόν ἐστιν, ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Ὁ πρῶτος τ’ ἄκουσε καὶ εἶπε μὲ θαυμασμό:
-Ἐμεῖς μόνο «Τὴν τιμιωτέραν» ψάλλουμε. Τὸ «Ἄξιόν ἐστι» μᾶς εἶναι ἄγνωστο. Σὲ παρακαλῶ, γράψε μου αὐτὸν τὸν ὕμνο γιὰ νὰ τὸν ψάλλω κι ἐγὼ στὴ Θεοτόκο.
-Φέρε μου μελάνι καὶ χαρτί, καὶ θὰ σοῦ τὸν γράψω.
-Οὔτε μελάνι ἔχω οὔτε χαρτί!
-Φέρε μου τότε μιὰ πλάκα.
Ὁ μοναχὸς τὴν ἔφερε, κι ὁ ξένος τὴν πῆρε στὰ χέρια του κι ἔγραψε πάνω της μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν θεομητορικὸ ὕμνο. Καὶ χαράχθηκαν τόσο βαθιὰ τὰ γράμματα στὴ σκληρὴ πλάκα, σὰν νὰ ἦταν καμωμένη ἀπὸ πηλό.
- Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς ἔτσι νὰ τὸν ψάλλετε κι ἐσεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶπε ὁ ἐπισκέπτης, κι ἔγινε ἄφαντος.
Ἦταν Ἄγγελος Κυρίου, σταλμένος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ φανερώσει τὸν ὕμνο στοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία κι ἔμαθε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ὕμνο, δόξασε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐαρέσκειά της. Ὕστερα διηγήθηκε στὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὅρους τὸ περιστατικό, κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρὰ του ἔστειλε τὴν ἀγγελοχάρακτη πλάκα μαζὶ μὲ τὴ γραπτὴ διήγηση τοῦ θαύματος στὸν Πατριάρχη.
Ἀπὸ τότε ὁ ἀρχαγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος καθιερώθηκε στὴ θεία λατρεία καὶ ψάλλεται στὶς ὀρθόδοξες ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἡ θεομητορικὴ εἰκόνα, μπροστὰ στὴν ὁποία ἔγινε τὸ θαῦμα, μεταφέρθηκε στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου. Τὸ κελλὶ ἐκεῖνο, ὅπου ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ἀρχαγγελικὸς ὕμνος, ὀνομάστηκε «Ἄξιόν ἐστι», ἐνῶ ἡ γύρω περιοχὴ «Ἄδειν».
Σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τῆς 11ης Ἰουνίου, ὁ Ἄγγελος ποὺ δίδαξε τὸν ὕμνο στὸ μοναχὸ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ.
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ σύναξις τελεῖται τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν.
Ἦσας Γαβριὴλ πρὶν τὸ
Χαῖρε τῇ Κόρῃ· ἄδεις δὲ καὶ νῦν: Ἄξιόν σε ὑμνέειν».
Ἀπό τό βιβλίο :
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»,
Ἔκδοση 2004.
Ἱερὰ
Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς.
arnion.gr
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου