Γέροντας
Εἶπε ὁ Γέροντας, εἶπε ὁ Θεός. Τὸ στόμα τοῦ Γέροντος εἶναι τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Σοῦ εἶπε ὁ Γέροντας; «Μὴ φοβᾶσαι»; Μὴ φοβᾶσαι!
Ἂν κάνεις
διάκριση σ᾿ ὅ,τι σοῦ λέει ὁ Γέροντας, δὲν εἶσαι ὑποτακτικός, εἶσαι ἐλεγκτὴς τοῦ Γέροντος.
Ὅση εὐλάβεια ἔχετε, ὅση αὐταπάρνηση ἔχετε, ὅση πίστη ἔχετε εἰς τὸν Γέροντά σας, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνετε.
Εἰς τὸν κόσμο ἀποθνήσκοντας ἕνας πατέρας ἔχει μία περιουσία, ἂς ὑποθέσουμε τώρα, ἑκατὸ δραχμές. Ἀφήνει τέσσερα
παιδιά. Στὰ τέσσερα παιδιὰ θὰ διανείμει εἴκοσι πέντε, εἴκοσι πέντε, καὶ εἴκοσι πέντε. Ὅλοι θὰ πάρουν ἀπὸ εἴκοσι πέντε δραχμές. Ἡ κληρονομία τοῦ πατρός των.
Στὸ πνευματικὸ δὲν ἰσχύει αὐτό, ὄχι. Ἕνας ἔχει πίστη, εὐλάβεια αὐταπάρνηση,
σεβασμὸ στὸν Γέροντά του εἴκοσι βαθμούς, εἴκοσι βαθμοὺς θὰ πάρει πνευματικὴ δύναμη. Ὁ ἄλλος ἔχει δύο, δύο θὰ πάρει· ἄλλος ἔχει ὀγδόντα, ὀγδόντα θὰ πάρει.
Αὐτὸ τὸ λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα μαθητοῦ, μισθὸν μαθητοὺ λήψεται, ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα προφήτου,
μισθὸν προφήτου θὰ πάρει» (Ματθ. 10,41). Αὐτὸ εἶναι τὸ πνευματικό. Ὅση εὐλάβεια ἔχεις εἰς τὸν Γέροντα...
Αὐτὴ τὴ μετάνοια τὴν ὁποία βάζεις εἰς τὸν Γέροντα, «εὐλόγησον,
Γέροντα», ξέρετε πόση δύναμη ἔχει; Δὲν μπορεῖτε νὰ τὴν φαντασθεῖτε ἐσεῖς. Αὐτὸς ποὺ τὴν πέρασε, αὐτὸς γνωρίζει.
Δὲν ἔχεις εὐλογία νὰ πᾶς ἕνα βῆμα ἂν δὲν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα. Ὅταν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, μὴ φοβᾶσαι τίποτα.
Βάλε μετάνοια, φίλησε τὸ χέρι τοῦ Γέροντά σου καὶ πήγαινε καὶ γίνε ἀστροναύτης πάνω
στὴ σελήνη· μὴ φοβᾶσαι, διότι σὲ σκεπάζει ἡ εὐχή, ἡ ὑπακοὴ σὲ σκεπάζει.
*
Ξέρετε τί θὰ πεῖ Γέροντας; Μόνο
ὁ διάβολος ξέρει
τί θὰ πεῖ Γέροντας.
Ὁ κατὰ σάρκα ἀδερφὸς ἀλλὰ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, ὁ πάτερ Ἀθανάσιος, εἶχε τὴν Κοίμηση στὴ Νέα Σκήτη. Ἐκεῖ τὸ Γεροντάκι ποὺ ζοῦσε πρίν, ἐγὼ τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα δὲν τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ τὸ ἄκουσα· τὸ Γεροντάκι τὸ πρόλαβα. Εἶχε ἕναν ὑποτακτικό. Ὁ ὑποτακτικός, ἔ, κρίσις Θεοῦ, ἦρθε στὸ τέλος νὰ πεθάνει. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, τὴν παραμονὴ προτοῦ νὰ πεθάνει, πῆγαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Εἶσαι δικός μας, τώρα θὰ σὲ πάρουμε στὴν κόλαση γιατὶ ἔτσι κι ἔτσι...», τὰ συνηθισμένα τῶν διαβόλων. Τὸ παιδὶ ταράχθηκε. Μπῆκε μέσα ὁ Γέροντας:
- Παιδί μου, γιατί εἶσαι ταραγμένος; λέει.
- Γέροντα, Γέροντα, θὰ κολασθῶ, ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ μὲ πάρουν, μοῦ εἶπαν ὅτι αὔριο στὶς τρεῖς ἡ ὥρα θά ῾ρθουμε νὰ σὲ πάρουμε.
- Ἄχ, παιδάκι μου, λέει, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός, ὅταν ἔρθουν οἱ δαίμονες νὰ τοὺς πεῖς: «Ἐγὼ ἔχω Γέροντα».
- Νά ῾ναι εὐλογημένο.
Τελείωσε, τὸν εἰρήνευσε τὸν ὑποτακτικό! τὴν ἄλλη μέρα πᾶν οἱ δαίμονες κατὰ τὴ συνήθειά τους,
βγάλε τὴ γλώσσα, τράβα ἀπὸ ῾δῶ... «Τί ἐρχόσαστε σὲ μένα», λέει, «ἐγὼ εἶμαι ὑποτακτικός, ἔχω Γέροντα». Μὲ τὸ «ἔχω Γέροντα» ἄφαντοι ὅλοι οἱ δαίμονες! Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας.
*
Κάποιος ἀπὸ ἕνα μοναστήρι ἦρθε στὸ σπίτι καὶ λέει «Μὰ ὁ Γέροντας ἀλάθητος εἶναι; δὲν φταίει;» «Ἄ, ἄκουσε, παιδί μου», τοῦ λέω, «ἂν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ὅτι ὁ Γέροντας
φταίει, ποτὲ δὲν θὰ ὀρθοποδήσεις. Ἦρθες νὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἦρθες νὰ κρίνεις τὸ Γέροντα, πότε λέει ἀλήθεια, πότε
λέει ψευτιά;»
Μά, πῶς ἀναπαύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα ὅταν κάνει ὑπακοὴ ὁ ὑποτακτικός! Μὰ πῶς ἀναπαύεται! Πῶς, δηλαδή, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὴν τὴν ψυχὴ βγαίνει ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐχὴ «ὁ Θεός, παιδί μου, νὰ σ᾿ εὐλογήσει», καὶ σὲ πιάνει ἡ εὐχὴ αὐτή.
*
Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, κάθε εἴκοσι βλέπω τὸν Γέροντα Ἰωσήφ. (στὸν ὕπνο, στὸ ὄνειρο). Τώρα τελευταία τοῦ λέω: «Γέροντα, ἐκεῖ ποῦ εἶσαι προσεύχεσαι γιὰ μᾶς;» «Πῶς, λέει,
προσεύχομαι καὶ γιὰ σᾶς». Ἔχει τώρα δεκαπέντε μέρες, τὸν εἶδα πάλι, πῆγα καὶ τὸν φίλησα. Λέει: «Ὁ Γέροντάς σου ἐγὼ εἶμαι». Βλέπετε; Ὄχι μόνο ἐδῶ ποὺ ζεῖ, ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκεται ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἕνωσις, ὑπάρχει.
Ὑπάρχουν τρόποι
πολλοὶ γιὰ νὰ ἑνωθεῖς ἔτι περισσότερο μὲ τὸν Γέροντα. Πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς -ὅπως κάνω, ἔτσι παραδίδω καὶ σὲ σᾶς-, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσὴφ» καὶ κοιμᾶμαι.
Ξυπνάω. «Ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ», ἀρχίζω τὴν προσευχή. Πάω ταξίδι, ἀπὸ τὰ Κατουνάκια θὰ πάω στὴ Δάφνη, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ».
Μαγειρεύω, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Πάω στὸ Βατοπαίδι, ἔχω τὴν εἰκόνα τοῦ Γέροντα στὸ δωματιό μου, τὴν ἀσπάζομαι καὶ λέω «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Ἔτσι ἔρχεται κι ἕνας τεχνητὸς τρόπος γιὰ νὰ εἶσαι περισσότερο ἡνωμένος μὲ τὸν Γέροντα. Ὅπως ὑπάρχει ἡ νοερὰ προσευχὴ ποὺ λίγο, λίγο
καθαρίζεται τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται κατόπιν καὶ αὐτὸς φωτεινὸς μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, ὑπάρχει καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ ἑνώνεσαι μὲ τὸν Γέροντα περισσότερο.
Διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, ὅσο πνευματικὴ δύναμη ἔχεις, τόσο
καταλαμβάνεις, περισσότερο δὲν καταλαμβάνεις. Ἔτσι εἴχαμε μὲ τὸν Γέροντα. Μᾶς ἔλεγε, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε κατὰ τὸ βαθμό του· ἐμεῖς κατὰ τὸ βαθμὸ μᾶς καταλαμβάναμε.
Πολλὰ μὲ δίδαξε καὶ ἡ ὑπακοή, πολλὰ διδάχτηκα καὶ ὡς Γέροντας. Ἔτσι εἶναι. Νὰ θυσιάσω τὸν ἑαυτό μου, μόνο νὰ σὲ δῶ ἐσένα, τὸ παιδί μου, νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο· αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μου ὁ παράδεισος, νὰ εἶσαι ῾σὺ στὸν παράδεισο κι ἐγὼ ἂς καῶ, ἂς καῶ. Ἔτσι εἶναι. Δὲν μετριέται ἡ πατρικὴ ἀγάπη. Καὶ ὡς Γέροντας καὶ ὡς ὑποτακτικός, πῆρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια ὑποτακτικὸς καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια ὡς Γέροντας. Εἶδα καὶ τὴ μία ἀγάπη καὶ τὴν ἄλλη ἀγάπη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη, πάτερ
μου, εἶναι πολὺ ψηλά, πολὺ ψηλά!
Ὅσο ἰσχύει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου, δὲν ἰσχύει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Πῆρες τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου; Μὴ φοβᾶσαι πουθενά.
Κι᾿ ἐγὼ στὸ σπίτι μας πολλὰ δέντρα φύτεψα, ἀλλὰ σὲ ὅσα ὁ Γέροντάς μου ἦταν σύμφωνος, ἔπιασαν, εἰς ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας, δὲν ἔπιασαν. Ἐφύτευσα κλήματα, ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος,
οὔτε ἕνα δὲν ἔπιασε. Ἐφύτευσα δέντρα
μηλιὲς καὶ ἄλλα· δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας· ἔπιασαν μέν, ἀλλὰ δὲν εὐδοκίμησαν. Τὰ πῆρε ὁ γερο-Κλήμης ἀπάνω καὶ γίνηκαν μεγάλα δέντρα καὶ τρώει πολλὲς ὀκάδες, πολλὰ κιλὰ τρώει μῆλα ἀπ᾿ τὰ δικά μου. Δὲν ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, ὅταν τὰ φύτεψα ἐγώ. Ἐφύτεψα καὶ μία καϊσιά. Ἑφτὰ χρόνια ἔβγαλε δύο
λουλούδια, ἑφτὰ χρόνια! Τὰ εἶχα φέρει ἀπὸ τὰ θερμοκήπια, ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐφύτευσα καὶ μία μουριά, ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, καὶ τρῶμε τώρα ἕνα μήνα καὶ περισσότερο ὅλο μοῦρα. Ἐφύτευσα καὶ ἕναν λωτό, ἦταν καὶ ὁ Γέροντας σύμφωνος, καὶ δὲν ξέρω
τριακόσια, τετρακόσια λῶτα κάνει κάθε
χρόνο· ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἤτανε σύμφωνος. Εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ πράματα, τὰ ὁποῖα ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος,
εἴτε θὰ τά ῾βγαζα καὶ θὰ τὰ φύτευα ἀλλοῦ ἢ δὲν θὰ πρόκοφταν, δὲν θὰ ἔπιαναν, δηλαδὴ δὲν θὰ εἶχαν τέλος καλό, ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς μου δὲν ἤτανε σύμφωνος.
Ὅποιος βασίσθηκε
στὶς δυνάμεις του ἐπλανήθη. Θὰ πᾶς σὲ ἄνθρωπο πνευματικό, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ διδάξει τὶς μηχανὲς τοῦ διαβόλου, θὰ σὲ διδάξει τὸ δρόμο πῶς θ᾿ ἀνέβεις στὸν οὐρανό. Πάντως μονάχος σου ἂν πᾶς...
Ὅταν βλέπω
μπροστά μου ὅτι ὁ ἄλλος θὰ κάνει ἀντιλογία, ὀπισθοχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν προβεῖ ὁ ἄλλος ὅτι, «Γέροντα, μὰ ἔτσι...». Ὀπισθοχωρῶ ἐγώ. Ὀπισθοχωρῶ. Γιὰ νὰ μὴν ἔρθει ὁ ὑποτακτικός μου σὲ θέση νὰ πεῖ, «Γέροντα, δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω». Ὅταν τὸ βλέπω αὐτό, ὀπισθοχωρῶ, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐγὼ αἰτία νὰ κάνει αὐτὸς παρακοή. Εἶναι καὶ κάποια
διάκριση ἐκεῖ μέσα, νὰ ποῦμε. Ἔτσι εἶναι.
Πάντως, ἕνα εἶναι: Ἡ καλογερικὴ στηρίζεται στὴν ὑπακοή. Δοκίμασα
καὶ τὴν ὑπακοή, δοκίμασα
καὶ τὴν παρακοή. Καὶ τὰ δύο τὰ δοκίμασα. Καὶ εἶδα ὅτι ὅταν κάνει
κανένας ὑπακοή, εἶναι εἰρηνικός, δὲν τὸν ἐλέγχει ὁ λογισμὸς πουθενά!
Ἀνέπαυσες τὸν Γεροντά σου; Ἀνέπαυσες τὸν Θεό σου.
Ἄλλος πάλι ἐπίστευσε τὸν λογισμό του,
κακὰ ἀποτελέσματα εἶχε. Λέει ὁ Γέροντας μετὰ τὴ λειτουργία:
- Πατέρες, καθῆστε νὰ πιοῦμε ἕνα νερό.
- Ναί.
Γέροντα, αὐτὸ ποὺ κάνεις δὲν εἶναι καλό. Οἱ πατέρες νὰ φύγουν σιωπῶντες, νὰ πᾶνε στὰ κελιά τους, στὰ σπίτια τους.
- Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός.
Τώρα ἀρχίζεις καὶ συμβουλεύεις τὸν Γέροντα; Δὲν κάνεις καλά. Νὰ πεῖς, νά ῾ναι εὐλογημένο, Γέροντα.
- Μὰ ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι...
Τὸν κατόρθωσε ὁ πειρασμός, τὸν ἔβγαλε ἀπ᾿ τὴ σκέπη τοῦ Γέροντά του. Πῆγε στὰ Καρούλια. Ἐλαττωματικὰ πνευματικὰ ἔκανε. Πῆγε σ᾿ ἄλλο μέρος. Στὸ τέλος πῆγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ μοῦ λέει:
- Πάτερ-Ἐφραίμ, ὁ τάδε εἶναι ἱερεύς;
- Ὄχι, τοῦ λέω.
- Ὅταν τοῦ χτύπησα τὴν πόρτα, ἄνοιξε καὶ μὲ ἐσταύρωσε, ἔτσι. Λέω: «Εἶστε ἱερεύς;» «Μόλις
τελείωσα τὴ Λειτουργία»,
λέει.
Βλέπετε; Ἐπίστευσε τὸν λογισμό του, ἔφυγε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, ἔφυγε ἀπὸ τοὺς γειτόνους, αὐτοχειροτονήθηκε ἱερεὺς κι ἔτσι τελείωσε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν πιστεύει τὸ λογισμό του. Ἔχεις τὸ λογισμό σου; Νὰ τὸν πεῖς στὸν Γέροντά σου.
Κι ὅτι ὁ Θεὸς φωτίσει τὸν Γέροντα, αὐτὸ ν᾿ ἀκούσεις. Μὴν πιστεύεις τὸν λογισμό σου. Διότι ὁ διάβολος δὲν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο καὶ σὲ πάει ἐκεῖ ποὺ θέλει αὐτός. «Κρεῖσσον τὸ παραβάλλειν ἢ τὸ ἠσυχάζειν».
*
Πέντε χρόνια μὲ πολεμοῦσε ὁ διάβολος νὰ φύγω ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, τὸν
παπα-Νικηφόρο. Οὔτε ἕνα βῆμα δὲν ἔκανα. Ἑωσότου ὁ πόλεμος ἔφυγε μοναχός του.
Τὸ νὰ φύγει κανένας ἀπ᾿ τὸν κόσμο εὔκολο εἶναι· τὸ νὰ βρεῖ ἄνθρωπον ὁδηγό, εἶναι πολὺ δύσκολο! Εἶναι δύσκολο!
Ἂν ἐσὺ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις μέριμνα, ὁ Γέροντας ποὺ εἶναι τόσες ψυχὲς ἀπάνω σ᾿ αὐτὸν καὶ κρεμνιῶνται; Ἐσὺ θὰ πᾶς νὰ πεῖς τὸ λογισμό σου, ὁ ἄλλος θὰ πάει νὰ πεῖ τὸν λογισμό του, ὁ ἄλλος τὸ λογισμό του.
Καὶ τότες ὁ Γέροντας τί γίνεται; Ὅλους τους βαστάζει ὁ Γέροντας; Ἔ, βέβαια, τώρα δὲν βαστάζει ὁ Γέροντας καθολικά, ὁ Χριστὸς τοὺς βαστάζει ὅλους. Ἐν τούτοις ὅμως ὁ Γέροντας τοὺς οἰκονομάει ὅλους.
Ἡ πηγὴ τῆς εἰρήνης, ἡ πηγὴ τῆς χάριτος ἡ πηγὴ τῆς σωτηρίας, ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου εἶναι ὁ Γέροντας.
Ὁ Γέροντας
παρακολουθεῖ τὸ λογισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του:
- Ἔλα ῾δῶ, παιδί μου.
- Ναί, εὐλόγησον.
- Πῶς μὲ βλέπεις;
- Γέροντα, ἄγγελο σὲ βλέπω.
-Καλά. Θὰ ῾ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ μὲ δεῖς ἄνθρωπο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό:
- Πῶς μὲ βλέπεις, παιδί
μου;
- Ἄνθρωπο.
- Αὔριο θὰ μὲ δεῖς ὡς διάβολο.
Ἔ, αὔριο:
- Πῶς μὲ βλέπεις;
- Διάβολο.
Ἔτσι εἶναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ὁ διάβολος -τό ῾χω πάθει,
πατέρες, ἀπὸ πείρα τὸ λέω- ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸν Γέροντα, νὰ σὲ ξεκολλήσει!
Δύο φορὲς πῆγα στὸ σπίτι τοῦ Γέροντος, ἵνα κάνω εὐχέλαιο. ἐκεῖ ἦτο καὶ ἕνα νεαρὸ πρόσωπο, ποὺ μὲ ἐσκανδάλιζε. Καὶ τὶς δύο φορές, εἶπα εἰς τὸν Γέροντά μου,
π. Νικηφόρο, νὰ κάνει
κομποσχοίνι. Τὴν πρώτη φορά,
μόλις ἔφθασα εἰς τὸ σπίτι, ξέχασα
τὸ λογισμό, ἔκανα εὐχέλαιο, καὶ ὅταν ἔφευγα, τότε τὸν ξαναθυμήθηκα.
Τὴ δεύτερη φορὰ ὁ λογισμὸς μὲ τυραννοῦσε, καὶ ὅταν ἄρχισα τὸ εὐχέλαιο. Ὅταν τὸ ἔχρισα τὸ παιδί, τελείως
εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ σκέψη μου ὁ λογισμός.
Μόλις ἐτελείωσα τὸ εὐχέλαιο, καὶ ἔφευγα, ἐπανῆλθε ὁ λογισμός.
Εἶδες τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή, τὸ κομποσχοίνι, ποὺ κάνει ὁ Γέροντας, οἱοσδήποτε κι ἂν εἶναι;
*
Δὲν πρέπει νὰ ἀνέχεσαι νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸν Γέροντά σου! Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ καὶ πρέπον νὰ γίνεται. Νὰ ἀντιδρᾶς, ὅταν ἀκοῦς νὰ λέγουν κάτι κατὰ τοῦ Γέροντός σου.
*
Ἔφθασα στὸ τέρμα. Δὲν ἄντεχα ἄλλο. Ζητοῦσα βοήθεια. Τότε εἶδα τὸ γερο-Ἰωσὴφ στὸν ὕπνο μου. «Μέσ᾿ τὴν καρδιά μου, παιδί μου, σὲ ἔχω»· καὶ ξέρεις πόσο παρηγορήθηκα στὸν σταυρὸ ποὺ κρατοῦσα αὐτὴν τὴν ὥρα!! Πολὺ παρηγορήθηκα· ἔστω καὶ στὸν ὕπνο μου ποὺ εἶδα τὸν Γέροντα.
Ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι βασιλιάς, δὲν ἐλέγχεται.
Ξέρετε πῶς ἤμουνα τότε, ὅταν ἤμουν ὑποτακτικός; Ἤμουν ἀετός!
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν ἔχει λογοθέσιο,
δὲν ἔχει τελώνια, διότι ἔχει τὸ μητρῶο του λευκό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσουν οἱ δαίμονες· ἐννοῶ, ὅταν κάνεις ὑπακοή.
Γιατὶ μᾶς εἶπε κι ἕνα λόγο ὁ Γέροντας: «Ἂν δὲν γίνεις καλὸς ὑποτακτικός, καλύτερα νὰ μὴ γινόσουνα
καλόγερος»! Βαρὺς ὁ λόγος ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια λέει.
Ὁ ἅγιος Δοσίθεος πόσα χρόνια ἔκανε; Ἢ τρία ἢ τέσσερα χρόνια ἔκανε, ἀλλὰ τί ὑποτακτικὸς ἤτανε! Καὶ ἁγίασε! Καὶ ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν Μέγα
Βαρσανούφιο: «Γέροντα, ἀπόλυσέ με, δὲν μπορῶ» (πέθανε
φθισικός), τοῦ λέει: «Ὕπαγε, τέκνον, ἐν εἰρήνῃ, παραστηθι τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν».
Τὸ ἄκουσαν οἱ ἄλλοι
Γεροντάδες. Λένε: «Καλὰ τί ἔκανε αὐτός; Αὐτὸς στὴν ἀκολουθία, στὴ μισὴ ἀκολουθία ἐρχότανε».
Κι ὅταν κατόπιν πῆγε ἕνας ἄλλος Γέροντας σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, στοῦ Ἁγίου Σερίδου τὸ μοναστήρι, καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ δείξει τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἁγίασαν σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Κι ὅλους τοὺς εἶδε.
- Μὰ εἶδα, πατέρες, εἶδα κι ἕναν νεώτερο,
λέει.
- Πῶς τὸν λέν;
- Δὲν ξέρω, δὲν τὸν ρώτησα.
- Πὲς τὰ
χαρακτηριστικά.
- Ἔτσι κι ἔτσι.
- Ἄ, ὁ Δοσίθεος εἶναι!
Βλέπετε λοιπόν; Ἀλλὰ τί ὑπακοὴ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος!
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν φοβᾶται Θεό, ὄχι ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, ὄχι· «ἡ πολλὴ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸ φόβο» (Α´ Ἰω. 4,18).
Παλαιὰ ὁ πάτερ-Μ. ἦρθε στὸ σπίτι μας καὶ ἔκτισε ἕνα τειχάκι ἀπὸ τοῦβλα μικρό, καὶ μετὰ φύσηξε ἕνας πολὺ δυνατὸς ἀέρας. Ξαναῆρθε ἀργότερα στὸ σπίτι μας καί, δὲν ξέρω, ἠθέλησε νὰ χαριεντισθεῖ μὲ μένα. Καὶ μοῦ λέει: «Πῶς αὐτὸ τὸ ντουβάρι δὲν ἔπεσε;» Τοῦ λέω: «Νὰ σοῦ πῶ. Ὅταν ἔφυγες ἐσύ, ἐπῆγα ἐγὼ καὶ τὸ εὐλόγησα καὶ εἶπα, ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντός σου,
καὶ αὐτὸ τὸ στερέωσε· εἰδάλλως ἐσὺ δὲν ἀξίζεις τίποτα».
Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ ἱστορικὸ φανερώνει, νὰ ποῦμε, ὅτι, ὅταν ἄκουσε τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντά του, ἄστραψε τὸ πρόσωπό του, ἔλαμψε. Καὶ λέω, ὄντως αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄντως ὑποτακτικοί.
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάνει ὑπακοή, αὐτὸς βραβεύεται, αὐτὸς ἀμείβεται, αὐτὸς στεφανώνεται. Καὶ ὁ πρῶτος (ὁ ἐντελλόμενος)
βέβαια, ἀλλὰ περισσότερο ὁ ὑποτακτικός. Διότι ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μιμεῖται τὸν Χριστόν.
Γέρων Ἐφραὶμ
Κατουνακιώτης - Λόγοι Διαδαχῆς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου