(Διά τόν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος καί τῆς πίστεως)
Ὕστερα λοιπόν ἀπό ὅλα τά προηγούμενα —μένουν αὐτά τά τρία— τά ὁποῖα σφίγγουν καί διατηροῦν τόν σύνδεσμο ὅλων ‒πίστις, ἐλπίς ἀγάπη, «μείζων δέ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´
Κορ. ιγ´ 13), διότι καί ὁ Θεός ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α´ Ἰωάν. δ´ 16).
Ἐγώ ὅμως τήν μία τήν βλέπω σάν ἀκτῖνα, τήν ἄλλη σάν φῶς καί τήν τρίτη
σάν ἡλιακό δίσκο, καί ὅλες μαζί σάν ἕνα φωτεινό ἀπαύγασμα καί μία καί
τήν αὐτήν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νά ἐπιτελέσει τά πάντα. Ἡ
ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί δέν καταισχύνει
τόν ἐλπίζοντα. Καί ἡ τρίτη, ἡ ἀγάπη, δέν πέφτει ποτέ ἀπό τό ὕψος της
οὔτε σταματᾶ ἀπό τό τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ' αὐτόν πού ἐπλήγωσε μέ
τά βέλη της, νά ἠρεμήση ἀπό τήν «μακαρίαν μανίαν» πού τοῦ ἐπροξένησε.
2. Αὐτός πού θέλει νά
ὁμιλῆ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρῆ νά ὁμιλῆ γιά τόν ἴδιο τόν
Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περί Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλές καί
ἐπικίνδυνο σέ ὅσους δέν προσέχουν. Γιά τήν ἀγάπη γνωρίζουν νά ὁμιλοῦν οἱ
Ἄγγελοι, ἀλλά καί αὐτοί ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους.
Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ
ὁμοιάζει μέ τυφλό πού μετρᾶ στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου.
3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρός
τήν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατόν
στούς ἀνθρώπους. Ὡς πρός τήν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρός δέ
τίς ἰδιότητές της, πηγή πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα
ταπεινώσεως.
4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καί ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ' ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν»
(Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀπάθεια καί ἡ υἱοθεσία μόνο στήν
ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στό φῶς, στήν φωτιά καί
στήν φλόγα, ἔτσι νά σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καί σ' αὐτές. Ὅσο ποσόν
ἀγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δέν ἔχει φόβο, ἤ
εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀγάπη ἤ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
5. Δέν εἶναι ἀπρεπές
ἐάν ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιά τόν πόθο
καί τόν φόβο καί τήν ἐπιμέλεια καί τόν ζῆλο καί τήν δουλεία καί τόν
ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.
Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρός τόν Θεόν, ὡσάν αὐτόν πού ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστής πρός τήν ἐρωμένη του.
Μακάριος ἐκεῖνος πού ἐφοβήθηκε τόν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τόν δικαστή.
Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καί φροντίδα στά πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στόν κύριό τους.
Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιά τίς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τίς γυναῖκες τους.
Μακάριος ἐκεῖνος πού τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρός στόν Κύριον, ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρός στόν βασιλέα.
Μακάριος ἐκεῖνος πού
προσπαθεῖ συνεχῶς νά περιποιεῖται καί νά ἀναπαύη τόν Κύριον, ὅπως ἔτυχε
νά περιποιηθῆ καί νά ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.
Δέν προσκολλᾶται τόσο πολύ ἡ μητέρα στό βρέφος πού θηλάζει, ὅσο ὁ υἱός τῆς ἀγάπης στόν Κύριον.
6. Ὁ πραγματικός
ἐραστής φέρνει πάντοτε στόν νοῦ του τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καί τό
ἐναγκαλίζεται μυστικά μέ ἡδονή. Αὐτός ποτέ, οὔτε καί στόν ὕπνο του δέν
μπορεῖ νά ἡσυχάση, ἀλλά καί ἐκεῖ βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί συνομιλεῖ
μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στόν σωματικό ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καί σ'
αὐτούς πού ἄν καί ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καί ἀσκοῦν τόν πνευματικό
ἔρωτα).
7. Κάποιος πού ἐκτυπήθηκε ἀπό αὐτό τό βέλος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του ‒πρᾶγμα πού μέ κάνει νά θαυμάζω‒ : «Ἐγώ καθεύδω» ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).
8. Πρέπει νά
σημειώσης καί τοῦτο, ὦ ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχή σάν ἄλλη ἔλαφος
ἐξοντώση τά δηλητηριώδη ἑρπετά τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει πρός Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ' 3), διότι πληγώνεται σάν μέ δηλητήριο ἀπό τό πῦρ τῆς ἀγάπης1.
9. Ἐκεῖνο πού
προξενεῖ ἡ πεῖνα εἶναι κάτι πού δέν φαίνεται καί δέν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο
ὅμως πού προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τό ἔντονο καί φανερό πού κάνει
ἔκδηλο σέ ὅλους τόν ἐσωτερικό φλογισμό. Γι' αὐτό καί ἐκεῖνος πού ἐπόθει
τόν Θεόν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν, τόν ἰσχυρόν, τόν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3).
10. Ἐάν τό πρόσωπο
πού ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μέ τήν παρουσία του καί
μᾶς κάνη φαιδρούς καί χαρωπούς καί χωρίς λύπη, τί δέν θά προξενῆ ἆραγε
τό πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικά τήν καθαρή ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικά σέ μία ψυχή, λυώνει καί κατατρώγει τά ρυπαρά πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικά ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη´ 120). Ἐνῶ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζη νά τούς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας», δηλαδή «μᾶς ἐπλήγωσες στήν καρδιά» (Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τούς κάνει ὡρισμένες φορές νά ἀγάλλωνται καί νά λάμπουν ἀπό χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στήν Γραφή: «Ἐπ᾽ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί, «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε´ 13).
Ὅταν λοιπόν ὁλόκληρος
ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καί ἐξωτερικά
στό σῶμα του σάν σέ καθρέπτη δείχνει τήν ἐσωτερική λαμπρότητα τῆς ψυχῆς.
Κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἐδοξάσθη καί ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι
κατέκτησαν τήν ἰσάγγελη αὐτή βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλές φορές τήν σωματική
τροφή. Καί νομίζω ὅτι δέν τήν ἐπιθυμοῦν καί τόσο συχνά, πρᾶγμα ὄχι
ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καί ὁ μή κατά Θεόν πόθος νά κόβη πολλές φορές
τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.
Αὐτῶν πού ἔφθασαν
πλέον σέ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καί τό σῶμα τους δέν θά ἀσθενῆ τόσο
εὔκολα. Διότι κατά κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καί ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ
φλόγα δηλαδή τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τήν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καί
ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καί τό φαγητό πού τρώγουν δέν τούς προξενεῖ
καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν
μυστικά τίς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καί τίς ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τίς
τρέφει μυστικά τό οὐράνιο πῦρ.
12. Ἡ αὔξησις τοῦ
φόβου εἶναι ἀρχή τῆς ἀγάπης. Καί τό τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις
τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος πού ἕνωσε τελείως τίς αἰσθήσεις του μέ τόν Θεόν,
μυσταγωγεῖται στήν θεολογία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐάν ὅμως οἱ αἰσθήσεις
δέν ἔχουν ἑνωθῆ μέ τόν Θεόν, εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά θεολογῆ
κανείς2.
13. Ὁ ἐνυπόστατος
Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός σέ ἐκεῖνον πού θά κατοικήση, θά χαρίση τελεία
ἁγνότητα καί καθαρότητα, νεκρώνοντας τόν θάνατο, (δηλαδή τά πάθη πού
νεκρώνουν τήν ψυχή). Μετά ἀπό τήν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ
φωτίζεται καί γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνός γνωρίζει τόν
Ἁγνόν), ἐφ' ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καί ὅποιος δέν ἐγνώρισε κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον τόν Θεόν, ὁμιλεῖ περί Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τόν μαθητή3, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἁγνεία του αὐτή ἀξιώθηκε νά κηρύξη καί νά στερεώση τά δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ
τόν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τόν ἀδελφό του. Τό δεύτερο
ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον
του, ποτέ δέν θά ἀνεχθῆ ἀνθρώπους πού καταλαλοῦν. Θά φύγη δέ μακρυά ἀπό
αὐτούς σάν ἀπό φωτιά. Ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Κύριον καί
συγχρόνως ὀργίζεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού τρέχει
στόν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μέ αὐτήν περιμένομε τόν μισθό τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπίς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος»,
(δηλαδή πλοῦτος ἑνός πλούτου πού δέν φαίνεται). Ἡ ἐλπίς εἶναι ἀσφαλής
ἀπόκτησις θησαυροῦ πρίν ἀπό τήν ἀπόκτησί του. Αὐτή εἶναι ἀνάπαυσις καί
ἀνακούφισις ἀπό τούς κόπους. Αὐτή εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτή φονεύει
τήν ἀπόγνωσι. Αὐτή εἰκονίζει ἐμπρός μας τά πράγματα πού εὑρίσκονται
μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμός τῆς ἀγάπης. Σ' αὐτήν
εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ' αὐτήν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτήν
περικυκλώνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχός
εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τήν ὁποία κατανικᾶ μέ τήν μάχαιρα τῆς
ἐλπίδος. Ἡ ἐλπίς γεννᾶται ἀπό τήν γεῦσι καί τήν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ
Κυρίου. Διότι αὐτός πού δέν τά ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τήν ἐλπίδα τήν
ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῶ «ἀνήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Παρμ. ια´ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ
τήν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τήν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ
ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγή τοῦ
θεϊκοῦ πυρός —ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει
ἐκεῖνον πού διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καί ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ
πρόοδος εἰς τούς αἰῶνας ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σύ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στίς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τά πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τό μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς».
Ἐπιθυμοῦμε πιά νά ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσύ κυριαρχεῖς σέ ὅλα. Τώρα
μοῦ ἐπλήγωσες τήν καρδιά καί δέν μπορῶ νά ἀνθέξω στήν φλόγα σου. Γι'
αὐτό θά σέ ὑμνήσω καί θά προχωρήσω: Ἐσύ κυριαρχεῖς ἐπάνω στήν δύναμι τῆς
θαλάσσης, ἐσύ καταπραΰνεις καί νεκρώνεις τήν ταραχή τῶν κυμάτων της.
Ἐσύ ταπεινώνεις καί καταρρίπτεις ὡς τραυματία τόν ὑπερήφανο λογισμό. Μέ
τόν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τούς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´
10-11) καί ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τούς ἰδικούς σου ἐραστάς.
«Kαί
βιάζομαι νά μάθω πῶς σέ εἶδε ὁ Ἰακώβ ἐπάνω στήν κορυφή τῆς κλίμακος.
Ἐρωτῶ νά μάθω γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καί ἡ
σύνθεσις στήν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης,
τήν ὁποία ἔβαλε στόν νοῦ καί στήν καρδιά του νά ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής
σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νά μάθω, ποιός ἦταν ὁ ἀριθμός τῶν
βαθμίδων, καί πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιά τήν ἀνάβασι. Διότι τούς μέν
χειραγωγούς τῆς ἀναβάσεως, (τούς Ἀγγέλους δηλαδή), τούς ἀνήγγειλε αὐτός
πού σέ εἶδε καί ἐπάλαιψε μαζί σου4, ἀλλά γιά τίποτε ἄλλο δέν θέλησε ἤ μᾶλλον δέν κατώρθωσε νά μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δέ —ἄν καί θεωρῶ καλύτερο νά εἰπῶ Ἐκεῖνος5— ἡ βασίλισσα, σάν νά ἔσκυψε ἀπό τόν οὐρανό ἔλεγε στά αὐτιά τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά,
δέν λυθῆς ἀπό τήν παχύτητα τοῦ σώματος, δέν θά μπορέσης νά γνωρίσης τό
κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλῖμαξ ἄς σέ διδάσκη τήν πνευματική σύνθεσι
τῶν ἐπί μέρους ἀρετῶν. Στήν κορυφή δέ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι
στηριγμένη ἐγώ, καθώς τό εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος): "Νυνί δέ μένει τά τρία ταῦτα, πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, μείζων δέ
πάντων ἡ ἀγάπη" (Α´ Κορ. ιγ´ 13)».
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ
ἀντίστοιχος πρός ὅσα προηγουμένως ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς
ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμῶντας ὁλόψυχα τίς ἀναβάσεις6, ἀκούοντας αὐτόν πού λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος Κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στά πόδια μας τήν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καί μᾶς ἀνεβάζει σέ ὑψηλούς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νά νικήσωμε δοξολογῶντας Αὐτόν» (Ἀββακ. Γ´ 19).
Νά τρέξετε, παρακαλῶ, μαζί μέ ἐκεῖνον πού λέγει: «Σπουδάσωμεν,
ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς
ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ
πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, πού στήν ἡλικία
τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καί κατεῖχε τήν τριακοστή
βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος. (Ἄς προχωρήσωμε μέχρι τήν τελευταία
βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιά νά συναντήσωμε τόν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ
ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στόν ὁποῖον πρέπει ὁ ὕμνος, στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ
δύναμις καί τό σθένος, στόν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καί ὑπῆρχε
καί θά ὑπάρχη εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γιά τήν κατανόησι
τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι σύμφωνα μέ μία λανθασμένη
ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων ἡ ἔλαφος κατατρώγει τούς ὄφεις, τό δέ δηλητήριό
τους μέσα στόν ὀργανισμό της δημιουργεῖ φλόγωσι καί ἀφόρητη δίψα, ὥστε
νά ἐπιποθῆ «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων». Ἐδῶ χαρακτηρίζεται
ὡς ἔλαφος ἡ ψυχή πού ἀνέβηκε στίς βαθμίδες τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς
ἀπαθείας καί προχωρεῖ τώρα γεμάτη δίψα καί θεῖο πόθο πρός τήν κορυφή τῆς
ἀγάπης.
2. Ἐάν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δέν καταστῆ ἡγιασμένο δοχεῖο τῆς Χάριτος, δέν μπορεῖ νά γίνη θεολόγος. «Πᾶσα προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου —παρατηρεῖ σύγχρονος θεολόγος— ὅπως γίνη μέτοχος τῆς
θεολογίας αὐτοδυνάμως, ἐν τῇ αὐταρκείᾳ τῆς ἐκπεσούσης αὐτοῦ φύσεως καί
τῶν διεσπασμένων καί φύσει ἄλλωστε περιωρισμένων αὐτοῦ δυνατοτήτων εἶναι
ἀνέφικτος... (Καί ἀντί θεολογίας ἔχομεν τότε) τόν περί Θεοῦ
θνητόν ἀνθρώπινον λόγον, ἐντός τοῦ ὁποίου κυοφορεῖται ἐν πολλοῖς τό
σκάνδαλον μιᾶς ἁμαρτανούσης θεολογίας, ἡ ὁποία ἀντί τῆς ζωῆς εἶναι
φορεύς τοῦ θανάτου» Κ. Μουρατίδης, Ἡ θεολογία τῆς Κλίμακος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου «Κοινωνία», ΙΖ´ 2, σελ. 59).
3. Ἐννοεῖ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν εὐαγγελιστή.
4. Πρόκειται γιά τόν πατριάρχη Ἰακώβ. Τό περιστατικό τῆς πάλης του μέ τόν Θεόν περιγράφεται στήν Γένεσι, λβ´ 24-31.
5. «Ἐκεῖνος», δηλαδή ὁ Θεός, ἐφ' ὅσον «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 16).
6. Παρόμοιες προτροπές καί ἐκφράσεις συναντῶνται καί στόν Θεολόγο Γρηγόριο: «Τίς
ἔμπαλιν ἀπό τοῦ τριάκοντα εἰς τόν ἑξήκοντα προελθών εἰς τόν ἑκατόν
ἐτελεύτησεν, ἵνα προβαίνων, ὡς ὁ Ἰσαάκ, μέγας γένηται, πορευόμενος ἐκ
δυνάμεως εἰς δύναμιν καί τάς ὠδάς τῶν Ἀναβαθμῶν ἄδων, καί ἀναβάσεις ἐν
τῇ καρδίᾳ τιθέμενος» (Λόγος 26ος).
ΚΛΙΜΑΞ
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
Εἰσαγωγή-κείμενον-μετάφρασις-
σχόλια-πίνακες
ὑπό Ἀρχιμ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
Εἰσαγωγή-κείμενον-μετάφρασις-
σχόλια-πίνακες
ὑπό Ἀρχιμ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου