Όταν ήδη συνάντησα τους δύο ανωτέρω αδελφούς μου διηγήθηκε ο Γέροντας το εξής:
«M’
επεσκέφθη πρόσφατα ο Πέτρος και ζήτησε να εξομολογηθή. Μα έκαμε τόσον
καθαρή, τόσον ειλικρινή εξομολόγησιν, που δεν μου ξανάτυχε. Μεταξύ άλλων
μου λέγει με όλην του την ειλικρίνειαν:
- Εγώ Γέροντα είμαι ο πιο αμαρτωλός, αλλά είμαι και γεμάτος αρρώστιες και τέλος πάντων είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος. Θέλω να γίνω μοναχός, αλλά μ’ αυτά τα χάλια αισθάνομαι ανάξιος.
Τέτοιαν περίπτωσιν πρώτη φορά συνάντησα. Μη γνωρίζοντας τι να τον συμβουλέψω, του λέω:
- Αφού, παιδί μου σ’ έφερε εδώ η Παναγία, κάθισε λίγο μαζί μου να σε δοκιμάσω.
Έτσι κι έγινε. Εκάθισε. Αφού όμως ήλθε και ο Γιώργος ήδη είχαμε πρόβλημα χώρου. Μου λέει ο Πέτρος:
- Εμένα το επάγγελμά μου είναι υδραυλικός , αλλά λίγο πολύ καταλαβαίνω και από οικοδομικά.
Τότε
δεν χάνω καιρό. Φωνάζω τον πάτερ Παντελή την ξυλόκοτα (τον βουρδουνάρη)
. «Σε παρακαλώ να μου κουβαλήσης λίγα υλικά». Να χαλίκι, να τούβλα,
τσιμέντο κλπ., δεν άργησε ο Πέτρος να κτίση στον άνω όροφο τρία κελλιά.
Μάλιστα με τόσην λεπτομέρειαν και τέχνην που τον εθαύμασα.
Πριν αρχίσουμε το έργον έλεγα: “ Μπορεί αυτός να φύγη˙
όμως τα κελλιά δεν χάνονται”. Όμως τι έγινε; Μόλις του έδειξα πώς ν’
αγρυπνή και πώς να λέη την ευχήν, αμέσως πήρε φωτιά. Έρχεται σε λίγες
νύχτες και μου λέει:
- Γέροντα, τι είναι αυτό το πράγμα; Σαν έλεγα την ευχήν, αμέσως κόλλησε ο
νους μου στην καρδιά και μια ευωδία έβγαινε από μέσα μου, που δεν
λέγεται. Από εκείνην την ώρα η ευχή μέσα μου δουλεύει μόνη της και
έρχονται ασταμάτητοι λυγμοί και δάκρυα.
Μόλις άκουσα έτσι, “α, λέγω˙, αυτός είναι για καλόγηρος”. Του λέγω:
- Αυτό είναι πληροφορία ότι σε θέλει ο Θεός για μοναχόν.
Δεν άργησα κιόλας να τον ονομάσω Πρόδρομον. Όταν αποφάσισα να τον κάμω μοναχόν, συνάντησα άλλη δυσκολία. Μου λέει:
- Εγώ Γέροντα δεν είμαι άξιος να φορέσω μοναχικό σχήμα.
Προς ώραν τον άφησα να ωριμάση ο λογισμός του. Όμως αυτός, από πολλήν απλότητα, το βράδυ κλειδωνόταν όταν κοιμόταν. Του λέω:
- Γιατί παιδί μου, κλειδώνεσαι;
- Να, Γέροντα, φοβούμαι μήπως σαν κοιμάμαι, έλθης και με διαβάσης καλόγερο.
Είδα κι έπαθα να του εξηγήσω ότι κρυφά αυτές οι δουλειές δεν γίνονται».
Έτσι,
λοιπόν, όταν σε λίγους μήνες ο επόμενος της συνοδείας ήταν ο γράφων,
ήδη τα πρώτα κελλάκια ήσαν έτοιμα. Τον Πρόδρομον αυτόν και η ταπεινότητά
μου τον έζησε από κοντά. Πολλές φορές τον βοηθούσα σε οικοδομικές
εργασίες. Σιωπηλός όπως εργαζόταν, κάθε τόσο τον έβλεπα που τραβούσε
βαθειές εισπνοές. Από απορία το είπα στον Γέροντα. Ο Γέροντας μου είπε αυτό που ως προεστώς ήξερε:
«
Να ‘ξερες τι είναι αυτές οι εισπνοές! Σαν δουλεύει ο Πρόδρομος, η ευχή
μέσα του βράζει ασταμάτητα. Η καρδιά του, από την πολλήν ευχήν
μοσχοβολά. Γι’ αυτό και δεν χορταίνει να ρουφά εκείνην την πανευφρόσυνην
ευωδίαν».
Μας
έλεγεν ο Γέροντας εξ όσων εγνώριζεν, προς παραδειγματισμόν, ότι ο
αδελφός αυτός, χάριν του απλοϊκού και απονήρευτου φρονήματός του, πολλές
φορές ανέβαινε με το πνεύμα του σε υψηλές θεωρίες, και μάλιστα μέχρι
εκστάσεως. Λεπτομέρειες όμως απέφευγε να μας αναφέρει.
Ο δε αψευδής Μοναχός Γ. μου εξομολογήθηκε, ότι εμπιστευτικά ο
μακαριστός αυτός αδελφός του ανέφερε το εξής: Πολλές φορές έβλεπε τον
Γέροντά μας παπα Χαράλαμπον , όταν ιερουργούσε, υψωμένο ένα μέτρον πάνω
από το έδαφος. Και μόνο μ’ αυτό
μπορεί καθείς μόνος του να συμπεράνη , ποιος ήταν ο απλοϊκός αυτός
μοναχός, αλλά και ποιος ήταν και ο Γέροντάς του παπα-Χαράλαμπος.
Φαίνεται,
όμως, ότι αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον πειρασμό. Γι’ αυτό και φθονούσε
φοβερά τον αδελφόν αυτόν. Ένας αψευδής αδελφός μου διηγήθηκε ώρα
προσευχής, σαν σε όραμα, ακούει έξω από το καλύβι οχλαγωγία και φωνές δυνατές. Βάζει το αυτί˙ τι
ν’ ακούση! Όλοι μαζί: «Θέλουμε τον Πρόδρομο, τον Πρόδρομο, θέλουμε τον
Πρόδρομο». Κοιτάζη έξω από το παράθυρο και τι βλέπει! Πλήθος φοβερών
γιγάντων που τα κεφάλια τους έφθαναν στην οροφήν, να φωνάζουν. Μόλις
συνέρχεται, τρέχει ο αδελφός αυτός στον Γέροντα τρομαγμένος και το
διηγείται. Και ο σοφός αυτός Γέροντας απαντά: « Επειδή η προσευχή του
Πρόδρομου τους κατακαίει, γι’ αυτό και δεν τον χωνεύουν. Όμως φαίνεται
ότι και αυτός κάποιο δικαίωμα θα τους έδωσε. Για να εξετάσουμε την
υπόθεσιν». Εφώναξε βέβαια τον αδελφόν, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι του
ανέφερε εξομολογητικά.
Ο
αείμνηστος αυτός αδελφός, πραγματικά υπέφερε πολύ από διάφορες
αρρώστιες και, παράλληλα με την πολλήν παρηγορίαν της προσευχής,
αισθανόταν στο σώμα του καθημερινά αφόρητους πόνους. Το γεγονός αυτό τον
ανάγκαζε να ζητά από τον Γέροντα συγκαταβάσεις και οικονομίες…
Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου