ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ·
Κεφάλαιο 1· Πρώτη συνάντηση μέ τόν ἀββά ᾿Ιωσήφ.
AΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῾Ο πολυσέβαστος ἀββάς
᾿Ιωσήφ, τοῦ ὁποίου τίς διδαχές καί τίς ὑποθῆκες θά ἀναπτύξω εὐθύς
ἀμέσως, ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς Γέροντες πού ἀνέφερα σέ κάποια ἄλλη
«Συνομιλία».
῾Ο ἀββάς ᾿Ιωσήφ ἦταν ἀπόγονος ἐπιφανοῦς
οἰκογένειας καί διακεκριμένος πολίτης τῆς πόλεως Θμούεως, τῆς γενέτειράς
του, στήν Αἴγυπτο. ῏Ηταν ἄριστα ἐκπαιδευμένος καί κατεῖχε ἐκτός ἀπό τήν
μητρική του γλώσσα καί τήν ἑλληνική. Τή γνώριζε μάλιστα τόσο καλά, ὥστε
ὅταν συνομιλοῦσε μαζί μας, ἀλλά καί μέ κάθε ἄλλο ξένο πού ἀγνοοῦσε τήν
κοπτική γλώσσα, μποροῦσε νά τή χειρισθεῖ ἄνετα καί νά ἐκφρασθεῖ σ᾿ αὐτή
μέ πολλή ἀκρίβεια. Γι᾿ αὐτό δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά ζητάει, ὅπως οἱ
ἄλλοι μοναχοί, τή βοήθεια κάποιου μεταφραστῆ.
῾Ο Γέροντας ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τόν πόθο
πού εἴχαμε γιά νά ἀκούσουμε τίς διδαχές του καί ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα
στήν ἐπιθυμία μας. Τό πρῶτο πού ζήτησε νά μάθει ἦταν ἄν εἴμασταν
ἀδέλφια. Τοῦ ἀπαντήσαμε πώς, ναί, πράγματι ἤμασταν ἀδέλφια, ἀλλά ὄχι
«κατά σάρκα», ἀλλά «κατά πνεῦμα» καί ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς μας
ἤμασταν ἀχώριστοι φίλοι καί εἴχαμε μαζί ἐπιχειρήσει αὐτό τό μακρύ
ταξίδι. Σκοπός μας, τοῦ εἴπαμε, εἶναι νά προοδεύσουμε πνευματικά καί νά
ἐνταχθοῦμε στό στρατό τοῦ ἐπουράνιου Βασιλιᾶ, στή μοναχική δηλαδή τάξη
πού ἀσκεῖται στήν ἔρημο παρά σ᾿ ἐκείνη τῶν κοινοβίων. Τότε ὁ Γέροντας
μᾶς εἶπε·
Κεφάλαιο 2· Λόγος τοῦ Γέροντα γιά τίς παροδικές φιλικές σχέσεις.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· ῾Υπάρχουν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πολλά εἴδη φιλίας καί δεσμῶν.
Πολλούς τούς ἔκανε ἀρχικά γνώριμους μιά
ἁπλή συνάντηση καί ἀπό τότε ἀνέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις. Κάποιοι
ἄλλοι συνδέθηκαν ἀνταλλάσσοντας ἀγαθά ἤ κάνοντας κάποια ἀγοραπωλησία.
῎Αλλοι δέθηκαν μέ στενή φιλία, ἐξαιτίας τῆς ὁμοιότητας καί τῶν κοινῶν
χαρακτηρολογικῶν στοιχείων πού ὑπῆρχαν μεταξύ τους. Μερικοί, γιά
παράδειγμα, δημιούργησαν ἐμπορικές σχέσεις ἤ γνωρίσθηκαν σέ κάποια
συντεχνία ἤ ἀκόμα καί στίς σπουδές τους. Αὐτή ἡ συνύρπαξη ἤ ἡ συνεργασία
μπορεῖ νά φέρει καί στίς δύο πλευρές τόση ψυχική ἐγγύτητα καί ζεστασιά,
ὥστε νά κάνει νά μαλακώσουν ἀκόμη καί οἱ πιό σκληρές καρδιές. Πολλές
φορές ἀκόμα καί οἱ ληστές, πού ζοῦν σάν τ᾿ ἀγρίμια μέσα στά βουνά καί
στά δάση καί βρίσκουν εὐχαρίστηση ὅταν χύνεται ἀνθρώπινο αἷμα,
ἀφοσιώνονται καί ἀγαποῦν τούς συνεργούς τους στά ἐγκλήματα.
῾Υπάρχει ἀκόμα ἕνα ἄλλο εἶδος ἀγάπης,
πού προέρχεται ἀπό τό φυσικό ἔνστικτο καί ἀπό τή συγγένεια αἵματος.
Εἶναι ὁ δεσμός πού μᾶς δένει μέ τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μας, μέ τόν
σύζυγο ἤ τή σύζυγο. Αὐτό δέν τό συναντοῦμε μόνο στούς ἀνθρώπους, ἀλλά
καί σ᾿ ὅλα τά ζῶα καί στά πουλιά, στά ὁποῖα ἡ φυσική καί στοργική ἀγάπη
τους τά ὠθεῖ στό νά προστατεύουν καί νά ὑπερασπίζουν τή φωλιά τους ἤ τά
μικρά τους. Κι αὐτό μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου πού νά θέτουν τόν ἑαυτό
τους σέ κίνδυνο ἤ ἀκόμη καί νά ὁδηγοῦνται στό θάνατο γιά χάρη τους. Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ ὅλα τά εἴδη τῶν ἄγριων ζώων, τῶν ἑρπετῶν ἤ τῶν
ἁρπακτικῶν πουλιῶν. Αὐτά τά ζῶα, ὅπως, γιά παράδειγμα, τόν βασιλίσκο,
τόν ρινόκερο καί τόν γύπα, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης ἀγριότητάς τους ἤ τοῦ
θανατηφόρου δηλητηρίου τους, τά ἀποφεύγουν ὅλοι, ἀφοῦ καί μόνο ἡ θέα
τους, δημιουργεῖ στόν καθένα αἰσθήματα ἀποστροφῆς. Αὐτά τά ἴδια ὅμως δέν
παύουν νά ζοῦν εἰρηνικά καί νά εἶναι ἀγαπημένα μεταξύ τους, χωρίς νά
βλάπτει τό ἕνα τό ἄλλο. Κι αὐτό ἀσφαλῶς συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς κοινῆς
καταγωγῆς τους καί τοῦ δεσμοῦ πού προκύπτει ἀπ᾿ αὐτήν.
῞Ομως ὅλα αὐτά τά εἴδη ἀγάπης πού
ἀνέφερα, τά ὁποῖα συναντῶνται ἀνάμεσα καί στούς καλούς καί στούς κακούς,
ἀκόμα καί στά ἄγρια ζῶα καί στά ἑρπετά, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν μποροῦν νά
διατηρηθοῦν μέχρι τέλους. Συχνά διακόπτονται καί ἀτονοῦν λόγω τῆς
ἀπόστασης, τῆς λήθης πού φέρνει ὁ χρόνος, τῆς λήξης μιᾶς προφορικῆς
συμφωνίας ἤ τῆς διεκπεραίωσης μιᾶς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς. Καί γενικά αὐτά
τελειώνουν, ὅταν πάψουν νά ὑπάρχουν λόγοι συμφερόντων. ῾Ο σύνδεσμος τῆς
ἀγάπης πού συνήθως προκύπτει ἀπό δεσμούς πού εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπό τήν
ἐπιθυμία τοῦ κέρδους, ἤ ἀπό τό πάθος, ἤ καί ἀπό τή συγγένεια, δέν
ἀντέχουν στό χρόνο καί εὔκολα διαλύονται.
Κεφάλαιο 3· Πῶς θεμελιώνεται σταθερά μιά φιλική σχέση.
᾿Ανάμεσα στίς ποικιλόμορφες φιλικές
σχέσεις πού συνάπτονται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχει μόνο ἑνός εἴδους
φιλία, ἡ ὁποία ποτέ δέν κινδυνεύει νά διαλυθεῖ. ῾Η σχέση αὐτή δέν εἶναι
βασισμένη στίς καλές συστάσεις πού ἔχει κανείς γιά κάποιο πρόσωπο ἤ στίς
περιστατικές γνωριμίες καί στίς κοινές συμφωνίες, οὔτε πάλι ἔχει
συναισθηματική βάση. ᾿Αλλά εἶναι ἡ φιλία ἐκείνη πού ἑδραιώνεται καί
συντηρεῖται, ὅπου ὑπάρχουν κοινά ἐνδιαφέροντα καί ἀρετές. Αὐτή τή φιλία
τή θεωρῶ γνήσια καί πραγματική. Φιλία, πού κανένα ἀπρόοπτο γεγονός δέν
μπορεῖ νά τή διαταράξει. Αὐτή τή σχέση οὔτε ἡ ἀπόσταση μπορεῖ νά τήν
διακόψει, οὔτε ὁ χρόνος εἶναι ἱκανός νά τήν ἀπαλείψει, ἀλλά οὔτε καί
αὐτός ὁ ἴδιος ὁ θάνατος δέν κατορθώνει νά τή διαλύσει. Σ᾿ αὐτή τή σχέση
ὑπάρχει ἡ ἀληθινή καί ἀδιάσπαστη ἀγάπη, ἡ ὁποία αὐξάνει μέ τήν
τελειότητα καί τήν ἀρετή πού εἶναι ἰσόβαθμη καί στούς δύο φίλους. ῞Οταν
αὐτός ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης ἑδραιωθεῖ, ποτέ πλέον δέν κόβεται οὔτε ἀτονεῖ
ἀπό τή διαφορετικότητα τῶν χαρακτήρων οὔτε ἀποδυναμώνεται ἀπό τίς
ἀντίρροπες ἐπιθυμίες καί τά θελήματα.
῎Εχουμε γνωρίσει ἀσφαλῶς πολλούς πού
συνδέθηκαν μ᾿ αὐτό τό τρόπο, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἄν καί ξεκίνησαν βασισμένοι
στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί δημιούργησαν τήν πιό θερμή φιλία, ἐντούτοις
δέν μπόρεσαν νά διατηρήσουν αὐτή τή σχέση συνεχή καί ἀδιάπτωτη. Τό
ξεκίνημα τῆς σχέσης τους ἦταν ἀσφαλῶς καλό, ἀλλά δέν ἔδειξαν στήν πορεία
ἰσόβαθμο ζῆλο, ὥστε νά παραμείνουν σταθεροί στό στόχο τους. ῾Η φιλία
τους ἦταν ἀπό ἐκεῖνες τίς σχέσεις πού δέν διαρκοῦν γιά πολύ χρόνο·
γιατί, τήν ἀγάπη τους δέν τήν ἔτρεφε καί δέν τήν συντηροῦσε ἡ ἀρετή καί
τῶν δύο προσώπων, ἀλλά τήν κρατοῦσε ζωντανή ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπείνωση
τοῦ ἑνός.
Μιά τέτοια φιλία, ὅσο μεγαλόψυχη καί
ἀκούραστη κι ἄν δείχνει, ὅμως, μέ τό νά τή διατηρεῖ μόνο ὁ ἕνας μέ τήν
ὑπομονή του, εἶναι καταδικασμένη νά διαλυθεῖ. Κι αὐτό, ἐξαιτίας τῆς
μικροψυχίας τοῦ ἄλλου. Γιατί, ὅσο κι ἄν ὑπομένουν οἱ δυνατοί μέ ζῆλο καί
σταθερότητα τίς ἀκαταστασίες τῶν ἀδυνάτων –οἱ ὁποῖοι ὅμως ὁραματίζονται
τήν τελειότητα, χωρίς ὅμως νά καταβάλουν γι᾿ αὐτό κανένα τίμημα– δέν θά
φθάσουν ποτέ στήν τέλεια ἀγάπη. Γιατί τελικά, οἱ ἀδύναμοι δέν θά
μπορέσουν νά ἀντέξουν αὐτή τή σχέση. Κατά συνέπεια οἱ αἰτίες τῆς
ταραχῆς, πού δέν θά τούς ἐπιτρέψουν νά παραμείνουν εἰρηνικοί καί
ἀγαπημένοι, βρίσκονται μέσα στό βάθος τῆς δικῆς τους καρδιᾶς.
Αὐτό παρατηροῦμε ὅτι συμβαίνει καί σέ
ἐκείνους πού ὑποφέρουν ἀπό κάποια σωματική ἀσθένεια. Αὐτοί ἀποδίδουν τήν
ἀποστροφή τους πρός τά φαγητά, στήν ἀμέλεια τῶν μαγείρων ἤ τῶν
διακονητῶν τους, ἐνῶ αὐτή ὀφείλεται ἀποκλειστικά στήν ἀρρώστια τους.
῞Οσο λοιπόν, κι ἄν φροντίσει κανείς αὐτούς τούς ἀνθρώπους, αὐτοί δέν θά
παύσουν νά καταλογίζουν στούς ὑγιεῖς τήν αἰτία τῆς ἀνορεξίας τους. Κι
αὐτό γιατί καθόλου δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτή βρίσκεται μέσα τους καί
ὅτι ὀφείλεται στήν κακή κατάσταση τῆς ὑγείας τους.
Γι᾿ αὐτό τό λόγο, ὅπως εἶπα, ὁ δεσμός τῆς πιστῆς καί ἄρρηκτης φιλίας βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει ἡ ἀρετή. Διότι, «ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς πού εἶναι ἔρημοι, χωρίς φίλο, τούς δίνει σπίτι καί οἰκογένεια» (Ψαλμ. 67, 7).
῾Η ἀγάπη δέν μπορεῖ νά διατηρηθεῖ ἀδιάπτωτη παρά μόνο μεταξύ ἐκείνων
πού ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό, τήν ἴδια θέληση καί πού συμφωνοῦν ἤ ἀρνοῦνται
μέ ὁμογνωμία κάποια πράγματα.
῎Αν ἐπιθυμεῖτε κι ἐσεῖς, νά διατηρήσετε
τή φιλία ζωντανή καί μόνιμη, ἀγωνισθεῖτε νά ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τά πάθη σας
καί νά νεκρώσετε τά θελήματά σας. Κατόπιν, ἔχοντας τόν ἴδιο σκοπό καί
στόχο, ζεῖστε μέ ἀνδρεῖο φρόνημα. Νά οἰκοδομεῖσθε μέ δεσμούς ἀδελφικούς,
νά ἀναστρέφεσθε μέ τήν ἀγάπη ἐκείνη, τήν ὁποία ἐξυμνώντας εὐφρόσυνα ὁ
Προφήτης ἔλεγε· «Πόσο ὡραῖο εἶναι, πόσο εὐχάριστο, νά κατοικοῦν μαζί οἱ ἀδελφοί!» (Ψαλμ. 132, 1). Καί δέν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς ὁ Προφήτης τήν ὀμορφιά τοῦ τόπου τῆς διαμονῆς, ἀλλά τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ ταυτότητα τοῦ πνεύματος.
Πράγματι, δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε τό νά
εἴμαστε ἑνωμένοι, τό νά ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη, καί νά ἔχουμε
διαφορετικό τρόπο ζωῆς καί διαφορετικές ἐπιδιώξεις. ᾿Αντίθετα, ἐκείνους
πού στηρίζονται στόν κοινό ἀγώνα γιά τήν ἀρετή, δέν τούς χωρίζουν οἱ
τόποι καί οἱ ἀποστάσεις. Οἱ κοινοί στόχοι καί οἱ πνευματικές ἐπιδιώξεις
συγκροτοῦν τήν ἀδελφοσύνη καί ὄχι ἡ συγκατοίκηση καί ἡ παραμονή στόν
ἴδιο τόπο. Γι᾿ αὐτό καί ἡ εἰρήνη ποτέ δέν μπορεῖ νά παραμείνει ἀκύμαντη,
ὅπου ὑπάρχουν ἀντίθετες ροπές καί ἐμμονή στά θελήματα.
Κεφάλαιο 4· Πρέπει νά ἐκτελοῦμε κάποιο ὠφέλιμο ἔργο, ἄν δέν συμφωνεῖ μ᾿ αὐτό ὁ ἀδελφός μας;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Πολλές φορές ὅμως,
᾿Αββά, ὁ ἕνας ἀπό τούς φίλους ἐπιθυμεῖ νά κάνει κάτι πού τό θεωρεῖ καλό
καί σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἄλλος δέν συμφωνεῖ καθόλου μ᾿
αὐτή τήν ἐνέργεια. Θά πρέπει τότε νά ἐκτελέσει ἐκεῖνος τό σχέδιό του,
ἀδιαφορώντας γιά τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀδελφοῦ του, ἤ εἶναι καλύτερα νά τό
ἐγκαταλείψει γιά νά μή λυπήσει τόν ἀδελφό του;
Κεφάλαιο 5· ῾Η σταθερή φιλία δέν ὑφίσταται οὔτε μπορεῖ νά διατηρηθεῖ παρά μόνο μεταξύ τῶν τελείων.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς εἶπα πώς
τό χάρισμα τῆς φιλίας δέν θά μποροῦσε ποτέ νά παραμείνει ὁλοκληρωμένο
καί ἀδιασάλευτο παρά μόνο μεταξύ τῶν τελείων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
ἀγωνίζονται ἐξίσου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν
κοινή θέληση καί σκοπό, δέν ἀνέχονται ποτέ νά ἀντιδικοῦν οὔτε καί στό
ἐλάχιστο. Αὐτό ἰσχύει, ἀκόμα καί γιά θέματα πού ἀφοροῦν τήν πρόοδο στήν
πνευματική ζωή. ῎Αν οἱ φίλοι ἀρχίζουν νά φιλονικοῦν καί νά ἐκφράζονται
μέ ἐμπάθεια, εἶναι φανερό –μέ βάση ὅσα μέχρι τώρα ἔχουμε πεῖ– ὅτι οἱ
καρδιές τους δέν ἦταν ποτέ πραγματικά ἑνωμένες.
Στήν ἀρχή τῆς πορείας μας ὅμως δέν
διαθέτουμε τήν τελειότητα. Θά πρέπει νά ξεκινήσει κανείς ἀπό τή βάση. Θά
πρέπει δηλαδή νά θέσει πρῶτα–πρῶτα τά θεμέλια. Μή ζητᾶτε λοιπόν νά
μάθετε τί εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη φιλία, ἀλλά πῶς θά κατορθώσετε νά τή
φθάσετε. Γι᾿ αὐτό θά πρέπει στήν ἀρχή νά ποῦμε δυό λόγια γιά τόν τρόπο
πού θά πρέπει νά ἐργασθεῖτε, ὥστε νά ὁλοκληρώσετε αὐτό τό σκοπό. Εἶναι
ἀπαραίτητο, μ᾿ ἄλλα λόγια, νά σᾶς ἀνοίξω ἕνα μονοπάτι, στό ὁποῖο θά
βαδίσετε μέ ἀσφάλεια, ὥστε νά μπορέσετε νά ἀποκτήσετε εὐκολότερα τό
ἀγαθό τῆς ὑπομονῆς καί τῆς εἰρήνης.
Κεφάλαιο 6· Πῶς μπορεῖ νά διατηρηθεῖ ἀδιάσπαστη ἡ ἑνότητα καί ἀδιάσειστη ἡ ἀγάπη.
Τό πρῶτο θεμέλιο τῆς ἀληθινῆς φιλίας
εἶναι ἡ περιφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ ἐγκατάλειψη κάθε
ἰδιοκτησίας. Θά ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀστοχία καί ἡ ἄκρα ἀσέβεια, ἐνῶ ἔχουμε
ἀπαρνηθεῖ τήν ματαιότητα τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί ὅ,τι αὐτή περικλείει, νά
προτιμήσουμε τά εὐτελή προσωπικά μας ἀντικείμενα, δηλαδή νά ἐπιλέξουμε
νά διατηρήσουμε τήν ἰδιοκτησία μας, σέ βάρος τῆς ἀνεκτίμητης ἀγάπης τοῦ
ἀδελφοῦ μας.
Στή συνέχεια θά πρέπει καθένας μας νά
κόψει τό δικό του θέλημα ἀπό φόβο μήπως, κρίνοντας τόν ἑαυτό του
ἐξυπνότερο καί συνετότερο, προτιμήσει τή δική του γνώμη ἀπό αὐτή τοῦ
ἀδελφοῦ του.
Τό τρίτο πράγμα, τό ὁποῖο θά πρέπει νά
μᾶς γίνει βεβαιότητα εἶναι ὅτι ὅλα, ἀκόμη καί τά πλέον χρήσιμα καί
ἀπαραίτητα στή ζωή, εἶναι λιγότερης ἀξίας καί σημασίας μπροστά στό
ὕψιστο ἀγαθό τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης.
Τέταρτη ἐπιδίωξή μας θά πρέπει νά εἶναι
τό νά πιστέψουμε πώς γιά καμμιά ἀπολύτως αἰτία, δίκαιη ἤ ἄδικη, δέν
ἐπιτρέπεται νά ὀργιζόμαστε.
῾Η πέμπτη φροντίδα μας θά πρέπει νά
ἐπικεντρωθεῖ στό νά προσπαθήσουμε νά θεραπεύσουμε τό θυμό πού ἔχει ὁ
ἀδελφός μας ἐναντίον μας, ἔστω καί ἄν αὐτός εἶναι ἐντελῶς ἄδικος. Νά τό
κάνουμε μάλιστα μέ τόση προθυμία καί ζῆλο, ὅση ἀντίστοιχα θά δείχναμε ἄν
ἤμασταν ἐμεῖς στή θέση του. ῎Αν δέν ἀναζητήσουμε, μέ ὅ,τι μέσο
μποροῦμε, τρόπους γιά νά ἐξαλείψουμε τήν ταραχή ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ
μας, τότε θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό πάθος του αὐτό θά ζημιώσει καί
τή δική μας ψυχή. Θά ἀναστατωθοῦμε δηλαδή τόσο, σάν νά ἤμασταν ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πάθους τοῦ θυμοῦ.
Τό τελευταῖο, πού θανατώνει ἀναμφίβολα
ὅλα τά ἄλλα πάθη, εἶναι τό νά συλλογιζόμαστε ἀδιάλειπτα πώς ἀνά πᾶσα
στιγμή μπορεῖ νά φύγουμε ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή. ῾Η «μνήμη τοῦ θανάτου» δέν θά
ἐπιτρέψει νά παραμείνει στήν καρδιά μας οὔτε κάν ἡ σκιά καί τῆς
ἐλάχιστης θλίψης. Αὐτή ἡ εὐεργετική «μνήμη» θά καταπνίξει κάθε ἐμπαθή
κίνηση καί κάθε κακή ἐπιθυμία.
῎Αν κρατήσουμε σταθερά αὐτές τίς ἀρχές,
δέν θά ὀργισθοῦμε οὔτε ποτέ θά προκαλέσουμε στούς ἄλλους τήν πίκρα πού
φέρνει ἡ ὀργή καί ἡ διχόνοια. ῎Αν, ἀντίθετα, ξεφύγει κανείς ἀπ᾿ αὐτές
τίς ράγες, τότε ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης θά χύσει ἀνεπαίσθητα μέσα στίς
καρδιές τῶν φίλων τό φαρμάκι τῆς θλίψης. ῎Ετσι, διαφωνία στή διαφωνία, ἡ
ἀγάπη λίγο-λίγο θά ψυχραίνεται καί τελικά οἱ καρδιές –ἐφόσον ἤδη ἀπό
πολύ καιρό εἶναι πληγωμένες– θά σκληρυνθοῦν καί θά χωρίσουν μιά καί γιά
πάντα.
᾿Εκεῖνος ὅμως πού βαδίζει στό μονοπάτι
πού ἀναφέραμε προηγουμένως, δέν ἔχει κανένα λόγο νά διαφωνήσει μέ τό
φίλο του. Πράγματι, μέ τό νά μή διεκδικεῖ κανείς ποτέ κανένα πράγμα,
εἶναι εὐνόητο ὅτι κόβει αὐτόματα καί τήν πρωταρχική αἰτία τῆς ὀργῆς.
Γιατί, συνήθως, οἱ ἀντιδικίες γεννιοῦνται ἀπό τίς διαφωνίες γιά τήν
ἀπόκτηση μικροπραγμάτων ἤ ἀντικειμένων πού δέν ἔχουν καμμιά ἀξία. ῞Ενας
ἄνθρωπος ὅμως πού θέλει νά διατηρήσει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, προσπαθεῖ
μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά τηρεῖ αὐτό πού ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν
᾿Αποστόλων, σχετικά μέ τήν ἑνότητα πού ἐπικρατοῦσε μεταξύ τῶν πρώτων
χριστιανῶν· «῞Ολο τό πλῆθος ἐκείνων πού εἶχαν πιστέψει στό Εὐαγγέλιο», λέει ὁ Εὐαγγελιστής,
«εἶχαν μιά καρδιά καί μιά ψυχή. Καί κανείς δέν θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπό τά
ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, ἀλλά ὅλα τά εἶχαν κοινά» (Πράξ. 4, 32).
῞Ενας ἄνθρωπος πού ζεῖ μ᾿ αὐτό τόν
τρόπο, δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά σπείρει τή διχόνοια. Γιατί αὐτός εἶναι
σκλάβος τοῦ θελήματος τοῦ ἀδελφοῦ του καί ὄχι τοῦ δικοῦ του. Αὐτός
γίνεται μιμητής τοῦ Κυρίου καί Δημιουργοῦ του, πού ἔλεγε· «῎Εχω
κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὡς ἄνθρωπος στή γῆ, γιά νά κάνω ὄχι τό θέλημά
μου, ἀλλά τό θέλημα ἐκείνου πού μέ ἔχει στείλει» (᾿Ιωάν. 6, 38).
῎Ετσι, ποτέ δέν θά δινόταν ἀφορμή ἐξαιτίας του νά πέσει διχόνοια ἀνάμεσα
σ᾿ αὐτόν καί στό φίλο του. Γιατί ἕνας ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται καί κόβει
τό θέλημά του, ἔχει ὡς βασική ἀρχή του τό νά μήν ἐμπιστεύεται στήν
κρίση του, ἀλλά νά προτάσσει πάντα τό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ του. ῎Εχοντας
λοιπόν αὐτό ὡς κριτήριο, θά ἀκολουθοῦσε ἤ θά ἀρνιόταν, ἀναλόγως, τά δικά
του θελήματα, λέγοντας μαζί μέ τόν Κύριο· «Πατέρα μου… ἄς γίνει ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλ᾿ ὅπως θέλεις ἐσύ» (Ματθ. 26, 39).
῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος δέν θά ἐπέτρεπε
ποτέ στόν ἑαυτό του νά πράξει καί τό παραμικρότερο πράγμα πού θά λυποῦσε
τόν ἀδελφό του. Γιατί αὐτός δέν θεωρεῖ τίποτε πολυτιμότερο ἀπό τό ἀγαθό
τῆς εἰρήνης καί δέν ξεχνᾶ οὔτε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει· «᾿Απ᾿ αὐτό θά καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθηταί, ἐάν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας» (᾿Ιωάν. 13, 35).
῾Ο Κύριος ἤθελε αὐτή ἡ ἀγάπηνά χαρακτηρίζει τά λογικά πρόβατα τοῦ
ποιμνίου Του καί νά τά διακρίνει μέσα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὡς ἕνα ἰδιαίτερο
σημεῖο ἀναγνώρισής τους, σάν σφραγίδα, θά λέγαμε καί σάν χαρακτηριστικό
ἀποτύπωμα.
῾Ο πιστός χριστιανός γιά κανένα ἀπολύτως
λόγο, δέν θεωρεῖ δικαιολογημένο τό νά ἀφήσει τή μνησικακία καί τή θλίψη
νά εἰσχωρήσουν στήν καρδιά του ἤ νά παραμείνουν ἐξαιτίας του στήν
καρδιά κάποιου ἄλλου. Γιατί τό πάθος τοῦ θυμοῦ, εἶναι ὀλέθριο καί
ἐντελῶς ἀθέμιτο. Γι αὐτό καί δέν θά μποροῦσε ποτέ νά καλυφθεῖ ἀπό
κανενός εἴδους δικαιολογία.
Εἶναι ἀδύνατον νά προσευχηθεῖ κανείς, ἄν
ὁ ἀδελφός του ἔχει κάτι ἐναντίον του. ᾿Ακριβῶς τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει
καί στήν περίπτωση πού ἐκεῖνος ἔχει κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γι᾿
αὐτό ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος κρατάει διαρκῶς μέσα στήν ταπεινή καρδιά
του τά λόγια τοῦ Κυρίου καί Λυτρωτῆ μας πού λέει· «῞Οταν προσφέρεις
τό δῶρο σου στό Ναό κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι
ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ μπροστά στό θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ τό δῶρο σου
καί πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό σου· καί τότε ἔλα νά
προσφέρεις τό δῶρο σου» (Ματθ. 5, 23-24).
Σέ τίποτα δέν θά ὠφελοῦσε τό νά δηλώνει
κανείς ὅτι δέν τρέφει στήν καρδιά του θυμό. ᾿Ασφαλῶς πλανᾶται οἰκτρά, ἄν
κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ἔχει θυμό ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του καί
συγχρόνως περιφρονεῖ μέ ὑπεροψία καί σκληροκαρδία τή θλίψη του. Γιατί
μόνο μ᾿ αὐτό δέν ἐκπληρώνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀποστολικό λόγο πού λέει, «ἡ δύση τοῦ ἡλίου ἄς μή σᾶς βρίσκει ἀκόμη ὀργισμένους» (᾿Εφεσ. 4, 26)· καί τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού προειδοποιεῖ λέγοντας, «ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο πρέπει νά καταδικαστεῖ ἀπό τό δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22).
Καί αὐτό, γιατί αὐτός θά μποροῦσε, μέ τήν συγκαταβατική καί ἐπιεική
συμπεριφορά του, νά διαλύσει κάθε στενοχώρια ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ
του. Μέ τό νά μήν ἔχει ὅμως ἐνεργήσει ἔτσι, διατρέχει πλέον τόν κίνδυνο
–ἐξαιτίας τῆς δικῆς του συμπεριφορᾶς– νά κατηγορηθεῖ ὡς παραβάτης τῆς
ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Γιατί ᾿Εκεῖνος πού εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά ὀργίζεται
κανείς ἐναντίον τοῦ πλησίον του, εἶπε ταυτόχρονα καί ὅτι δέν πρέπει νά
ἀψηφᾶ καί τή θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ του. Διότι γιά τόν Θεό, «ὁ ῾Οποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι» (Α´ Τιμ. 2, 4),
ἔχει τήν ἴδια σημασία εἴτε χαθεῖ ὁ ἕνας εἴτε ὁ ἄλλος. Εἶναι ἐξίσου
ὀδυνηρό γιά τόν Θεό, ὅποιος ἀπ᾿ τούς δύο κι ἄν ὁδηγηθεῖ στόν αἰώνιο
θάνατο. Τό ἴδιο καί ὁ ᾿Αντίδικος, πού χαίρεται μέ τήν καταστροφή καί τόν
ἀφανισμό τῶν ἀνθρώπων, ἔχει τό ἴδιο κέρδος, εἴτε χαθεῖ ὁ ἕνας εἴτε ὁ
ἄλλος.
Τελικά, εἶναι ποτέ δυνατόν νά κρατήσει
κανείς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του καί τήν ἐλάχιστη ἔστω δυσάρεστη διάθεση,
ἄν πιστεύει ὅτι ἐνδέχεται κάθε μέρα, ἤ καλύτερα κάθε στιγμή, νά φύγει
ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο;
Κεφάλαιο 7· Τίποτε νά μήν θεωροῦμε ἀνώτερο ἀπό τήν ἀγάπη καί τίποτε χειρότερο ἀπό τό θυμό.
῞Οπως ἀκριβῶς δέν πρέπει νά βάζουμε
τίποτε μπροστά ἀπό τήν ἀγάπη, ἔτσι πρέπει καί νά θεωροῦμε ὅτι δέν
ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ἀπό τήν ὀργή καί ἀπό τό θυμό. ᾿Οφείλουμε νά
θυσιάζουμε τά πάντα, ὅσο χρήσιμα καί ἀπαραίτητα κι ἄν φαίνονται, γιά νά
ἀποφύγουμε τήν ἀναταραχή πού φέρνει αὐτό τό πάθος. Καί ἐπιπλέον, πρέπει
νά ἀποδεχόμαστε καί νά ὑπομένουμε τό καθετί, ἀκόμα κι ἄν αὐτό μᾶς
φαίνεται βαρύ καί ἀσήκωτο, ὥστε νά διατηρήσουμε ἀδιασάλευτη τήν ἀγάπη
καί τήν εἰρήνη. Νά εἴσαστε βέβαιοι πώς δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ὀλέθριο
ἀπό τό θυμό καί τή λύπη, ὅπως καί τίποτε πιό γλυκό καί πιό ὠφέλιμο ἀπό
τήν ἀγάπη.
Κεφάλαιο 8· Πῶς δημιουργοῦνται διαφωνίες μεταξύ τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
᾿Ανάμεσα στούς ἀδελφούς πού ἀκόμη εἶναι
ἀδύναμοι καί διέπονται ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, ὁ δαίμονας δέν ἀργεῖ νά
σπείρει τήν ὀργή καί τήν ἀσυνεννοησία μέ ἀφορμή πράγματα εὐτελή καί
τιποτένια. Στούς πνευματικούς ὅμως ἀνθρώπους, ὁ Πονηρός φέρνει τή
διάσταση μέ τή διαφορά τῶν ἀντιλήψεων. Αὐτή εἶναι, χωρίς καμιά
ἀμφιβολία, ἡ συνηθισμένη αἰτία τῶν προστριβῶν καί τῶν διενέξεων, τίς
ὁποῖες καταδικάζει ὁ ᾿Απόστολος. Αὐτές ἀκριβῶς δίνουν τήν εὐκαιρία στόν
ζηλόφθονο ᾿Εχθρό, νά ὁδηγήσει στήν ἀντιδικία καί στό χωρισμό ἀδελφούς
πού μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν ὁμόψυχοι. ῾Ο σοφός Σολομώντας λέει κάτι
σχετικό· «Τό μίσος», λέει, «προξενεῖ διαμάχες, ἀλλά αὐτούς πού δέν φιλονικοῦν τούς σκεπάζει ἡ ἀγάπη τῆς φιλίας» (Παροιμ. 10, 12).
Κεφάλαιο 9· Γιά τό ὅτι πρέπει νά ἐξαλείψουμε καί τίς διχόνοιες πού ἀνακύπτουν ἀκόμα καί πάνω σέ πνευματικά θέματα.
῾Η πρώτη αἰτία πού γεννάει τίς διαφωνίες
μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ἀφορᾶ σχεδόν πάντα στή διεκδίκηση γήινων καί φθαρτῶν
πραγμάτων. Πρέπει λοιπόν νά περιφρονοῦμε καθετί πού σχετίζεται μέ τά
ἐπίγεια καί νά ἐπιτρέπουμε σ᾿ ὅλους τούς ἀδελφούς νά χρησιμοποιοῦν
ἐξίσου ὅλα, ἀκόμα καί τά πιό ἀπαραίτητα γιά μᾶς, ἀντικείμενα. ᾿Αλλά κι
αὐτό δέν θά ἦταν ἀρκετό, ἄν δέν καταφέρουμε νά ξεριζώσουμε ἐπίσης καί τή
δεύτερη αἰτία τῶν διεκδικήσεων καί τῆς διχόνοιας. Καί αὐτή εἶναι ἡ
διαφορά τῶν ἀπόψεων πάνω σέ πνευματικά θέματα. ᾿Εκεῖνο λοιπόν πού
προέχει γιά τή διατήρηση τῆς ἀγάπης, εἶναι τό νά καταφέρει κανείς, μέ τή
βοήθεια τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος, νά συμπλεύσει μέ τούς ἀδελφούς του μέ
σύμπνοια καί ὁμοφροσύνη. Νά ἀγωνισθεῖ δηλαδή, ὥστε τό θέλημά του νά
συμπορευθεῖ μέ τό θέλημα καί τούς στόχους τῶν ἀδελφῶν του.
Κεφάλαιο 10· Γιά τόν καλύτερο τρόπο ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας.
Θυμᾶμαι ὅτι τόν καιρό πού, λόγω τῆς
νεαρῆς ἡλικίας μου, ἀπέφευγα τή μόνωση καί ζητοῦσα νά συγκατοικῶ μέ
κάποιον ἀδελφό, πολύ συχνά συνέβαινε νά βλέπουμε ὁρισμένα πράγματα, πού
ἀφοροῦσαν τήν πνευματική μας πορεία ἤ τήν κατανόηση ἁγιογραφικῶν χωρίων,
ἀπό διαφορετική ὀπτική γωνία. ᾿Επιμέναμε μάλιστα καθένας μας στήν ἄποψή
του, σάν νά ἦταν αὐτή ἡ πιό λογική καί ἡ πιό σωστή σκέψη σ᾿ ὁλόκληρο
τόν κόσμο. ῞Οταν ὅμως, στή συνέχεια, καθόμασταν μαζί καί συζητούσαμε τίς
θέσεις μας συνέβαινε πρῶτα ὁ ἕνας μας νά διαπιστώνει ὅτι ἡ ἄποψή του
εἶναι ὄχι μόνο λανθασμένη, ἀλλά καί ἐπικίνδυνη. Σέ λίγο, μετά ἀπό πολλή
συζήτηση, καί οἱ δύο ὁμόφωνα ἀποκηρύτταμε ὅ,τι προηγουμένως ὑποστηρί- ζα
με μέ πάθος ὡς σωστό καί ἀλάνθαστο.
Κι ὅμως πρίν, μέ τή δαιμονική συνέργεια,
νομίζαμε ὅτι αὐτές οἱ ἀπόψεις μας ἔλαμπαν σάν τό φῶς. ῎Ετσι, πολύ
εὔκολα αὐτές θά μποροῦσαν νά σκορπίσουν ἀνάμεσά μας τή διχόνοια, ἄν ἡ
ἐντολή τῶν Γερόντων μας, τήν ὁποία τηρούσαμε σάν ἐντολή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ
Θεοῦ, δέν μᾶς εἶχε προφυλάξει ἀπό κάθε φιλονικία. Οἱ Γέροντές μας μᾶς
εἶχαν διδάξει αὐτή τήν ἀρχή, τήν ὁποία ἔπρεπε νά τηροῦμε ὡς ἀπαράβατο
κανόνα. Μᾶς ἔλεγαν δηλαδή, ὅτι δέν πρέπει ποτέ οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος
νά ἐμπιστεύεται στή δική του κρίση περισσότερο ἀπό αὐτήν τοῦ ἀδελφοῦ
του, ἄν αὐτός βέβαια ἤθελε, νά μήν γίνει ποτέ ἕρμαιο τῆς πανουργίας τοῦ
διαβόλου.
Κεφάλαιο 11· ῞Οποιος ἐμπιστεύεται τή δική του κρίση, εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγει τίς ἀπάτες τοῦ διαβόλου.
῎Εχει ἐπαληθευθεῖ πολλές φορές αὐτό πού λέει ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι δηλαδή «ὁ σατανάς ἀλλάζει ὡς πρός τήν ἐμφάνιση καί τή συμπεριφορά του καί μεταβάλλεται σέ φωτεινό ἄγγελο» (Β´ Κορ. 11, 14). Κι
αὐτό, γιά νά παρουσιάσει μέ δόλο κάποιες παραμορφωμένες καί σκοτεινές
σκέψεις, σάν αὐτές νά ἦταν τό ἀληθινό φῶς τῆς γνώσης. Γιά νά γλυτώσει
κανείς ἀπό τέτοιου εἴδους σκέψεις, θά πρέπει, μέ ταπεινή καί γεμάτη
πραότητα καρδιά, νά τίς ἐκθέσει σέ κάποιον πιό ὥριμο καί ἔμπειρο ἀδελφό,
ἤ σέ ἕνα Γέροντα φθασμένο στήν ἀρετή. Μετά ἀπό τήν κρίση ἐκείνου μπορεῖ
πλέον νά δεχθεῖ ὡς θετικές καί ἀκίνδυνες τίς σκέψεις του ἤ ἀντίστροφα
νά τίς ἀπορρίψει. Διαφορετικά, ἐνδέχεται νά τιμήσει κανείς τόν δαίμονα
σάν ἄγγελο τοῦ φωτός καί ἔτσι νά χαθεῖ μέ τόν πιό ὀλέθριο θάνατο.
᾿Εκεῖνος πού ἐμπιστεύεται τή λογική του
καί τήν κρίση του, κινδυνεύει σίγουρα νά πέσει σέ τέτοιου εἴδους παγίδα,
ἐκτός κι ἄν ἀγαπήσει τήν ἀληθινή ταπείνωση καί τήν κάνει τρόπο καί
κανόνα τῆς ζωῆς του. Θά πρέπει κανείς μέ συντριβή καρδιᾶς νά ἀκολουθήσει
τήν παρότρυνση τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «᾿Εάν ὑπάρχει κάποια
ἐνθάρρυνση τήν ὁποία δίνει ἡ πίστη στόν Χριστό, κάποια παρηγοριά πού
προέρχεται ἀπό ἀγάπη, ἐάν μετέχετε καί σεῖς στά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος, ἐάν ἔχετε εὐσπλαχνία καί συμπόνια, τότε (σᾶς παρακαλῶ)
γεμίστε τήν καρδιά μου μέ χαρά, μέ τό νά ἔχετε ὅλοι τά ἴδια φρονήματα,
τήν ἴδια ἀγάπη μεταξύ σας, μέ τό νά εἴσαστε μιά ψυχή, ζώντας μέ ὁμόνοια.
Νά μήν κάνετε τίποτε ἀπό διάθεση φιλονικίας ἤ κενοδοξίας, ἀλλά μέ
ταπεινοφροσύνη ὁ ἕνας νά θεωρεῖ τόν ἄλλον ἀνώτερό του» (Φιλιπ. 2, 1-3).
Καί ἀλλοῦ πάλι ὁ ἴδιος λέει· «Νά συναγωνίζεσθε ποιός θά δείξει
περισσότερη ἐκτίμηση στόν ἄλλο» (Ρωμ. 12, 10), ὥστε ὁ καθένας νά
θεωρεῖ τόν ἀδελφό του πιό γνωστικό καί πιό ἅγιο ἀπό τόν ἑαυτό του, καί
νά πιστεύει ὅτι ἡ ἀληθινή καί τέλεια διάκριση βρίσκεται στήν κρίση τοῦ
ἄλλου μᾶλλον, παρά στή δική του σοφία.
Κεφάλαιο 12· Στίς Συνάξεις δέν πρέπει νά περιφρονοῦνται οἱ άδελφοί πού ὑστεροῦν σέ γνώση καί εὐφυΐα.
Συμβαίνει συχνά, κάποιος πού ἀπό τή φύση
του εἶναι πολύ εὐφυής ἄνθρωπος νά ἀντιλαμβάνεται κάτι λανθασμένα. Κι
αὐτό ἀσφαλῶς προέρχεται εἴτε ἀπό ἐξαπάτηση τοῦ διαβόλου εἴτε ἀπό
ἀνθρώπινη πλάνη. Γιατί δέν ὑπάρχει κανείς σ᾿ αὐτή τή ζωή πού σάν
ἄνθρωπος νά μήν ὑπόκειται σέ ἀδυναμίες καί σέ λάθη. ᾿Αντίθετα, κάποιος
ἄλλος, λιγότερο ἔξυπνος καί ἱκανός, μπορεῖ νά βλέπει τά πράγματα πιό
σωστά καί πιό καθαρά.
Κανείς λοιπόν, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι,
δέν θά πρέπει νά φουσκώνει ἀπό ματαιοδοξία καί νά νομίζει ὅτι δέν
χρειάζεται νά συζητᾶ τίς ἀπόψεις του μέ τόν ἀδελφό του. Γιατί, ἔστω κι
ἄν ὁ ἴδιος δέν θά κινδύνευε νά πέσει στίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί νά
λαθέψει στήν κρίση του, ὅμως εἶναι σίγουρο ὅτι δέν εἶναι καί
ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἀπειλή τῆς πτώσης του στήν ἔπαρση καί στήν
ὑπερηφάνεια.
Ποιός θά μποροῦσε ἀλήθεια νά ἰσχυρισθεῖ
ὅτι δέν διέτρεχε αὐτό τόν κίνδυνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος –αὐτό τό «σκεῦος
ἐκλογῆς», στό ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Χριστός, ὅπως ἴδιος ὁ ᾿Απόστολος τό
βεβαιώνει (Β´ Κορινθ. 13, 3)–
ἀφοῦ αὐτός ἀνέβηκε στήν ῾Ιερουσαλήμ μόνο καί μόνο γιά νά κοινοποιήσει
στούς ἄλλους ᾿Αποστόλους καί νά ὑποβάλει στήν κρίση τους τό Εὐαγγέλιο
πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, κήρυττε στούς ἐθνικούς, μετά τήν ἀποκάλυψη πού
εἶχε δεχθεῖ ἀπό τόν Κύριο; (Γαλ. 2, 1-2).
᾿Από ὅλα αὐτά λοιπόν συμπεραίνουμε ὅτι, ἡ
ὑπακοή μας σ᾿ αὐτό τόν κανόνα πού θέσπισαν οἱ Πατέρες μας, δέν διατηρεῖ
μόνο τήν ὁμοθυμία καί τήν ἀδελφική ἀγάπη, ἀλλά καί μᾶς προφυλάσσει
ἐπίσης ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐνέδρες τοῦ διαβόλου, καί ἀπό ὅλες τίς παγίδες τῶν
ψευδαισθήσεων πού ὁ ἐχθρός συνεχῶς μᾶς στήνει.
Κεφάλαιο 13· ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλά μιά ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ῾Αγία Γραφή θεωρεῖ τόσο σπουδαία τήν
ἀρετή τῆς ἀγάπης, ὥστε ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά
δηλώσει ὅτι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο ἀνήκει στόν Θεό, ἀλλά ὅτι αὐτή εἶναι ὁ
῎Ιδιος ὁ Θεός· «῾Ο Θεός», λέει, «εἶναι ἀγάπη καί ὅποιος ζεῖ
μέσα στήν ἀγάπη καί τήν ἀσκεῖ συνεχῶς, μένει μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός
μένει μέσα του» (Α´ ᾿Ιωάν. 4, 16).
᾿Αλλά κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νιώθουμε ἔντονα
ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι θεϊκή, γιατί ζοῦμε σάν ζωντανή πραγματικότητα αὐτό πού
λέει ὁ ᾿Απόστολος· «῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πλημύρισε τίς καρδιές μας μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα πού μᾶς δόθηκε» (Ρωμ. 5, 5).
Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τή Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὁ Θεός κατοίκησε μέσα
στίς καρδιές μας. ῞Οταν λοιπόν ἐμεῖς δέν ξέρουμε πῶς καί τί νά
ζητήσουμε στήν προσευχή μας, ὁ Παράκλητος «μεσιτεύει γιά μᾶς καί
ἐμπνέει στούς πιστούς χριστιανούς στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά
ἐκφρασθοῦν μέ λέξεις. ῾Ο Θεός ὅμως, πού βλέπει τά βάθη τῆς καρδιᾶς,
γνωρίζει τί θέλει νά πεῖ τό Πνεῦμα, διότι Αὐτό μεσιτεύει γιά τούς
Χριστιανούς πρός τόν Θεό καί σύμφωνα μέ τό θέλημά του» (Ρωμ. 8, 26-27).
Κεφάλαιο 14· Γιά τίς διάφορες κατηγορίες τῆς ἀγάπης.
Μποροῦμε λοιπόν, νά προσφέρουμε σ᾿ ὅλους τήν ἀγάπη μας. Αὐτή τήν ἀγάπη ἐννοεῖ ὁ ᾿Απόστολος ὅταν λέει· «Νά κάνουμε τό καλό σέ ὅλους, πρό παντός ὅμως σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη μέ μᾶς» (Γαλ. 6, 10). ῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς δίνει ἐντολή νά ἀγαποῦμε κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς μας· «Νά ἀγαπᾶτε», λέει, «τούς ἐχθρούς σας» (Ματθ. 5, 44).
᾿Αλλά ἡ διάθεση αὐτή τῆς καρδιᾶς, δηλαδή
ἡ εὐαισθησία καί ἡ τρυφερότητα τῆς ἀγάπης, δίνεται μόνο σέ πολύ λίγους
ἀνθρώπους. Αὐτή παραχωρεῖται σέ ὅσους ἔχουν κοινούς στόχους καί
ὁμοφροσύνη.
᾿Εξάλλου ἡ ἴδια αὐτή «διάθεσις» τῆς
καρδιᾶς ἐκφράζεται ποικιλόμορφα. ῎Αλλη εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς γονεῖς
καί ἄλλη ἡ συζυγική. ῎Αλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν «κατά σάρκα ἀδελφῶν»
καί ἄλλη ἡ πατρική. ᾿Αλλά καί μέσα σ᾿ αὐτές τίς σχέσεις ἀγάπης
παρατηρεῖται καί πάλι μεγάλη διαφορά, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἀγάπη τῶν
γονέων πρός τά παιδιά, ἡ ὁποία ἔχει πολλές ἐκφράσεις καί διαβαθμίσεις.
῎Ας πάρουμε τήν περίπτωση τοῦ Πατριάρχη ᾿Ιακώβ. ῾Ο ᾿Ιακώβ ἦταν πατέρας
δώδεκα παιδιῶν καί τά ἀγαποῦσε ὅλα μέ μιά γνήσια πατρική ἀγάπη. ῎Ενιωθε
ὡστόσο μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη στοργή πρός τόν ᾿Ιωσήφ. ῾Η ῾Αγία Γραφή λέει
ξεκάθαρα γι᾿ αὐτόν· «῞Οταν εἶδαν οἱ ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιωσήφ ὅτι ὁ
πατέρας τους τόν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα παιδιά του,
φθόνησαν καί μίσησαν τόν ᾿Ιωσήφ» (Γεν. 37, 4). Αὐτός ὁ δίκαιος,
αὐτός ὁ ἀληθινός πατέρας, ἀσφαλῶς δέν ἀγαποῦσε λιγότερο τά ἄλλα παιδιά
του. ᾿Αλλά στρεφόταν μέ περισσότερη γλυκύτητα, στοργή καί ἐπιείκεια πρός
τόν ᾿Ιωσήφ, σάν νά ἔβλεπε στό πρόσωπό του τήν προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ.
Διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι καί ὁ ἅγιος
᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος ἐθεωρεῖτο ὁ πιό ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου,
πράγμα πού φαίνεται ξεκάθαρα στό Εὐαγγελικό χωρίο πού λέει· «῞Ενας ἀπό τούς μαθητές, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς» (᾿Ιωάν. 13, 23).
῾Ο Κύριος βέβαια περιέβαλε μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί στοργή καί τούς ἄλλους
ἕνδεκα Μαθητές τούς ὁποίους εἶχε ἐπιλέξει, γιά εἰδική ἀποστολή, ὅπως
καί τόν ᾿Ιωάννη. Αὐτή τήν εὔνοια πρός τούς ᾿Αποστόλους τήν πιστοποιεῖ ὁ
῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅταν λέει· «Καθώς ἐγώ σᾶς ἀγάπησα ἔτσι καί σεῖς νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον» (᾿Ιωάν. 13, 34). Σ᾿ αὐτούς ἀσφαλῶς ἀναφέρεται ὁ Εὐαγγελιστής ὅταν λέει· «῾Ο
᾿Ιησοῦς… στούς δικούς του, τούς ὁποίους τώρα ἄφηνε στόν κόσμο, καί τούς
ὁποίους εἶχε κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ἀγαπήσει, τούς
ἔδειξε καί τώρα θερμή καί τέλεια ἀγάπη» (᾿Ιωάν. 13, 1). ῎Ετσι, ἡ
ἰδιαίτερη στοργή πού ὁ Κύριος ἔδειξε πρός τόν ᾿Ιωάννη, δέν ὑπονοοῦσε
ταυτόχρονα καί ὅτι ἡ ἀγάπη Του γιά τούς ἄλλους ᾿Αποστόλους ἦταν
λιγότερη. Αὐτή ἡ στοργική εὔνοια ἀπό τόν Κύριο πρός τόν ᾿Ιωάννη
προσφερόταν ὡς δωρεά γιά τήν καθαρότητα τῆς παρθενίας καί ὡς ἀμοιβή γιά
τήν τέλεια ἁγνότητά του. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστής ὑπογραμμίζει
ὅτι αὐτή ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου πρός τόν ᾿Ιωάννη ἦταν ἰδιαίτερη
καί ξεχωριστή. ᾿Επιπλέον, ἐκεῖνο πού θέλει νά τονίσει ὁ Εὐαγγελιστής,
εἶναι τό ξεχύλισμα τῆς στοργῆς πρός «τόν ἠγαπημένο Μαθητή» καί ὄχι τό
ὅτι ὁ Κύριος δέν ἀγαποῦσε ἐξίσου καί ὅλους τούς ἄλλους Μαθητές.
Κάτι παρόμοιο βρίσκουμε ἐπίσης στό ῏Ασμα ᾿Ασμάτων ὅπου ἡ Νύμφη λέει· «Τάξατε ἐπ᾿ ἐμέ ἀγάπην» (῏Ασμ. 2, 4).
Συνεπῶς μιλᾶμε γιά μιά ἀγάπη, πού χωρίς νά ἀποστρέφεται καί νά μισεῖ
κανέναν, ξεχύνεται ἀφειδώλευτα σέ κάποιους, πού κατά κάποιο τρόπο τό
δικαιοῦνται. Ξεχωρίζει δηλαδή κανείς ὁρισμένους ἀνθρώπους, τούς ὁποίους
θεωρεῖ ὡς ἰδιαίτερα ἐκλεκτούς, χωρίς αὐτό ἀσφαλῶς νά σημαίνει ὅτι δέν
ἀγαπᾶ καί ὅλους τούς ἄλλους συνανθρώπους του. Πολλές φορές μάλιστα καί
ἀνάμεσα στούς ἐκλεκτούς καί στούς πιό ἀγαπημένους, ὑπάρχουν μερικοί
στούς ὁποίους κανείς δίνει μιά θέση ὑψηλότερη στήν καρδιά του.
Κεφάλαιο 15· Αὐτοί πού προσπαθοῦν νά κρύβουν τήν ταραχή τή δική τους, ἤ τοῦ ἀδελφοῦ τους, τό μόνο πού καταφέρνουν εἶναι νά τήν αὐξάνουν.
῾Υπάρχουν ὅμως, ἀντίθετα, καί κάποιοι
ἄλλοι ἀδελφοί πού συμπεριφέρονται –καί καλύτερα νά μήν εἶχα ἀντιληφθεῖ
πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο– μέ ἔντονο πεῖσμα καί ἰδιαίτερη σκληρότητα.
Αὐτοί, ὅταν ταραχθοῦν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ τους, ἤ ὅταν ὁ ἀδελφός τους
ἔχει κάτι ἐναντίον τους, προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἀντίδραση πού ἔχει
ἀναστατώσει τήν ψυχή τους, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά συνδιαλλαχθοῦν μαζί τους μέ
ταπείνωση, δίνοντάς τους ἐνδεχομένως τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις. ᾿Αλλά
ὅμως ἀποφεύγουν νά τό κάνουν αὐτό καί προσπαθοῦν νά ξεπεράσουν τή
φουρτούνα πού ἔχει κτυπήσει τήν ψυχή τους μέ ἄλλες ὑπεκφυγές, ὅπως, γιά
παράδειγμα, μέ τό νά ψάλλουν ἀδιάφορα, σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ ἀπολύτως
τίποτα. Νομίζουν ὅτι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο θά μετριάσουν τήν πίκρα πού
πλημμυρίζει τήν καρδιά τους. ᾿Αλλά αὐτή «ἡ εὐγενής περιφρόνηση» δέν
συντελεῖ σέ τίποτε ἄλλο, παρά μόνο στό νά αὐξήσει τή φωτιά μέσα τους. ῾Η
ταραχή αὐτή θά εἶχε ἀσφαλῶς σβύσει ἀμέσως, ἄν οἱ ἴδιοι εἶχαν ταπεινωθεῖ
καί εἶχαν ἐκφράσει τόν πόνο καί τήν μετάνοιά τους. ῎Αν ἔτσι εἶχαν
ἐνεργήσει, τότε θά εἶχαν σίγουρα γιατρέψει καί τή δική τους πληγή, ἀλλά
καί τόν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ τους. Κάνοντας ὅμως τούς ἀδιάφορους συντηροῦν
καί τρέφουν τή στενοκαρδία τους ἤ καλύτερα τήν ὑπερηφάνειά τους. Δέν
χτυποῦν ἔτσι τή ρίζα πού γεννάει τίς προστριβές. Αὐτοί ἔχουν ἐντελῶς
λησμο νήσει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει· «῞Οποιος ὀργίζεται
ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ ἀπό τό
δικαστήριο. ῞Οταν προσφέρεις τό δῶρο σου στό Ναό κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ
ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ τό δῶρο σου μπροστά στό
θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ καί πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό
σου· καί τότε ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου» (Ματθ. 5, 22-24).
Κεφάλαιο 16· ῾Ο Θεός δέν δέχεται τίς προσευχές πού Τοῦ προσφέρουμε, ἐάν ὁ ἀδελφός μας εἶναι λυπημένος μαζί μας.
῾Ο Κύριος δέν εὐαρεστεῖται ἀπό αὐτή τή
συμπεριφορά μας, καί μάλιστα ὅταν ἐμεῖς περιφρονοῦμε ἀδιάφορα τή λύπη
τοῦ ἀδελφοῦ μας. ῎Αν ὁ ἀδελφός μας ἔχει κάτι ἐναντίον μας, ὁ Κύριος δέν
θέλει κάν νά δεχθεῖ τά δῶρα μας. Δέν μᾶς ἐπιτρέπει δηλαδή νά Τοῦ
προσφέρουμε τίς προσευχές μας, ὅσο ἀκόμα δέν προσπαθοῦμε νά
συνδιαλλαγοῦμε καί νά βγάλουμε ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ τή θλίψη, εἴτε
αὐτή εἶναι δικαιολογημένη εἴτε ὄχι. ῾Ο Κύριος δέν λέει, ἀφῆστε ἐδῶ τήν
προσφορά σας καί πηγαίνετε νά συμφιλιωθεῖτε μέ τόν ἀδελφό σας, ἄν αὐτός
ἔχει δικαιολογημένα παράπονα ἀπό σᾶς, ἀλλά λέει· «᾿Εάν θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου».
Αὐτό σημαίνει· ᾿Ακόμα κι ἄν αὐτό πού προκάλεσε τήν ψυχική ἀναστάτωση
τοῦ ἀδελφοῦ σας εἶναι ἀσήμαντο, ἐφόσον ἦρθε στό νοῦ σας, νά ξέρετε ὅτι
δέν πρέπει νά προσφέρετε στόν Κύριο τά πνευματικά δῶρα τῶν προσευχῶν
σας, πρίν νά σφουγγίσετε μέ γλυκύτητα ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ σας τή
θλίψη, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ αἰτία πού τήν προκάλεσε.
Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο μᾶς παραγγέλει τό
Εὐαγγέλιο νά φερόμαστε στούς ἀδελφούς μας, ὅταν αὐτοί ἔχουν κάτι
ἐναντίον μας, ἀκόμα κι ἄν ἡ παρεξήγηση ἔχει συμβεῖ ἀπό παλιά ἤ εἶναι
ἐντελῶς ἀσήμαντη. ᾿Εμεῖς ὅμως, ἐνῶ κάτι ἔχει συμβεῖ πρόσφατα καί ἔχει
διαταράξει τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό, καί μάλιστα ἐξαιτίας μας,
ἀδιαφοροῦμε καί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Τί θά γίνει λοιπόν μέ
μᾶς τούς δύστυχους; Εἴμαστε φουσκωμένοι ἀπό διαβολική ὑπερηφάνεια πού
μᾶς ἐμποδίζει νά ταπεινωθοῦμε. Δέν θέλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἐμεῖς
φταῖμε γιά τή λύπη τοῦ ἀδελφοῦ μας. Τό ἀτίθασο πνεῦμα μας δέν
καταδέχεται νά ὑποταχθεῖ στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. ᾿Ισχυριζόμαστε συχνά
ὅτι οἱ Εὐαγγελικές ἐντολές εἶναι ὑπερβολικές καί ὅτι δέν εἶναι δυνατόν
νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κρίνοντας ὅμως ἀνεφάρμοστες ἤ ὑπερβολικές τίς
ἐντολές πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔχει δώσει, γινόμαστε, ὅπως λέει ὁ
᾿Απόστολος, «ὄχι ἐκτελεστές τοῦ νόμου ἀλλά κριτές του» (᾿Ιακ. 4, 11).
Κεφάλαιο 17· Μερικοί ἔχουν τή λανθασμένη γνώμη ὅτι πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή στίς προστριβές μας μέ τούς κοσμικούς, ἀλλά ὄχι σ᾿ αὐτές πού ἔχουμε μέ τούς πνευματικούς ἀδελφούς μας.
Πόσο ἐπίσης θά ἔπρεπε νά θρηνοῦμε καί
γιά ἕνα ἀκόμα λάθος πού κάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα τόσο συχνά!
Συμβαίνει, πράγματι, ἐνῶ διαπληκτίζονται δυό ἀδελφοί, νά ἐπεμβαίνει
ἕνας τρίτος γιά νά τούς μονοιάσει, παρακαλώντας τους νά ἠρεμήσουν. Αὐτός
τούς θυμίζει ὅτι δέν πρέπει ποτέ κανείς νά θυμώνει καί πολύ περισσότερο
νά κρατάει θυμό ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς μᾶς προτρέπει καί τό
ἱερό Εὐαγγέλιο πού λέει· «῞Οποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ ἀπό τό δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22). Καί ὁ ᾿Απόστολος ἐπίσης λέει· «῾Η δύση τοῦ ἥλιου νά μή σᾶς βρίσκει ὀργισμένους» (᾿Εφεσ. 4, 26).
᾿Αντί ὅμως αὐτοί πού μαλώνουν νά ἠρεμήσουν καί νά σταματήσουν τόν
καυγά, ἀρχίζουν νά δικαιολογοῦνται καί νά λένε· ῎Αν ἕνας ἄθεος ἤ ἕνας
κοσμικός μᾶς εἶχε κάνει ἤ μᾶς εἶχε πεῖ κάτι παρόμοιο τότε ναί, θά
ὀφείλαμε νά τόν ὑπομείνουμε, τότε θά ὑπῆρχε γι᾿ αὐτόν κάποια
δικαιολογία. ᾿Αλλά μπορεῖ κανείς νά ὑπομείνει ἀτάραχα ἕναν ἀδελφό, πού
ἐνῶ πρέπει νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός ἐνεργεῖ
συνειδητά τήν ἀνομία, ἐξαπολύοντας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του τόσο
προσβλητικά λόγια;
Αὐτά προτάσσει ὡς δικαιολογία ὁ
ὀργισμένος ἄνθρωπος, λές καί ὀφείλουμε νά εἴμαστε ὑπομονετικοί μόνο μέ
τούς ἄπιστους καί μέ τούς ἁμαρτωλούς καί ὄχι μέ ὅλους γενικά τούς
συνανθρώπους μας. Λές καί ὁ θυμός, πού εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ὅταν
ἐκδηλώνεται ἐνάντια σ᾿ ἕναν εἰδωλολάτρη, γίνεται θεμιτή συμπεριφορά,
ὅταν ξεσπάει ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας.
῞Οποιος θυμώνει γιά κάτι πού τοῦ ἔγινε
καί παραμένει πεισματικά στήν ταραχή του, διαπράττει τό ἴδιο σφάλμα μέ
ἐκεῖνον πού κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του ὡς ἁμαρτωλό καί παραβάτη. Κι αὐτό
ἀφορᾶ σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅποιος κι ἄν εἶναι δηλαδή αὐτός πού τοῦ
ἔχει προκαλέσει τήν ταραχή.
Τί στενοκεφαλιά, ἤ καλύτερα, τί
παραφροσύνη εἶναι αὐτή; Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν χάσει κάθε λογική. Δέν
καταλαβαίνουν τό οὐσιαστικό νόημα τοῦ Εὐαγγελικοῦ χωρίου πού
προαναφέραμε. Γιατί τό Εὐαγγέλιο δέν λέει ὅτι πρέπει νά τιμωρεῖται μόνο
ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον κάποιου ἀλλόφυλου ἤ ἑτερόδοξου, ἐνῶ, ὅταν
θυμώνει κανείς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, συγχωρεῖται. ᾿Αλλά αὐτοί
ἑρμηνεύουν ἔτσι τό Εὐαγγελικό αὐτό χωρίο, γιατί ἀσφαλῶς, ἔτσι τούς
συμφέρει. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως λέει ξεκάθαρα· «῞Οποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ» (Ματθ. 5, 22).
Καί σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, πρέπει νά θεωροῦμε ὅλους τούς
ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς μας. Τό ὄνομα μάλιστα «ἀδελφός», σ᾿ αὐτό τό
Εὐαγγελικό χωρίο, δηλώνει κυρίως τούς πιστούς τῆς ᾿Εκκλησίας καί τούς
συντοπίτες μας καί ὄχι τούς ἀλλόφυλους καί τούς ἑτερόδοξους στούς
ὁποίους, ὅπως νομίζουν μερικοί, ὀφείλουμε νά εἴμαστε περισσότερο
ἐπιεικεῖς.
Κεφάλαιο 18· Μερικοί δείχνουν ὅτι κάνουν ὑπομονή, ἀλλά μέ τή σιωπή τους προκαλοῦν τό θυμό τοῦ ἀδελφοῦ τους.
Συχνά πλανιόμαστε, ὅταν πιστεύουμε ὅτι
εἴμαστε ὑπομονετικοί καί πράοι, ἐπειδή δέν καταδεχόμαστε νά ἀπαντήσουμε
στήν πρόκληση τοῦ ἀδελφοῦ μας. Πρέπει νά ξέρουμε ὅμως ὅτι τήν ὥρα πού
κρατᾶμε αὐτή τήν πικρόχολη σιωπή, ἤ ὅταν κάνουμε μιά κοροϊδευτική
χειρονομία, τότε οὐσιαστικά χλευάζουμε τούς ταραγμένους ἀδελφούς μας καί
μ᾿ αὐτό τό ἀπαθές προσωπεῖο τούς ἐξοργίζουμε, καί μάλιστα πολύ
περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι θά εἶχε κάνει ἡ ὀργισμένη ἀντίδρασή μας. Νομίζουμε
ὅτι δέν εἴμαστε διόλου ἔνοχοι ἀπέναντι στόν Θεό, ἐπειδή δέν ἀπαντήσαμε
ἄσχημα καί δέν πέσαμε στά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ ὅμως
δέν μετρᾶνε μόνο τά λόγια, ἀλλά κυρίως καί πρωταρχικά ἀξιολογεῖται ἡ
προαίρεση. Γιατί λογίζεται ὡς ἁμαρτία ὄχι μονάχα ἡ πράξη, ἀλλά κυρίως ἡ
ἐπιθυμία καί ἡ πρόθεση. Στήν Κρίση θά μᾶς ζητηθεῖ ἀσφαλῶς λόγος ὄχι μόνο
γι᾿ αὐτό πού πράξαμε, ἀλλά καί γι᾿ αὐτό πού εἴχαμε σκοπό νά πράξουμε
καί δέν τό πραγματοποιήσαμε. Γιατί ἁμαρτία δέν εἶναι μονάχα τό
ἀποτέλεσμα, δηλαδή ἡ σύγχυση πού δημιουργήθηκε ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς.
᾿Αλλά λογίζεται ἐξίσου ἁμαρτία καί ἡ πρόθεση ἐκείνου πού τήν προκάλεσε.
῾Ο Κύριος κατά τήν Κρίση δέν θά ζητήσει λόγο γιά τό πῶς δημιουργήθηκε ἡ
ταραχή, ὅσο γιά τό ποιός τήν προκάλεσε. Αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι τό
ἀποτέλεσμα, δηλαδή ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία καί ὄχι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο
διαπράχθηκε.
Τί σημασία ἔχει ἄν σκοτώσουμε τόν ἀδελφό
μας ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τό μαχαίρι ἤ ἄν τόν σπρώξουμε πρός τό θάνατο μέ
δολιότητα; Εἴτε μέ ὅπλο εἴτε μέ δολοπλοκία συμβεῖ τό φονικό, τό σίγουρο
εἶναι ὅτι αὐτός θά πεθάνει ἐξαιτίας μας. ῎Αν ἀφήσουμε ἀπροστάτευτο ἕναν
τυφλό πού βρίσκεται στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί αὐτός πέσει, θά εἶναι
ἄραγε λιγότερο κακό, ἀπό τό νά τόν σπρώχναμε μέ τά ἴδια μας τά χέρια;
Γιατί θά μποροῦσε ἀσφαλῶς κάποιος νά τόν συγκρατήσει, ἀλλά δέν τό ἔκανε.
Καί μάλιστα, τήν ὥρα πού τόν ἔβλεπε νά εἶναι σκυμμένος στό γκρεμό καί
νά κινδυνεύει ἄμεσα. Δέν θά ἦταν πραγματικά τό ἴδιο ὑπεύθυνος γιά τό
θάνατο τοῦ τυφλοῦ, ὅποιος θά μποροῦσε νά τόν συγκρατήσει, τή στιγμή πού
αὐτός βρισκόταν στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί δέ τό ἔκανε; Μήπως θά
εἴμασταν ἐγκληματίες μόνο ἄν στραγγαλίζαμε μέ τά ἴδια μας τά χέρια τόν
πλησίον μας καί θά ἤμασταν ἀθῶοι ἄν τοῦ ἑτοιμάζαμε τό σχοινί ἤ ἄν τοῦ τό
περνούσαμε στό λαιμό, ἤ τουλάχιστον ἄν δέν τοῦ τό βγάζαμε, ἔστω καί τήν
τελευταία στιγμή, ἐνῶ εἴχαμε ἀκόμα τό χρόνο καί τή δυνατότητα νά τό
κάνουμε;
Κατά τόν ἴδιο τρόπο, σέ τίποτε δέν
ἐξυπηρετεῖ ἡ σιωπή μας τήν ὥρα τῆς ἀντιδικίας, ἄν αὐτή παίρνει τή θέση
τῆς βρισιᾶς καί τῆς ἀντιλογίας ἤ ἄν τή συνδυάζουμε μέ κάποιες
χειρονομίες, οἱ ὁποῖες θά ἐξοργίσουν ἀσφαλῶς περισσότερο αὐτόν πού
προσπαθοῦμε νά κατευνάσουμε καί ἔτσι θά γίνουμε αἰτία τῆς καταστροφῆς
του.
Γινόμαστε μεγαλύτεροι ἐγκληματίες καί
μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι φροντίζουμε νά καλύψουμε φίλαυτα τήν ἀδιαφορία
μας, θέλοντας νά δικαιωθοῦμε. Κι αὐτό τό κάνουμε τή στιγμή πού βλέπουμε
πώς ὁ ἀδελφός μας κινδυνεύει ἄμεσα κι ἐμεῖς θά μπορούσαμε ἀσφαλῶς νά τοῦ
συμπαρασταθοῦμε. Μιά τέτοια σιωπή θά εἶναι ἀσφαλῶς γιά ὅλους ὀλέθρια.
Γιατί, καθώς αὐξάνει ἡ θλίψη στήν καρδιά τοῦ πλησίον μας, γεννιέται
συγχρόνως καί στή δική μας. Σέ τέτοιου εἴδους συμπεριφορές ἀπευθύνεται ὁ
Προφήτης ὅταν λέει· «᾿Αλλοίμονο σέ σένα πού ποτίζεις τούς ἀνθρώπους
καί τούς μεθᾶς, θολώνοντάς τους τό νοῦ, γιά νά εἰσέλθεις καί νά
ἐρευνήσεις τίς οἰκίες τους. Πιές καί σύ καί μέθυσε ἀπό τό ποτήρι τῆς
ὀργῆς τοῦ Κυρίου καί, ἀντί γιά τήν προηγούμενη δόξα σου, δοκίμασε τώρα
τήν ἀτιμία» (᾿Αββακ. 2, 15-16). Κι ἕνας ἄλλος Προφήτης ἐπίσης λέει· «Καθένας
νά φυλάγεται ἀπό τόν φίλο του καί νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη οὔτε στόν
ἀδελφό του. Γιατί ὁ ἀδελφός ἐξαπατᾶ τόν ἀδελφό καί ὁ φίλος δολιεύεται
τόν φίλο» (῾Ιερ. 9, 4-5)· διότι «σάν τόξο τεντωμένο εἶναι ἡ
γλώσσα τους, ἕτοιμη νά συκοφαντήσει. Στή χώρα ἐπικρατεῖ τό ψέμα κι ὄχι ἡ
ἀλήθεια, ἀπό τό ἕνα κακό πέφτουν στό ἄλλο καί ἀρνοῦνται νά γνωρίσουν
ἐμένα, τόν ἀληθινό Θεό» (῾Ιερ. 9, 3).
Συχνά, μιά προσποιητή ὑπομονή ἐξωθεῖ πιό
βίαια πρός τήν ὀργή ἀπ᾿ ὅ,τι θά ἔκαναν τά ὑβριστικά λόγια. Μιά μοχθηρή
σιωπή ξεπερνᾶ σέ πίκρα καί τίς πιό δυνατές βρισιές. ᾿Επιπλέον,
ὑπομένουμε πιό εὔκολα τά χτυπήματα ἀπό ἕνα δηλωμένο ἐχθρό, παρά τά
ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου ὑποκριτῆ. Σέ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους
ἀπευθύνεται ὁ Προφήτης ὅταν λέει· «Τά λόγια τους εἶναι ἁπαλότερα ἀπ᾿ τό λάδι, κι ὡστόσο εἶναι σουβλερά σάν βέλη» (Ψαλμ. 54, 22).
Καί ὁ σοφός Σολομώντας ἐπίσης λέει· «Οἱ λόγοι τοῦ πονηροῦ εἶναι
μαλακοί, ὅμως σέ χτυπᾶνε βαθιά στά σπλάχνα σου» (Παροιμ. 26, 22). Σ᾿
αὐτούς ταιριάζει κι ἐκεῖνο πού λέει ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας· «Καθένας, λέει λόγια φιλικά στό διπλανό του, μέσα στήν καρδιά του ὅμως τόν ἐχθρεύεται» (῾Ιερ. 9, 8). ᾿Αλλά ἐκεῖνος πού ἐξαπατᾶ εἶναι αὐτός πού στήν πραγματικότητα ἀπατᾶται. Γιατί, «ἐκεῖνος
πού ἑτοιμάζει δίχτυ γιά νά στήσει σάν παγίδα μπροστά στόν φίλο του,
εἶναι σάν νά τό ἁπλώνει μπροστά στά ἴδια του τά πόδια» (Παροιμ. 29, 5)· καί «ὅποιος σκάβει λάκκο γιά τόν ἄλλο, πέφτει ὁ ἴδιος μέσα» (Παροιμ. 26, 27).
Στή Γεθσημανή εἶχε ἔλθει ὄχλος πολύς, μέ
μαχαίρια καί ρόπαλα γιά νά συλλάβει τόν Κύριο. ῞Ομως κανείς δέν
διέπραξε πιό φρικτή πατροκτονία πρός τόν Δημιουργό τῆς ζωῆς, ἀπό ἐκεῖνον
πού ἔτρεχε πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς ἄλλους καί πού ἤθελε νά Τοῦ ἀποδώσει μέ
τόν ἀσπασμό μιά ὑποκριτική τιμή. ῾Ο Προδότης Τοῦ ἔδωσε τό φίλημα μιᾶς
προσποιητῆς ἀγάπης. ῾Ο Κύριος τότε τοῦ εἶπε· «᾿Ιούδα μέ φίλημα παραδίδεις τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου;» (Λουκ. 22, 48).
Καί μ᾿ αὐτό ἦταν σάν νά τοῦ ἔλεγε· «Γιά νά καλύψεις τήν πικρία τοῦ
διωγμοῦ καί τοῦ μίσους, δανείζεσαι τόν ἀσπασμό πού εἶναι δεῖγμα ἔκφρασης
γλυκύτητας καί ἀληθινῆς ἀγάπης»; ᾿Αλλά ὁ Κύριος ἐκφράζει πιό καθαρά καί
δίνει μεγαλύτερη ἔμφαση στήν ἔνταση τοῦ πόνου Του, μέ τά λόγια τοῦ
Προφήτη πού λέει· «᾿Εάν μέ ἔβριζε ὁ ἐχθρός μου θά τό ὑπέφερα, κι ἄν
ἐκεῖνος πού μέ μισεῖ μοῦ μιλοῦσε μέ θρασύτητα, μπροστά του θά κρυβόμουν.
Σύ ὅμως, πού σέ θεωροῦσα ἴσο μέ τόν ἑαυτό μου, σέ εἶχα σύμβουλο καί
στενό φίλο μου, σύ πού γλύκαινες τό φαγητό πού τρώγαμε μαζί, καί πού
πηγαίναμε συντροφιά στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, (σύ νά κάνεις αὐτό τό πράγμα
ἐναντίον μου;)» (Ψαλμ. 54, 13-15).
Κεφάλαιο 19· Γι᾿ αὐτούς πού μένουν νηστικοί ὅταν θυμώνουν.
῾Υπάρχει ἐπίσης ἕνα ἄλλο εἶδος λύπης πού
πραγματικά ὑποκινεῖται ἀπό τόν διάβολο καί πού δέν θά ἄξιζε τόν κόπο νά
τό ἀναφέρουμε, ἄν δέν γνωρίζαμε ὅτι πολλοί ἀδελφοί εἶναι ὑποχείριοι
αὐτοῦ τοῦ πάθους. Πολλοί λοιπόν, ὅταν πέφτουν σ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή
λύπην δέν τρώγουν καθόλου. Ντρέπομαι πού τό λέω. ῎Ανθρωποι οἱ ὁποῖοι,
ὅταν εἶναι εἰρηνικοί ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μποροῦν νά καθυστερήσουν τό
γεῦμα τους οὔτε μέχρι τήν ῞Εκτη ἤ πολύ περισσότερο μέχρι τήν ᾿Ενάτη ὥρα,
ἄν καταληφθοῦν ἀπό μιά τέτοια λύπη, μποροῦν νά μείνουν νηστικοί ἀκόμα
καί δυό ἡμέρες. ῾Η ἔλλειψη τροφῆς θά ἔπρεπε νά τούς εἶχε ἐξαντλήσει.
Αὐτοί ὅμως ὑπομένουν τήν πείνα τους χορταίνοντας μέ τό θυμό τους. Εἶναι
σαφέστατο ὅτι αὐτοί πέφτουν στό ἁμάρτημα τῆς ἱεροσυλίας. Γιατί νηστεῖες,
τίς ὁποῖες ὀφείλουμε νά προσφέρουμε μόνο στόν Θεό –γιά νά ταπεινώσουμε
τήν καρδιά μας καί γιά νά καθαρισθοῦμε ἀπό τά πάθη μας– αὐτοί τίς
ὑπομένουν παρακινημένοι ἀπό αὐτό τό διαβολικό πάθος. Αὐτό ὅμως
ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά προσφέρουν αὐτοί προσευχές καί θυσίες, ὄχι στόν Θεό,
ἀλλά στούς δαίμονες. Θά τούς ἄξιζε λοιπόν, νά ἀκούσουν τήν ἐπιτίμηση
τοῦ προφήτη Μωυσῆ πού λέει· «Προσέφεραν θυσίες στά δαιμόνια καί ὄχι στόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά σέ θεούς πού δέν τούς ἤξεραν ἕως τότε» (Δευτ. 32, 17).
Κεφάλαιο 20· Γιά τήν προσποιητή ὑπομονή μερικῶν, οἱ ὁποῖοι στρέφουν τό πρόσωπό τους γιά νά τούς χτυπήσουν καί στό ἄλλο μάγουλο
Συνταντοῦμε ὅμως συχνά σέ ὁρισμένους
ἀδελφούς καί ἕνα ἄλλο εἶδος ἀνόητης συμπεριφορᾶς μέ τή μορφή μιᾶς
ἐπιτηδευμένης ὑπομονῆς. Αὐτοί δέν σταματοῦν τή λογομαχία, τήν ὁποία οἱ
ἴδιοι ἔχουν ὑποκινήσει μέ τά προκλητικά τους λόγια, ἀλλά συνεχίζουν νά
ἐξοργίζουν τούς ἀδελφούς τους μέχρι πού νά τούς ἀναγκάσουν νά
ἀντιγράσουν ἔντονα ἤ καί νά τούς ἐπιτεθοῦν. ῎Αν μάλιστα συμβεῖ καί
δεχθοῦν στή συνέχεια ἕνα ἐλαφρό ράπισμα, γυρίζουν κι ἀπό τήν «ἄλλη
σιαγόνα» γιά νά τούς κτυπήσουν καί ἐκεῖ, σάν νά ἐφαρμόζουν μ᾿ αὐτό τόν
τρόπο τήν τελειότητα τῆς Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, πού λέει· «῎Αν κάποιος σέ κτυπήσει στό δεξί μάγουλο, γύρισέ του καί τό ἄλλο» (Ματθ. 5, 39).
Δέν καταλαβαίνουν ὅμως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οὔτε καί στό ἐλάχιστο, τό
νόημα καί τό σκοπό αὐτοῦ τοῦ κειμένου. Νομίζουν ὅτι μ᾿ αὐτή τή
συμπεριφορά τους ἐφαρμόζουν τήν ὑπομονή πού μᾶς συστήνει τό ἱερό
Εὐαγγέλιο, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι δέσμιοι τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς.
Τό νόημα ὅμως τοῦ Εὐαγγελικοῦ αὐτοῦ τοῦ χωρίου εἶναι ἐντελῶς
διαφορετικό. ῾Ο Κύριος θέλει νά ξεριζώσει ὁλοσχερῶς αὐτό τό πάθος. Γι᾿
αὐτό δέν ἀρκεῖται στό νά ἀπαγορεύσει ἁπλῶς τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς
ἀνταπόδωσης καί τῆς βιαιοπραγίας, ἀλλά μᾶς παραγγέλλει, νά καταπραΰνουμε
αὐτόν πού μᾶς χτυπᾶ –τή στιγμή ἀκριβῶς πού δεχόμαστε ἀπανωτές προσβολές
καί κτυπήματα– μέ τήν πραότητα καί τήν ὑπομονή μας.
Κεφάλαιο 21· Πῶς γίνεται καί, ἐνῶ τηροῦμε αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δέν ὁδηγούμαστε πρός τήν τελειότητα;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Πῶς εἶναι δυνατόν νά
θεωρεῖται ἀξιόμεμπτος ἐκεῖνος πού τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου; Αὐτός
πού ὄχι μόνο δέν ἀνταποδίδει κακό στό κακό, ἀλλά πού εἶναι ἕτοιμος νά
ὑπομείνει καί ἐνδεχόμενη νέα προσβολή;
Κεφάλαιο 22· ῾Ο Κύριος δέν βλέπει μόνο τήν πράξη, ἀλλά ἀξιολογεῖ καί τήν προαίρεση.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· ᾿Αναφέρθηκα σ᾿ αὐτό πρίν
ἀπό λίγο. Δέν πρέπει νά λαμβάνουμε ὑπόψη μας μόνο αὐτό πού κάποιος
ἔκανε, ἀλλά ἐπίσης καί τήν πνευματική διάθεση καί τήν πρόθεσή του.
Παρατηρῆστε τά συναισθήματα πού ὑποκινοῦν τίς ἀνθρώπινες πράξεις καί
ἐξετάστε ἀπό ποιές κινήσεις τῆς καρδιᾶς πηγάζουν. Σίγουρα τότε θά δεῖτε
ὅτι δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά ἀποκτήσει τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς
ἕνα ἀντίθετο πνεῦμα, δηλαδή τό πνεῦμα τῆς ἀνυπομονησίας καί τῆς ὀργῆς.
῾Ο Κύριος καί Λυτρωτής μας θέλησε νά μᾶς διδάξει αὐτή τή μεγάλη ἀρετή
καί νά μᾶς τή μεταδώσει ἔτσι ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά τή ζήσουμε ὄχι ὡς ἁπλή
γνώση, ἀλλά ὡς βίωμα καί ὡς κίνηση τῆς καρδιᾶς. ῾Ο Κύριος λέει· «῎Αν κάποιος σέ ραπίσει στό δεξί μάγουλο, γύρισέ του καί τό ἄλλο» (Ματθ. 5, 39). Αὐτή ἡ φράση μᾶς δίνει μέ δύο λόγια ὅλη τήν τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Λέγοντας ὁ Κύριος «τήν ἄλλην σιαγόνα», ἐννοεῖ ἀσφαλῶς «τή δεξιά». Καί αὐτό τό «ἄλλο» τό δεξί μάγουλο δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τή «βαθεῖα καρδία» τοῦ ἀνθρώπου.
῾Ο Κύριος λοιπόν θέλει νά ξεριζώσει ἀπό
τίς πιό κρυφές πτυχές τῆς ψυχῆς τήν ἑστία τῆς ὀργῆς. Θέλει ἐπίσης νά μᾶς
διδάξει ὅτι, ὅταν ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος δέχεται ἕνα χτύπημα στό δεξιό
μάγουλο ἀπό ἕναν ἄδικο καί ἐπίβουλο συνάνθρωπο, τότε θά πρέπει καί ὁ
«ἔσω ἄνθρωπος» νά προσφέρει ἐπίσης τή δεξιά του παρειά γιά χτύπημα. Θά
πρέπει δηλαδή καί ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» νά συγκαταβεῖ ταπεινά στήν προσβολή
πού τοῦ ἔγινε καί νά πονέσει μαζί μέ τόν ἐξωτερικό ἄνθρωπο, προσφέροντας
καί παραδίνοντας κατά κάποιο τρόπο καί τό δικό του σῶμα στήν προσβολή.
Βλέπετε λοιπόν τώρα, πόσο ἀπέχουν αὐτοί
πού προαναφέρατε ἀπό τή χριστιανική τελειότητα. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς
διδάσκει νά διατηροῦμε τήν ὑπομονή καί ὄχι μόνο νά μήν ἀντιδροῦμε
ἐξωτερικά, ἀλλά καί νά παραμένουμε μέσα μας εἰρηνικοί. Νά μένουμε δηλαδή
«ἀναλλοίωτοι» τήν ὥρα τῆς ἀντιδικίας καί τῆς σύγκρουσης.
Δέν ἀρκεῖ βέβαια τό νά μείνουμε κατά τήν
ὥρα τῆς προσβολῆς, μόνο ἐμεῖς ἀτάραχοι καί εἰρηνικοί. ᾿Οφείλουμε
ἐπιπλέον, μέ τήν πραότητα καί τόν ὑποχωρητικό τρόπο μας, νά βοηθήσουμε
καί τούς ἄλλους, –οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται γιά τήν ἀναταραχή πού προηγήθηκε,
καθώς ξέσπασαν πάνω μας τό πάθος τους– νά ξεπεράσουν τό θυμό τους καί
νά ἠρεμήσουν. Θά πρέπει κι ἐμεῖς νά μήν ὑποχωρήσουμε στήν πρόκληση, ἀλλά
καί μέ τή δύναμη τῆς πραότητας νά καταστείλουμε παράλληλα καί τήν
ἔκρηξη τοῦ πάθους τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι θά ἐφαρμόσουμε τόν ἀποστολικό λόγο
πού λέει· «Μήν ἀφήνεις νά σέ νικήσει τό κακό, ἀλλά νά νικᾶς τό κακό μέ τό ἀγαθό» (Ρωμ. 12, 21).
Δέν μποροῦν ὅμως νά συμπεριφερθοῦν ἔτσι
ἐκεῖνοι πού, ὅπως προαναφέραμε, μιλοῦν γλυκά καί ἐκφράζονται
ταπεινόσχημα καί ὑποκριτικά. Γιατί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, ἀντί νά σβήσουν
μέσα τους τήν πυρκαϊά τοῦ θυμοῦ, τή συνδαυλίζουν. Ρίχνουν μάλιστα
προσανάμματα ὄχι μόνο στή φωτιά τῆς δικῆς τους καρδιᾶς, ἀλλά καί σ᾿
ἐκείνη τοῦ ἀδελφοῦ τους. ᾿Ακόμα κι ἄν πετύχαιναν ποτέ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι
νά διατηρήσουν τήν πραότητα καί τήν εἰρήνη τους, καί τότε πάλι δέν θά
εἶχαν τό δίκιο μέ τό μέρος τους. Κι αὐτό, γιατί αὐτοί θέλησαν νά
ἀποκτήσουν τή δόξα τῆς ὑπομονῆς, βάζοντας σέ δοκιμασία τήν ψυχή τοῦ
ἀδελφοῦ τους. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἄνθρωποι παραμένουν ξένοι ἀπό ἐκείνη
τήν ἀγάπη πού ἐννοεῖ ὁ ᾿Απόστολος, ὅταν λέει· «῾Η ἀγάπη δέν ἐπιδιώκει τό δικό της συμφέρον» (Α´ Κορ. 13, 5),
ἀλλά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Γιατί, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει αὐτή τήν ἀγάπη,
δέν ἐπιδιώκει νά πλουτίσει ἐπιβαρύνοντας τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε
ἐπιθυμεῖ νά κερδίσει ὀφέλη, ἀδιαφορώντας καί ἐξουθενώνοντας τόν ἀδελφό
του.
Κεφάλαιο 23· Αὐτός πού ὑποχωρεῖ στό θέλημα τοῦ ἄλλου εἶναι δυνατός καί ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος.
᾿Εκεῖνο πού πρέπει νά κατανοήσουμε βαθιά
εἶναι αὐτό ἐδῶ·Εἶναι πιό δυνατός ἐκεῖνος πού ὑποτάσσει τό θέλημά του
στό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀπό αὐτόν πού προσπαθεῖ πεισματικά νά
ὑπερασπίσει τήν ἄποψή του καί νά ἐπιβάλλει στόν ἄλλο τή γνώμη του. ῾Ο
πρῶτος, ἐπειδή ὑπομένει καί ἀνέχεται τόν συνάνθρωπό του, εἶναι
πραγματικά ὑγιής καί ἰσχυρός χαρακτήρας. ῾Ο δεύτερος, ἀντίθετα, εἶναι
ἀδύνατος καί κατά κάποιο τρόπο, ἀσθενής. Καί γι᾿ αὐτό θά πρέπει νά τόν
περιβάλλουμε μέ τρυφερότητα καί μέ καλοσύνη. Θά ἦταν προτιμότερο,
μερικές φορές, νά ἀποφύγει κανείς νά κάνει λόγο γιά ὁρισμένα ἀκόμα καί
ἀναγκαῖα πράγματα, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει τήν ἠρεμία καί τήν εἰρήνη
του. Κι ἄς μή νομίζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅτι, ἐνεργώντας μ᾿ αὐτό τόν
τρόπο, δείχνει ἀδιαφορία γιά τόν ἁγιασμό του. ᾿Αντίθετα, νά εἶναι
βέβαιος ὅτι, μέ τήν ἀνεκτικότητα καί τήν ὑπομονή του, θά κερδίσει πολύ
περισσότερα. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ ἐντολή τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «᾿Εμεῖς
οἱ δυνατοί στήν ἀρετή πρέπει νά ἀνεχόμαστε τίς ἀδυναμίες αὐτῶν πού
ἔχουν ἀδύνατη πίστη» (Ρωμ. 15, 1). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «Νά σηκώνετε ὁ
ἕνας τό φορτίο τοῦ ἄλλου κι ἔτσι θά ἐφαρμόσετε τελείως τό νόμο τοῦ
Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 2).
Ποτέ ὁ ἀδύνατος δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει
τόν ἀδύνατο, οὔτε ὁ ἄρρωστος θά μπορέσει ποτέ νά ἀντέξει ἤ νά θεραπεύσει
τόν ἀσθενή. Μόνο ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ὑποκύψει στό πάθος καί στήν
ἀδυναμία, θά μπορέσει νά προσφέρει θεραπεία στόν ἀδύναμο. Διαφορετικά θά
ἦταν ἄξιος νά ἀκούσει τό, «γιατρέ, θεράπευσε τόν ἑαυτό σου» (Λουκ. 4, 23).
Κεφάλαιο 24· ῾Ο ἀδύνατος πνευματικά ἄνθρωπος ζημιώνεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπομένει τά λάθη τοῦ ἄλλου.
Στόν ἀδύναμο πνευματικά ἄνθρωπο
παρατηρεῖ κανείς τό ἑξῆς· ᾿Ενῶ εἶναι ταχύς καί εὔκολος στό νά ἀνάψει
καυγά καί στό νά ἐξυβρίσει, ὁ ἴδιος ποτέ δέν ἀνέχεται νά τόν θίξουν οὔτε
καί στό ἐλάχιστο. Δέν ἀνέχεται οὔτε κάν νά ἀφήσει κανείς εἰς βάρος του
τήν πιό ἐλαφριά ὑπόνοια προσβολῆς. Γεμάτος προκλητικότητα μεταχειρίζεται
τούς πάντες ἀφ᾿ ὑψηλοῦ, μέ ἀπόλυτη αὐθάδεια καί ὑπεροψία. ῞Οταν ὅμως
πρέπει αὐτός νά ὑπομείνει, ἔστω καί κάτι τό ἐλάχιστο, ἐξίσταται καί
δυσαρεστεῖται ὑπερβολικά.
῎Ας ἐπανέλθουμε ὅμως στό ἀπόφθεγμα τῶν
Γερόντων πού λέει· ῾Η φιλία δέν θά μποροῦσε νά διαρκέσει ἕως τέλους
σταθερή καί ἀδιάπτωτη, παρά μονάχα ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν τόν
ἴδιο βαθμό ἀρετῆς καί κοινό πνευματικό στόχο. Διαφορετικά, ἀργά ἤ
γρήγορα, θά διαλυθεῖ αὐτή ἡ σχέση, ὅσο καί ἄν ἀγωνίζεται ὁ δυνατός νά
διατηρήσει τήν ὑπομονή του.
Κεφάλαιο 25· Θεωρεῖται δυνατός αὐτός πού δέν ἀνέχεται τόν ἀδύνατο;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Γιά ποιό λόγο ὅμως ἡ
ὑπομονή τοῦ πνευματικά δυνατοῦ εἶναι ἀξιέπαινη, τή στιγμή πού καί αὐτός
πολλές φορές, δέν μπορεῖ νά ὑπομένει μέχρι τέλους τόν ἀδύνατο ἀδελφό
του;
Κεφάλαιο 26· ῾Ο ἀδύνατος πνευματικά δέν ἀνέχεται πάντοτε νά τόν ὑπομένουν οἱ ἄλλοι.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· Δέν εἶπα καθόλου ὅτι ἡ
ἀρετή ἤ ὅτι ἡ ὑπομονή τοῦ πνευματικά δυνατοῦ πρέπει νά ξεπεράσει τά
ὅρια. ᾿Επεσήμανα ,ἀντίθετα, ὅτι οἱ ἄσχημες διαθέσεις τοῦ ἀδύνατου
αὐξάνονται καί χειροτερεύουν ἀπό τήν ὑπομονή τοῦ ἄλλου. Καί μάλιστα
μέχρι τοῦ σημείου πού νά μήν μπορεῖ πιά κανείς νά τόν ἀντέξει. Γιατί
τελικά,ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἑρμηνεύοντας τήν ὑπομονή τοῦ ἀδελφοῦ του
ὡς σημάδι προσβολῆς καί ἀτίμωσης –ἡ ὁποία προκαλεῖται βέβαια, ἀπό τή
δική του ἀνυπομονησία καί μόνο– θά προτιμήσει νά ἀπομακρυνθεῖ. Κι αὐτό,
γιατί ὁ ἀδύνατος δέν θά ἀντέξει τελικά νά βλέπει τόν ἄλλο, νά τοῦ
συμπεριφέρεται μέ τήν ἴδια πάντα ἀνοχή καί ὑπομονή.
῞Οσοι λοιπόν θέλουν νά διατηρήσουν
ἀδιάπτωτη τή φιλία τους, ὀφείλουν, καθώς νομίζω, νά ἑδραιώσουν τή σχέση
τους στίς ἑξῆς βασικές ἀρχές· Πρῶτα – πρῶτα, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ
προσβολές πού δέχεται κανείς, θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά διαφυλάξει τήν
εἰρήνη του, ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς του. Θά
πρέπει νά συγκρατεῖται κανείς καί νά τηρεῖ ἀπόλυτη σιωπή, ἀκόμα καί ἄν
νιώθει τήν ἐλάχιστη ταραχή, ἐφαρμόζοντας αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός· «Ταράχθηκα
κι ἔμεινα σιωπηλός» (Ψαλμ. 76, 5)· «εἶπα καί ἀπεφάσισα νά προσέχω τή
συμπεριφορά μου, ὥστε νά μήν ἁμαρτάνω μέ τή γλώσσα μου. ῎Εβαλα φραγμό
στό στόμα μου, ὅσο ἦταν μπροστά μου ὁ ἁμαρτωλός. ῎Εγινα ἄφωνος καί μέ
ταπείνωση πολλή τήρησα σιγή, ἀκόμα καί γιά καλά πράγματα» (Ψαλμ. 38,
2-3).
Δέν πρέπει ἐπίσης νά στέκεται κανείς καί
νά δίνει σημασία σ᾿ αὐτό πού συμβαίνει ἐκείνη τή στιγμή, οὔτε νά
ξεστομίζει ὅ,τι τοῦ φέρνει στά χείλη του ὁ παροξυσμός τοῦ θυμοῦ του καί
ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἐξοργισμένη καρδιά του. ᾿Αντίθετα μάλιστα, θά
πρέπει νά ξαναφέρει στή μνήμη του τή χάρη τῆς ἀγάπης πού εὔφραινε, πρίν
ἀπό τόν παροξυσμό, τήν ψυχή τους ἤ νά στρέψει τά βλέμματά του πρός τό
μέλλον. ᾿Εκεῖ νά ὁραματισθεῖ τήν εἰρήνη πού θά ἀπολαύσουν καί πάλι καί
τή ζωντανή φιλία πού θά ξαναζήσουν καί θά ξαναχαροῦν ὅπως τότε, πρίν
δηλαδή ἀπό τόν πειρασμό. Νά μή χάσει κανείς αὐτό τό ὅραμα ἀκόμα καί τήν
ὥρα πού νιώθει ταραγμένος, ἀλλά νά σκέπτεται ὅτι ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια
θά ξανάρθουν πολύ σύντομα.
῎Αν λοιπόν ἔτσι προετοιμάζει κανείς τόν
ἑαυτό του τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ, τότε προγεύεται τή γλυκύτητα τῆς
ἀγάπης πού σύντομα θά βασιλεύσει καί πάλι στήν καρδιά του καί δέν νιώθει
καθόλου τήν πίκρα τῆς διαμάχης. Γι᾿ αὐτό θά προτιμήσει νά μιλήσει στόν
ἀδελφό του κατά τέτοιο τρόπο, πού ἀργότερα νά μή νιώσει ἐνοχή γιά τή
συμπεριφορά του, οὔτε νά φέρει τόν ἀδελφό στή θέση νά τοῦ καταλογίσει
συμμετοχή καί εὐθύνη γιά ὅ,τι συνέβη μεταξύ τους. Θά ἐφαρμόσει ἔτσι τό
λόγο τοῦ Προφήτη πού λέει· «῞Οταν ταραχθεῖ ἡ ψυχή μου ἀπό ὀργή, ἐλέησέ με, Κύριε» (᾿Αββ. 3, 2)
Κεφάλαιο 27· Πῶς θά συγκρατήσουμε τό θυμό.
Πρέπει λοιπόν, νά συγκρατεῖται κανείς τή
στιγμή πού νιώθει τό θυμό νά ταράζει τήν ψυχή του καί, μέ τή βοήθεια
τῆς διάκρισης, νά αὐτοκυριαρχεῖται, ἀνησυχώντας μήπως καί παραφερθεῖ καί
πέσει ξαφνικά σ᾿ αὐτό πού ὁ σοφός Σολομώντας καταδικάζει λέγοντας· «῾Ο ἀνόητος ἐξωτερικεύει ὅλο τό θυμό του, ὁ συνετός ὅμως ἄνθρωπος τόν περιορίζει καί συγκρατεῖται» (Παροιμ. 29, 11).
Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀνόητος καίγεται γιά ἐκδίκηση τήν ὥρα πού
εἶναι ὀργισμένος, ἀλλά ὁ σοφός μετριάζει τήν ἀντίδρασή του καί σιγά–σιγά
τήν ἐξαφανίζει μέ τήν φρόνηση καί τή μετριοπάθειά του.
Αὐτό ἐπίσης ἐννοεῖ καί ὁ ᾿Απόστολος ὅταν λέει· «Μή ζητᾶτε νά ἐκδικεῖσθε οἱ ἴδιοι τόν ἄλλο, ἀδελφοί, ἀλλά ἀφῆστε ἐλεύθερο τόν τόπο γιά νά ἐνεργήσει ἡ δίκαιη ὀργή τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 12, 19). Νά
μήν ἐπιδιώκετε δηλαδή τήν ἐκδίκηση τήν ὥρα πού βρισκόσαστε κάτω ἀπό τήν
τυφλή ὑποκίνηση τοῦ πάθους, ἀλλά νά δίνετε τόπο στήν ὀργή. Νά μήν
ἀφήνετε νά σφιχτοῦν οἱ καρδιές σας ἀπό τή στενότητα τῆς ὀργῆς καί τῆς
μικροψυχίας, ὥστε νά ἀτονήσουν μέχρι τοῦ σημείου πού νά μήν μποροῦν νά
συγκρατήσουν τή σφοδρή καταιγίδα καί τό ξέσπασμα τοῦ πάθους. Πλατύνετε
τήν καρδιά σας καί δεχθεῖτε τήν ἐπίθεση τοῦ ἀδελφοῦ μέσα στήν εὐρυχωρία
τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «ὅλα τά σκεπάζει, σέ ὅλα δείχνει ὑπομονή» (Α´ Κορ. 13, 7).
῎Ετσι, ζώντας τόν πλατυσμό τῆς μεγαλοψυχίας καί τῆς ὑπομονῆς, θά
ὁδεύσετε πρός τά σωστικά μονοπάτια τῆς σύνεσης, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ὀργή θά βρεῖ
διέξοδο, θά σκορπισθεῖ καί πολύ σύντομα θά διαλυθεῖ.
Δίνουμε, γιά παράδειγμα τόπο στήν ὀργή
κάθε φορά πού σκύβουμε μπροστά στήν ταραχή τοῦ ἀδελφοῦ μας μέ ταπεινή
καί ἤρεμη ψυχή. Θεωροῦμε δηλαδή τούς ἑαυτούς μας ἄξιους γιά ὅλες τίς
προσβολές καί ἔτσι ὑποχωροῦμε μπροστά στό ὀργισμένο ξέσπασμα τοῦ ἀδελφοῦ
μας.
῾Υπάρχουν ὅμως μερικοί πού παρερμηνεύουν
τήν ἐντολή τοῦ ᾿Αποστόλου. Τό νά δώσουμε τόπο στήν ὀργή κατά τή γνώμη
τους, σημαίνει τό ὅτι πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν συγκεκριμένο
ἀδελφό, ἐπειδή αὐτός εἶναι θυμώδης καί εὔκολα ἐξοργίζεται. ᾿Αλλά νομίζω
ὅτι, κάνοντας ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ἐξαλείφουμε τήν ἑστία τῶν διενέξεων,
ἀλλά καί τή συντηροῦμε.
Θά πρέπει μέ τή δική μας ταπείνωση νά
νικήσουμε τήν ὀργή τοῦ πλησίον μας, τή στιγμή ἀκριβῶς πού αὐτή
ἐκδηλώνεται. Γιατί ἡ φυγή μας προκαλεῖ μᾶλλον τόν παροργισμό στόν ἀδελφό
παρά τόν ἀποδιώχνει.
Κάτι παρόμοιο λέει καί ὁ σοφός Σολομώντας· «῾Η ψυχή σου», λέει, «νά μήν φουντώνει εὔκολα ἀπό τό θυμό, γιατί ὁ θυμός, σάν τό φίδι, φωλιάζει μέσα στόν κόρφο τοῦ ἀνόητου» (᾿Εκκλ. 7, 9). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Μή δημιουργεῖς εὔκολα καυγάδες, γιατί θά μετανοήσεις ἀργότερα» (Παροιμ. 25, 8).
Μέ τό νά ἀποδοκιμάζει ὁ σοφός Σολομώντας
τίς διαμάχες καί τά ἄμεσα ξεσπάσματα τοῦ θυμοῦ, δέν σημαίνει ταυτόχρονα
ὅτι τά ἐπιτρέπει καί τά ἐπιδοκιμάζει, ἄν τό πάθος ἐκδηλωθεῖ ἀργότερα.
Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει καί τό χωρίο πού λέει· «῾Ο ἀνόητος ἀφήνει τό
θυμό του νά ἐκδηλωθεῖ ἀμέσως, ἐνῶ ὁ συνετός ἄνθρωπος συγκρατεῖ τήν ὀργή
του, γιατί αὐτή τόν ἐξευτελίζει» (Παροιμ. 12, 16). Μέ τό νά λέει
βέβαια ὁ σοφός Σολομώντας ὅτι ὁ σώφρονας ἄνθρωπος ὀφείλει νά τιθασσεύει
τό ἀτιμωτικό πάθος τοῦ θυμοῦ καί νά μήν ξεσπάει ἐκείνη τή στιγμή, δέν
σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι τοῦ ἐπιτρέπεται νά τόν ἐκδηλώσει ἀργότερα. Θέλει,
ἀντίθετα, νά πεῖ ὅτι, ἄν κάποια φορά κυριευθεῖ κανείς ἀπό τό θυμό,
ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, θά πρέπει νά συγκρατεῖται καί νά μήν
ἐκδηλώνει τό πάθος του. ῎Ετσι, καλυμμένος μέ σύνεση τήν ὥρα τοῦ
παροξυσμοῦ, θά κατευνάσει τό θυμό του καί σιγά-σιγά θά τόν σβήσει
τελείως. Γιατί, πράγματι, τέτοια εἶναι ἡ φύση αὐτοῦ τοῦ πάθους. ῞Οταν
δέν ἐκδηλώνεται, ἀτονεῖ καί σβήνει. ῞Οταν ὅμως ἐκδηλωθεῖ, τότε αὐτό
φουντώνει ὅλο καί περισσότερο.
Πρέπει λοιπόν νά ἀνοίξει διάπλατα ἡ
καρδιά μας καί νά πλατυνθεῖ ἀπέραντα. Γιατί διαφορετικά, σφιγμένη καί
στενεμένη ἀπό τή μικροψυχία, θά φουντώσει καί θά ξεχειλίσει, ἀπό τίς
φλόγες τοῦ θυμοῦ. Καί ἔτσι, μέσα σέ μιά στενή καρδιά, δέν θά ὑπάρξει
καθόλου χῶρος, γιά νά κλείσει κανείς τή Θεία ἐντολή τῆς ἀγάπης πού εἶναι
αἰώνια, οὔτε θά μπορέσει πλέον νά ξαναπεῖ μαζί μέ τόν Προφήτη· «῎Εσπευσα νά ἐκτελέσω τίς ἐντολές σου, ὅταν ἔκανες τήν καρδιά μου εὐρύχωρη καί πλατιά» (Ψαλμ. 118, 32).
῾Η μεγαλοψυχία εἶναι σοφία. ῾Η ῾Αγία Γραφή τό λέει ξεκάθαρα·«῾Ο
ἄνθρωπος πού δέν θυμώνει εὔκολα, εἶναι πολύ συνετός, ὅποιος ὅμως εἶναι
δειλός καί εὐέξαπτος, εἶναι ὑπερβολικά ἀνόητος» (Παροιμ. 14, 29). Κι ἀλλοῦ πάλι ἀναφέρεται σ᾿ ἐκεῖνον πού τιμήθηκε μέ τό χάρισμα τῆς σύνεσης καί λέει·
«῎Εδωσε ὁ Θεός πολλή σοφία καί σύνεση στόν Σολομώντα καί καρδιά πλατιά
κι ἀπέραντη, σάν τήν ἀμμουδιά τῆς θάλασσας» (Γ´ Βασ. 5, 5).
Κεφάλαιο 28· ῾Η φιλία πού βασίζεται μόνο σέ ἀμοιβαῖες ὑποσχέσεις δέν διαρκεῖ πολύ.
῾Υπάρχει ὅμως καί κάτι ἀκόμη πού
συναντοῦμε συχνά καί πού ἡ πείρα μᾶς τό ἔχει διδάξει. Αὐτοί πού
θεμελίωσαν τή φιλία τους πάνω σ᾿ ἕναν ὅρκο, δέν μπόρεσαν τελικά νά
διατηρήσουν ζωντανή τήν ἀγάπη καί τήν ὁμόνοια. Κι αὐτό, γιατί δέν
ἔκτισαν τή σχέση τους πάνω στόν πόθο καί στόν ἀγώνα γιά τόν ἁγιασμό
τους, οὔτε τή δρομολόγησαν ὑπακούοντας στήν ἀποστολική ἐντολή τῆς
ἀγάπης. ῾Η φιλία καί ἡ ἀγάπη τέτοιων ἀνθρώπων ὑπαγορεύεται συχνά ἀπό ἕνα
γήινο συναίσθημα ἤ ἀπό μιά ἀνάγκη συντροφικότητας ἤ ἀκόμα ἁπλά καί μόνο
ἀπό διάθεση νά τηρήσουν τήν ὑπόσχεση πού εἶχε δώσει ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
Στή διακοπή βέβαια, ἑνός τέτοιου δεσμοῦ ἀγάπης καί φιλίας, συντελεῖ καί ἡ
ἐμπλοκή τοῦ Πονηροῦ. ῾Ο ᾿Εχθρός πειράζει τούς ἀνθρώπους ἔτσι, ὥστε νά
πικρανθοῦν μεταξύ τους καί νά παραβοῦν τήν ὑπόσχεση τῆς φιλίας πού εἶχαν
δώσει ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα, πόσο δίκιο
εἶχαν οἱ σοφοί αὐτοί καί συνετοί Γέροντες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι ἡ ἀληθινή
ὁμόνοια καί ἡ ἄρρηκτη φιλία δέν μπορεῖ νά κρατηθεῖ, παρά μονάχα μεταξύ
τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν ἁγιασμένη ζωή καί πορεύονται πρός ἕνα κοινό στόχο
καί πρός κάποιο ἅγιο σκοπό.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· Αὐτά μᾶς εἶπε ὁ
σεβάσμιος Γέροντας ᾿Ιωσήφ πάνω στό θέμα τῆς φιλίας. Μᾶς ἄναψε ἔτσι μιά
πιό ζωηρή φλόγα κι ἕναν βαθύτερο πόθο, ὥστε νά ἀγωνισθοῦμε ταπεινά, γιά
νά διατηρήσουμε ἰσόβια τήν ἀγάπη πού μᾶς ἕνωνε μέ τά δεσμά τῆς
πνευματικῆς φιλίας.
Ἀπό τό βιβλίο:
ἉΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου