Αγίου Ιωάννου
Δαμασκηνού
Που έγινε από πιστούς και
ορθοδόξους, οι οποίοι έχουν πόθο και ζήλο, για τον έλεγχο αυτών που είναι
αντίθετοι προς την πίστη και τη διδασκαλία των αγίων και ορθοδόξων πατέρων μας.
Ο ισραηλίτης Ναβουθέ, επειδή δεν θέλησε να παραδώσει το πατρικό του αμπέλι, καταλιθοβολίθηκε λέγοντας, δεν θα παραδώσω την κληρονομία των πατέρων μου. Ενώ αυτοί, που έλαχε να είναι επίσκοποι και ποιμένες των λογικών προβάτων, εξαιτίας άσκοπης δόξας και μόνο, περιφρονώντας τις φωνές των Πατέρων, αφού εξόπλισαν τους εαυτούς τους εναντίον της πίστεως, διαστρεβλώνουν όσα είπαν εκείνοι ορθά, και διδάσκουν σύμφωνα με το φτωχό και θολωμένο μυαλό τους. Γιατί εκείνοι ( οι Πατέρες), ασχολούμενοι με οξυδέρκεια και με καθαρό το μάτι της διάνοιάς τους με τα ιερά λόγια της θεόπνευστης Γραφής, εισάγουν στις ψυχές τους θεϊκό κέρδος, σαν κάποιο θησαυρό ουράνιο, ενώ αυτοί, έχοντας τον νου τους στραμμένο προς το ψέμα και επηρεαζόμενο από την αθυροστομία μερικών και, ακόμη, έχοντας τον εραστή της βέβηλης γνώσης, θα γίνουν κοινωνοί εκείνων, για τους οποίους ο μακάριος Παύλος γράφει, «ο θεός του κόσμου αυτού τύφλωσε το νου των απίστων, για να μη έλθει σ' αυτούς ο φωτισμός του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού» (Β' Κορ. 4, 4). Διότι είναι τυφλωμένοι και οδηγούν τυφλούς, γι΄ αυτό οπωσδήποτε θα πέσουν και στους βόθρους της απώλειας. Γιατί, όπως είπε ο ίδιος ο Σωτήρας, «όταν ένας τυφλός οδηγεί άλλον τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο» (Ματθ. 15, 14). Μωρολογούν λοιπόν μερικοί εναντίον των Πατέρων και διδασκάλων της αλήθειας, και έχοντας τον νου τους γεμάτο διαβολική απαιδευσία, βιάζονται να διαστρεβλώνουν το μυστήριο της αλήθειας, αρνούμενοι ανεπιφύλακτα την ενσάρκωση του Μονογενούς, «χωρίς να κατανοούν ούτε αυτά που λένε, ούτε αυτά που διαβεβαιώνουν», όπως έχει γραφεί (Α' Τιμ. 1, 7).
Εφευρέτες αυτής της ασέβειας υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι τα παλιά χρόνια που πέρασαν, και εκείνων την ασέβεια προφασίζονται τώρα αυτοί οι νέοι Φαρισαίοι. Γιατί, όπως αληθινά εκείνοι αρνήθηκαν ότι ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε, έτσι και τώρα οι νεόκοποι κήρυκες δε θέλουν να προσκυνούν και να σέβονται τις σεβάσμιες και σεπτές εικόνες της σωματικής παρουσίας του Χριστού, και της κατά σάρκα άχραντης Μητέρας του και πραγματικής Θεοτόκου και αειπάρθενης Μαρίας, και όλων των αγίων του. Αλλά, μωρολογώντας, κατασκεύασαν νέα πίστη, διαφορετική από την αρχική των αγίων Πατέρων μας, που ήταν μαθητές και διάδοχοι των αγίων Αποστόλων. Γιατί, ενώ λέγουν ό,τι τους αρέσει, περισσότερο από τους αγίους Πατέρες, των οποίων τα λόγια και οι αρετές αποτελούν στήριγμα και κολόνα της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, διαβεβαιώνουν ότι διαφυλάσσουν την πίστη. Διότι τις φωνές αυτών των Πατέρων, τις οποίες μεγαλόφωνα διακήρυξαν για τις σεβάσμιες και προσκυνητές εικόνες, αυτοί οι νεόκοποι σοφοί, τις διαστρεβλώνουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες για το δικό τους σκοπό. Διότι, ενώ εκείνοι, καθώς και οι προφήτες, μίλησαν για τα ξόανα των ειδώλων και τις δαιμονικές στήλες, αυτοί τα μετέστρεψαν εναντίον των αγίων εικόνων, περιφρονώντας τα λόγια και τις μαρτυρίες των αγίων Πατέρων και διδασκάλων της αγίας και άμεμπτης και ορθόδοξης πίστεως των Χριστιανών για την ένσαρκη και ανθρώπινη μορφή του προσώπου του Χριστού, και για τις ζωγραφισμένες άγιες εικόνες, τις οποίες μας δίδαξαν μεγαλόφωνα να τις σεβόμαστε και να τις προσκυνούμε. Γι' αυτό, κάνοντας παρακάτω λόγο προς τους νεόκοπους κήρυκες, αν μας επιτρέψει ο Θεός, που μας δίνει και την αναπνοή, θα παραθέσουμε λίγα από τα πολλά, για να δείξουμε τη χαλασμένη σκέψη αυτών που αποστρέφονται τις εικόνες, επειδή δήθεν είναι έργα ανθρώπινων χεριών.
Ας μας πουν οι νεφελώδεις φιλόσοφοι και μεμψίμοιροι και φίλοι της αισχρής και βέβηλης και εχθρικής για το Θεό συνόδου, η οποία συνήλθε με την ανοχή του Θεού στην Κωνσταντινούπολη, στον τόπο που λέγεται Ονέρια, με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό παραποιούν τα λόγια των Πατέρων και τα διαστρεβλώνουν, εξαπατώντας τους εαυτούς τους, παρασυρόμενοι και δελεαζόμενοι. Πέστε μας, λοιπόν, σεις που τώρα επιχειρείτε μάταια νέα έκθεση πίστεως, ποιο πράγμα προσκυνητό και σεβάσμιο και λατρευτό πάνω στη γη είναι αχειροποίητο; Ο σταυρός; Το θυσιαστήριο; Η προσφορά; Το Ευαγγέλιο; Όλα είναι χειροποίητα, αλλά σεβαστά σε μας και σύμβολα της σωτηρίας, όπως και οι εικόνες των αγίων και της ένσαρκης οικονομίας του Χριστού, της πραγματικής και ανθρώπινης σάρκας του, την οποία προσέλαβε για τη σωτηρία μας από την πάναγνη και Θεοτόκο Μαρία, παίρνοντας όλα τα δικά μας, εκτός από την αμαρτία. Γι' αυτό και την εικόνα τη δική του και της άχραντης Μητέρας του την προσκυνούνε και την σεβόμαστε, ενώ εσείς θεωρείτε το μυστήριο φαινομενικό. Εμείς όμως που είμαστε οπαδοί της αλήθειας των αγίων Αποστόλων και των αγίων μαθητών και διαδόχων τους, και δικών μας Πατέρων και διδασκάλων, την πίστη που μας παραδόθηκε από αυτούς για την αγία και ομοούσια και προσκυνητή Τριάδα, με ακάλυπτο το πρόσωπο (Β' Κορ.3, 18) και μεγαλόπρεπη φωνή διακηρύσσουμε και λέμε τα λόγια του προφήτη Ησαΐα «ανέβα, συ που κηρύττεις το Ευαγγέλιο, σε ψηλό όρος» (Ης. 40, 9). Και εμείς ανεβαίνουμε στην τρισυπόστατη ομοούσια κορυφή της δόξας, διακηρύσσοντας τα αγαθά της ορθόδοξης πίστεως, λέγοντας:
Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, που είναι αγία Τριάδα άκτιστη, αίδια, ασύγχυτη, αδιαίρετη, ομοούσια, η οποία προσκυνείται και δοξολογείται σε μια θεότητα και βασιλεία και κυριότητα, και σε τρία πρόσωπα, δηλαδή υποστάσεις και ιδιότητες. Όταν λέω «ιδιότητα», να εννοείς τον Πατέρα Πατέρα, και τον Υιό Υιό, και το άγιο Πνεύμα άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτές οι ιδιότητες δεν αντιστρέφονται. Διότι ο Πατέρας δεν μπορεί να είναι Υιός, η ο Υιός Πατέρας, η το άγιο Πνεύμα να είναι Πατέρας η Υιός, αλλά, όπως είπα, ο Πατέρας είναι Πατέρας και ο Υιός Υιός και το άγιο Πνεύμα άγιο Πνεύμα. Δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Πατέρας και δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Υιός, και δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Πνεύμα άγιο. Γι' αυτό είναι ακατάληπτη και η γέννηση του Μονογενούς, και η εκπόρευση του αγίου Πνεύματος. Προσκυνείς τον Πατέρα; Μέσα σ' αυτόν προσκυνείται ο Υιός και το άγιο Πνεύμα. Προσκυνείς τον Υιό; Σ' αυτόν προσκυνείς τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα. Προσκυνείς το άγιο Πνεύμα; Σ' αυτό προσκυνείς τον Πατέρα και τον Υιό. Τα εννοείς έτσι, όχι επειδή τα πρόσωπα συγχέονται, αλλ' επειδή είναι ταυτόσημη και απαράλλακτη η ουσία τους. Διότι, αφού είναι μία η φύση και η ουσία και η θεότητα, μία είναι και η προσκύνηση της αγίας και ομοούσιας Τριάδος. Αλλά, επειδή ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα ονομάζονται και είναι ως προς την ουσία και τα τρία ίσα. Η θεόπνευστη Γραφή απέδωσε την αρχή στον Πατέρα και κατ' ακολουθίαν με την ευδοκία του Πατέρα και ο Υιός έκανε τα πάντα και το άγιο Πνεύμα τελειοποίησε τα πάντα. Είναι λοιπόν Θεός ο Πατέρας, Θεός ο Υιός, Θεός το άγιο Πνεύμα. Επειδή όμως λέμε Θεός και Θεός και Θεός, δεν μπορείς να πεις ότι είναι τρεις θεοί, αλλά να ενθυμείσαι ότι είναι τρία πρόσωπα και να ομολογείς το καθένα πρόσωπο. Λέγεται λοιπόν ένας Θεός, επειδή είναι εντελώς ίδια η φύση και η θεότητα και η ουσία και η συναϊδιότητά τους. Γι' αυτό και δοξάζουμε και προσκυνούμε την αγία Τριάδα σε πρόσωπο ενικό.
Μάθαμε και πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από τον Πατέρα κατά τρόπο απερίγραπτο, αχρόνως, ασωμάτως, και πριν από όλους τους αιώνες. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, το φως που προήλθε από το φως, ο αληθινός Θεός που προήλθε από τον αληθινό Θεό και Πατέρα με τη θέληση του Πατέρα, σαρκώθηκε στην πάναγνη και αγιασμένη από το άγιο Πνεύμα Παρθένο, την αγία Μαρία, η οποία είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος. Και όπως η προέλευση από τον Πατέρα του ιδίου του Υιού είναι κάτι το ακατάληπτο και ανερμήνευτο και εξαιτίας αυτού τον προσκυνούμε και τον δοξάζουμε με πίστη και σιωπή, έτσι και η σαρκική γέννηση του ιδίου του Υιού του Θεού από την μητέρα και Παρθένο είναι αδύνατο να λεχθεί και να περιγραφεί. Και μάθε με ποιο τρόπο.
Ο μονογενής λοιπόν Υιός του Θεού, που γεννήθηκε πριν από όλους τους αιώνες από τον Πατέρα, είναι απερίγραπτος, και βρίσκεται και άνω και κάτω, και κρατεί τα πάντα στο χέρι του, και όλα συνενώνονται σ' αυτόν, και συμπληρώνει τα πάντα, και απλώνεται πάνω από όλα, και είναι πάνω από όλους τους ουρανούς, και επιβλέπει τα βάθη της θάλασσας. Και δεν υπάρχει κτίσμα που να είναι αφανές σ' αυτόν. Βρίσκεται μεταξύ των αγγέλων, βρίσκεται όλος επάνω, υπάρχει ολόκληρος παντού. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, ο τόσο μεγάλος, ο χωρίς ηλικία και μέγεθος, επειδή μπορεί να κάνει τα πάντα, μπόρεσε να γίνει και άνθρωπος. Και αφού σαρκώθηκε αληθινά και ενανθρώπησε από το άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, δεν έλειψε επάνω, και κάτω σαρκώθηκε ολόκληρος. Επομένως ποιος μπορεί να εκφράσει η γενικά να περιγράψει το μυστήριο; Πλην όμως, ανάλογα προς την ατέλεια της ανθρώπινης φύσεως η θεία Γραφή έδωσε μερικές εκφράσεις, με τις οποίες μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος και να εκπλαγεί χωρίς λόγια και να προσκυνεί το θείο μυστήριο.
Ο Υιός του Θεού λοιπόν, ο αχώρητος, εισήλθε στην αγία Παρθένο και έλαβε σάρκα από τη σάρκα της και ένωσε στην δική του θεϊκή υπόσταση την ομοούσια μ' εμάς σάρκα, με ψυχή και νου, με τρόπο που μόνο αυτός γνωρίζει. Γιατί είπα προηγουμένως, ότι ούτε νους μπορεί να το κατανοήσει ούτε λόγος μπορεί να το περιγράψει, ούτε πρέπει ο άνθρωπος να διερευνά το ανεξιχνίαστο και ανεξερεύνητο αυτό θέμα. Αφού λοιπόν ένωσε με τον εαυτό του τη φύση που προσέλαβε με την ένωση αυτή, ο μη επιδεχόμενος αύξηση Υιός του Θεού αυξανόταν ως προς τη σάρκα του και την ζωντανή ψυχή του, την λογική και νοερή, και χωρίς να μετατραπεί ο Υιός του Θεού από αυτό που ήταν, έγινε βρέφος στην κοιλιά της μητέρας του. Συντελέσθηκε λοιπό αδιαίρετη και ασύγχυτη άνωση θεότητας και ανθρωπότητας, και έτσι ο ασώματος και ανέγγιχτος σωματώθηκε και εγγίζεται, και εκείνος που γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα, ο ίδιος τώρα γεννιέται σαρκωμένος και από την αγία Παρθένο, και αυτός που δεν αποχωρίστηκε από τους κόλπους του Πατέρα του και συγκρατεί τα σύμπαντα με τη δύναμη της θεότητας και κρατεί στο χέρι του τα πάντα με την παντοκρατορική του δύναμη, ο ίδιος, αφού ενανθρώπησε και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, κοίτεται στη φάτνη παιδί σπαργανωμένο, ενώ η αγία Παρθένος έμεινε παρθένος. Διότι τα θεϊκά πράγματα είναι τέτοια. Όπως δηλαδή η ένωση της σάρκας και της θεότητας είναι ανεξερεύνητη, έτσι και είναι ανεξερεύνητη και η γέννηση. Διότι ο παντοδύναμος θείος Λόγος μπόρεσε αληθινά να σαρκωθεί και να ενανθρωπήσει στη Δέσποινα και να γεννηθεί από αυτήν και να διαφυλάξει την παρθενία της σφραγισμένη, όπως ήρθε και στάθηκε και ανάμεσα στους μαθητές, χωρίς αμφιβολία, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές.
Γι' αυτό η αγία και αποστολική Εκκλησία τα δέχεται όλα τα θεία με πρόθυμη υπακοή, και όλα τα σέβεται και τα προσκυνά με πίστη και χωρίς πολυπραγμοσύνη. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, ο αληθινός Θεός, που γεννήθηκε παιδί για τη δική μας σωτηρία, λέγεται ότι αυξάνεται ως προς τη σάρκα του, παίρνοντας τα δικά μας αδιάβλητα πάθη, και προκόβει στη γνώση και στο ανάστημα (Λουκά 2, 52) για την επιμέρους ανάδειξή τους, για να δείξει ότι η ενανθρώπηση είναι κυριολεκτική και αληθινή. Και λέγεται ότι κοπιάζει και πεινά και διψά και ότι συναναστράφηκε τους ανθρώπους (Βαρ 3, 38), και δίδαξε και φώτισε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Γιατί αυτός είναι το φως το αληθινό (Ιωάν. 1, 9).
Εξαιτίας λοιπόν της αμέτρητης φιλανθρωπίας του και έπαθε κατά τη σάρκα του. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος της δόξας σταυρώθηκε για μας και πάσχει αληθινά. Πάσχει όμως όχι κατά τη θεότητα, αλλά κατά την έμψυχη σάρκα του που είναι αδιαίρετα ενωμένη με αυτόν, και πέθανε, δηλαδή χωρίστηκε η ψυχή του από το σώμα. Γιατί η θεότητα ήταν ενωμένη αδιαίρετα και ασύγχυτα και με την ψυχή και με το σώμα. Κατέβηκε λοιπόν ο Υιός του Θεού ως προς την ψυχή του στις ψυχές των αγίων και αναστήθηκε πάλι, ενώθηκε δηλαδή η ψυχή με το σώμα. Αναστήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο μονογενής Υιός του Θεού με τη δική του δύναμη, διότι λέει, «έχω εξουσία να παραδώσω την ψυχή μου και έχω εξουσία να την ξαναπάρω». (Ιωάν. 10, 18)
Αφού λοιπόν ο Υιός του Θεού αναστήθηκε από τους νεκρούς, μαζί με την ανθρώπινη φύση του αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αυτός που πριν ήταν ασώματος, τώρα ο ίδιος είναι σαρκωμένος, αυτός που πριν ήταν απλός, τώρα ο ίδιος είναι σύνθετος, Θεός μαζί και άνθρωπος, διότι παραμένει σ' αυτόν και η φύση της θεότητας. Και αυτός που πριν ήταν απλός και ένας από την αγία Τριάδα, ο ίδιος τώρα είναι ένας από την αγία Τριάδα σαρκωμένος και έχει ενανθρωπήσει. Και αυτό που δεν μπορούσαν να το δουν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, αφού κανείς δεν μπορεί να δει τη θεότητα της προσκυνητής Τριάδος, τώρα τον ένα από την αγία Τριάδα, τον μονογενή Υιό του Θεού, τον βλέπουν να φαίνεται ως άνθρωπος, κατανοώντας ταυτόχρονα και το απερίγραπτο της θεότητάς του. Γιατί αυτό σημαίνει εκείνο που είπε ο μακάριος Παύλος, «φανερώθηκε στους αγγέλους» (Α' Τιμ. 3, 16). Προσέλαβε δηλαδή εκείνο που δεν είχε, εννοώ τη δική μας φύση, και την έχει στους αιώνες των αιώνων. Και πάλι, «θα έρθει με δόξα για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς», ήτοι δίκαιους και αμαρτωλούς. Τους δίκαιους βέβαια να τους κρίνει, δηλ. να τους δικαιώσει, για τα καλά έργα τους, ενώ τους αμαρτωλούς να τους κατακρίνει για την απιστία τους και τις πράξεις της κακίας τους.
Μας διδάσκει το Σύμβολο να πιστεύουμε, «και σε μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού». Δεν μπορεί η καθολική Εκκλησία να είναι μόνο αποστολική. Διότι η παντοδύναμη εξουσία της κεφαλής της είναι ο Χριστός, που κατόρθωσε με τους Αποστόλους να σώσει ολόκληρο τον κόσμο. Είναι λοιπόν η αγία του Θεού καθολική Εκκλησία το σύνολο των αγίων Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Ευαγγελιστών, που έζησαν δια μέσου των αιώνων, στους οποίους προστέθηκαν, αφού πίστεψαν ομόθυμα, όλα τα έθνη, γιατί έβλεπαν ότι όλα τα γένη της υφηλίου είχαν την ίδια πίστη των Χριστιανών. Χωρίς το άγιο Πνεύμα εξάλλου δεν είναι δυνατό να συναθροισθούν όλα τα έθνη και οι μύριες γλώσσες στη σκέψη της μόνης αληθινής πίστεως. Γιατί, επαναλαμβάνω ότι, εκτός από αυτό, είναι και λέγεται η Εκκλησία καθολική, επειδή τα ιδιότροπα και διεσπαρμένα σε πολλές διακλαδώσεις και άγρια και μυριόγλωσσα έθνη της υφηλίου είναι αποδέκτες μιας ειρηνικής και σωτήριας πίστης και θεογνωσίας.
Πιστεύουμε λοιπόν σε μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, στην οποία μαθητεύσαμε με την κατήχηση. Και γνωρίζουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και βαπτιζόμαστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και κοινωνούμε το σωτήριο σώμα και αίμα του Υιού του Θεού, ο οποίος με τη θέληση του Πατέρα έγινε άνθρωπος για μας και πέθανε για χάρη μας. Και διδασκόμεθα να εκτελούμε τις θείες και ευαγγελικές εντολές του, και να κρατούμε ανόθευτες τις θεόπνευστες Γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με τι οποίες κατορθώνει διαρκώς να βελτιώνεται στην πίστη και ορθή συνείδηση εκείνος που έχει στραμμένο το νου του σ' αυτές, για την ωφέλεια και τη δική του αλλά και των άλλων.
Αυτά λοιπόν αφού τα ερεύνησαν πιστά και ορθά οι άγιοι Πατέρες μας και διδάσκαλοι της ευσέβειας, μας δίδαξαν με ποιο τρόπο πρέπει να σεβόμαστε και να προσκυνούμε τα σωτήρια σύμβολα της πίστεως: Τον Σταυρό του Χριστού, εξαιτίας του Σωτήρα που καρφώθηκε σ' αυτόν, επειδή μέσω αυτού μας χάρισε τη λύτρωση και μας ελευθέρωσε από την κατάρα του ξύλου, το θυσιαστήριο πάλι ως σύμβολο του αχράντου μνήματος του Κυρίου, την προσφορά ως το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ο αληθινός Θεός και σωτήρας των ψυχών μας, τα Ευαγγέλια, επειδή περιέχουν όσα είπε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού. Όταν πάλι βλέπω τις εικόνες, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της άχραντης και ακηλίδωτης μητέρας του και Θεοτόκου Μαρίας, αμέσως ο νους μου από αυτές πηγαίνει στην τέλεια πτωχεία και συγκατάβασή του σε μας, ότι δηλαδή, ενώ ήταν Θεός, προσέλαβε μορφή δούλου και έκανε μητέρα την δούλη του, και κρατιόταν από αυτήν σαν νήπιο, και θήλασε από τους παρθενικούς μαστούς γάλα. Και καθώς με τα αισθητά μάτια ατενίζω την εικόνα εξακοντίζω τα νοητά μάτια της καρδιάς και του νου μου στο μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας και παρακαλώ την αγαθότητα και ευσπλαχνία του για τα πολλά και ασυγχώρητα αμαρτήματά μου λέγοντας, «δόξα σε σένα, Θεέ, Σωτήρα μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό και συγχώρησε τις πολλές αμαρτίες μου, συ που για χάρη μου προσέλαβες όλα τα δικά μου, εκτός μόνο από την αμαρτία».
Όταν πάλι δω την εικόνα της Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας, αμέσως λέγω, «αμόλυντη Θεοτόκε, Μητέρα του Χριστού του Θεού, παρακάλεσε τον Υιό σου και Θεό μου να με λυπηθεί εξαιτίας της αγαθότητας και ευσπλαχνίας του. Μη παραβλέψεις την ικεσία των αμαρτωλών, πολυσέβαστη, γιατί είναι σπλαχνικός και μπορεί να σώσει, αφού καταδέχτηκε να πάθει για μας».
Και όταν δω εικόνα αποστόλου η μάρτυρα, η κάποιου από τους αγίους, δηλαδή παράσταση των παθημάτων τους, τα οποία υπέστησαν με γενναιότητα για τον Χριστό, λέγω, «δόξα σε σένα, Θεέ αυτού του αποστόλου η αυτού του αγίου». Και λέγοντας αυτά με τον τρόπο αυτό απευθύνω τη δοξολογία στο Θεό. Αυτά έτσι τα παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες, των οποίων τα ονόματα και τα λόγια θα σημειώσουμε στο τεύχος, με τη θέληση και φροντίδα του Θεού.
Εσείς όμως οι νεόκοποι κήρυκες και χωρίς περιεχόμενο θεολόγοι, σεις που ακούσατε το κήρυγμα των αγίων Αποστόλων και των διαδόχων και μαθητών τους, που είναι οι Πατέρες και διδάσκαλοί μας, όπως μας το παρέδωσαν αυτοί, από το θάνατο του Κυρίου και τη σωτήρια ανάστασή του μέχρι την ογδόη αυτή Ινδικτιώνα, λέτε ότι έχουν περάσει εφτακόσια σαράντα πέντε χρόνια από τότε, και μέχρι τώρα οι σεβάσμιες εικόνες προσκυνούνταν και προσκυνούνται από τους πιστούς, όπως είπαμε προηγουμένως. Αποδείξατε τάχα ότι κατά τα εφτακόσια αυτά χρόνια η καθολική και αποστολική Εκκλησία και οι διδάσκαλοι και ποιμένες της βρίσκονταν σε πλάνη και ότι σε σας τους νεόκοπους κήρυκες αποκαλύφθηκε η αλήθεια της πίστεως; Γιατί από τότε που αρχίσατε να κάνετε την έρευνα αυτή, πέρασαν πάνω κάτω σαράντα πέντε χρόνια. Διότι από την ενάτη ινδικτιώνα αρχίσατε να αντιτίθεσθε στην αλήθεια και να ψάχνετε πώς να διαστρέψετε αυτά που δεν διαστρέφονται, διότι οι άγιοι Πατέρες μας έκτισαν πάνω στην πέτρα της αληθείας, και δε θα την καταβάλουν οι πύλες του άδη (Ματθ. 16, 18), που είναι τα άδικα και πονηρά στόματα των αιρετικών.
Απιστήσατε στους Πατέρες και στο βάπτισμα που πήρατε από αυτούς, και δε δεχθήκατε την πίστη και τα λόγια τους. Δείξατε καθαρά τίνων μαθητές και διάδοχοι είστε...,ότι δηλαδή είστε μαθητές εκείνων που μαζί με τον Άννα και τον Καϊάφα λένε στον Πιλάτο, «εμείς δεν έχουμε βασιλιά, παρά μόνο τον Καίσαρα» (Ιωάν. 19, 15), αν και φέρετε δέρμα προβάτου και φοράτε στολή ποιμένα. Γιατί εκείνοι αρνήθηκαν τον Σωτήρα μπροστά στον Πιλάτο και, αφού τον κάρφωσαν στον σταυρό, τον θανάτωσαν, αλλά εκείνος με τη θεϊκή του δύναμη αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά της μεγαλωσύνης του Θεού και Πατέρα του, «διότι αυτό που έπαθε για χάρη μας» (Α' Πέτρ. 4, 1), το έπαθε μια φορά, «και ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσία επάνω του» (Ρωμ. 6, 9), έστω και αν εσείς όντας φιλοπόλεμοι φιλονικείτε μαζί μας. Το ίδιο και σεις κάνετε τώρα, διότι μη μπορώντας να σταυρώσετε για δεύτερη φορά τον Σωτήρα, δείξατε ολοφάνερα όλη την κακία σας στις απεικονίσεις και υπομνήσεις της ένσαρκης οικονομίας αυτού, μαζί και στις απεικονίσεις της κατά σάρκα μητέρας του και των αγίων μαθητών και αποστόλων του. Διότι πράγματι χρησιμοποιήσατε και φωτιά και μύρια τεχνάσματα εναντίων των αγίων εικόνων, νομίζοντας ότι θα εξαλειφθεί τελείως η ανάμνησή τους, μαινόμενοι εναντίον των αναμνηστικών χρωματικών απεικονίσεών τους. Κάνοντας όμως αυτά ακονίζετε εναντίον σας το ξίφος της δικαιοκρισίας και της πολλής μακροθυμίας και αγαθότητας του Θεού.
Γι' αυτό σας παρακαλώ να απορρίψετε την μάταιη διδασκαλία σας και να κατακρίνετε τους εαυτούς σας καλώς, για όσα κακώς διαπράξατε. Ανορθώστε τα λυγισμένα γόνατα της ψυχής σας, και σηκώστε όρθιους τους αυχένες σας, και με τις άγιες φωνές των Πατέρων, μαζί με μας, αποδώστε το σεβασμό στις άγιες εικόνες, ώστε με μια φωνή να αναπέμψουμε δοξολογία στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Ο ισραηλίτης Ναβουθέ, επειδή δεν θέλησε να παραδώσει το πατρικό του αμπέλι, καταλιθοβολίθηκε λέγοντας, δεν θα παραδώσω την κληρονομία των πατέρων μου. Ενώ αυτοί, που έλαχε να είναι επίσκοποι και ποιμένες των λογικών προβάτων, εξαιτίας άσκοπης δόξας και μόνο, περιφρονώντας τις φωνές των Πατέρων, αφού εξόπλισαν τους εαυτούς τους εναντίον της πίστεως, διαστρεβλώνουν όσα είπαν εκείνοι ορθά, και διδάσκουν σύμφωνα με το φτωχό και θολωμένο μυαλό τους. Γιατί εκείνοι ( οι Πατέρες), ασχολούμενοι με οξυδέρκεια και με καθαρό το μάτι της διάνοιάς τους με τα ιερά λόγια της θεόπνευστης Γραφής, εισάγουν στις ψυχές τους θεϊκό κέρδος, σαν κάποιο θησαυρό ουράνιο, ενώ αυτοί, έχοντας τον νου τους στραμμένο προς το ψέμα και επηρεαζόμενο από την αθυροστομία μερικών και, ακόμη, έχοντας τον εραστή της βέβηλης γνώσης, θα γίνουν κοινωνοί εκείνων, για τους οποίους ο μακάριος Παύλος γράφει, «ο θεός του κόσμου αυτού τύφλωσε το νου των απίστων, για να μη έλθει σ' αυτούς ο φωτισμός του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού» (Β' Κορ. 4, 4). Διότι είναι τυφλωμένοι και οδηγούν τυφλούς, γι΄ αυτό οπωσδήποτε θα πέσουν και στους βόθρους της απώλειας. Γιατί, όπως είπε ο ίδιος ο Σωτήρας, «όταν ένας τυφλός οδηγεί άλλον τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο» (Ματθ. 15, 14). Μωρολογούν λοιπόν μερικοί εναντίον των Πατέρων και διδασκάλων της αλήθειας, και έχοντας τον νου τους γεμάτο διαβολική απαιδευσία, βιάζονται να διαστρεβλώνουν το μυστήριο της αλήθειας, αρνούμενοι ανεπιφύλακτα την ενσάρκωση του Μονογενούς, «χωρίς να κατανοούν ούτε αυτά που λένε, ούτε αυτά που διαβεβαιώνουν», όπως έχει γραφεί (Α' Τιμ. 1, 7).
Εφευρέτες αυτής της ασέβειας υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι τα παλιά χρόνια που πέρασαν, και εκείνων την ασέβεια προφασίζονται τώρα αυτοί οι νέοι Φαρισαίοι. Γιατί, όπως αληθινά εκείνοι αρνήθηκαν ότι ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε, έτσι και τώρα οι νεόκοποι κήρυκες δε θέλουν να προσκυνούν και να σέβονται τις σεβάσμιες και σεπτές εικόνες της σωματικής παρουσίας του Χριστού, και της κατά σάρκα άχραντης Μητέρας του και πραγματικής Θεοτόκου και αειπάρθενης Μαρίας, και όλων των αγίων του. Αλλά, μωρολογώντας, κατασκεύασαν νέα πίστη, διαφορετική από την αρχική των αγίων Πατέρων μας, που ήταν μαθητές και διάδοχοι των αγίων Αποστόλων. Γιατί, ενώ λέγουν ό,τι τους αρέσει, περισσότερο από τους αγίους Πατέρες, των οποίων τα λόγια και οι αρετές αποτελούν στήριγμα και κολόνα της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, διαβεβαιώνουν ότι διαφυλάσσουν την πίστη. Διότι τις φωνές αυτών των Πατέρων, τις οποίες μεγαλόφωνα διακήρυξαν για τις σεβάσμιες και προσκυνητές εικόνες, αυτοί οι νεόκοποι σοφοί, τις διαστρεβλώνουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες για το δικό τους σκοπό. Διότι, ενώ εκείνοι, καθώς και οι προφήτες, μίλησαν για τα ξόανα των ειδώλων και τις δαιμονικές στήλες, αυτοί τα μετέστρεψαν εναντίον των αγίων εικόνων, περιφρονώντας τα λόγια και τις μαρτυρίες των αγίων Πατέρων και διδασκάλων της αγίας και άμεμπτης και ορθόδοξης πίστεως των Χριστιανών για την ένσαρκη και ανθρώπινη μορφή του προσώπου του Χριστού, και για τις ζωγραφισμένες άγιες εικόνες, τις οποίες μας δίδαξαν μεγαλόφωνα να τις σεβόμαστε και να τις προσκυνούμε. Γι' αυτό, κάνοντας παρακάτω λόγο προς τους νεόκοπους κήρυκες, αν μας επιτρέψει ο Θεός, που μας δίνει και την αναπνοή, θα παραθέσουμε λίγα από τα πολλά, για να δείξουμε τη χαλασμένη σκέψη αυτών που αποστρέφονται τις εικόνες, επειδή δήθεν είναι έργα ανθρώπινων χεριών.
Ας μας πουν οι νεφελώδεις φιλόσοφοι και μεμψίμοιροι και φίλοι της αισχρής και βέβηλης και εχθρικής για το Θεό συνόδου, η οποία συνήλθε με την ανοχή του Θεού στην Κωνσταντινούπολη, στον τόπο που λέγεται Ονέρια, με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό παραποιούν τα λόγια των Πατέρων και τα διαστρεβλώνουν, εξαπατώντας τους εαυτούς τους, παρασυρόμενοι και δελεαζόμενοι. Πέστε μας, λοιπόν, σεις που τώρα επιχειρείτε μάταια νέα έκθεση πίστεως, ποιο πράγμα προσκυνητό και σεβάσμιο και λατρευτό πάνω στη γη είναι αχειροποίητο; Ο σταυρός; Το θυσιαστήριο; Η προσφορά; Το Ευαγγέλιο; Όλα είναι χειροποίητα, αλλά σεβαστά σε μας και σύμβολα της σωτηρίας, όπως και οι εικόνες των αγίων και της ένσαρκης οικονομίας του Χριστού, της πραγματικής και ανθρώπινης σάρκας του, την οποία προσέλαβε για τη σωτηρία μας από την πάναγνη και Θεοτόκο Μαρία, παίρνοντας όλα τα δικά μας, εκτός από την αμαρτία. Γι' αυτό και την εικόνα τη δική του και της άχραντης Μητέρας του την προσκυνούνε και την σεβόμαστε, ενώ εσείς θεωρείτε το μυστήριο φαινομενικό. Εμείς όμως που είμαστε οπαδοί της αλήθειας των αγίων Αποστόλων και των αγίων μαθητών και διαδόχων τους, και δικών μας Πατέρων και διδασκάλων, την πίστη που μας παραδόθηκε από αυτούς για την αγία και ομοούσια και προσκυνητή Τριάδα, με ακάλυπτο το πρόσωπο (Β' Κορ.3, 18) και μεγαλόπρεπη φωνή διακηρύσσουμε και λέμε τα λόγια του προφήτη Ησαΐα «ανέβα, συ που κηρύττεις το Ευαγγέλιο, σε ψηλό όρος» (Ης. 40, 9). Και εμείς ανεβαίνουμε στην τρισυπόστατη ομοούσια κορυφή της δόξας, διακηρύσσοντας τα αγαθά της ορθόδοξης πίστεως, λέγοντας:
Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, που είναι αγία Τριάδα άκτιστη, αίδια, ασύγχυτη, αδιαίρετη, ομοούσια, η οποία προσκυνείται και δοξολογείται σε μια θεότητα και βασιλεία και κυριότητα, και σε τρία πρόσωπα, δηλαδή υποστάσεις και ιδιότητες. Όταν λέω «ιδιότητα», να εννοείς τον Πατέρα Πατέρα, και τον Υιό Υιό, και το άγιο Πνεύμα άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτές οι ιδιότητες δεν αντιστρέφονται. Διότι ο Πατέρας δεν μπορεί να είναι Υιός, η ο Υιός Πατέρας, η το άγιο Πνεύμα να είναι Πατέρας η Υιός, αλλά, όπως είπα, ο Πατέρας είναι Πατέρας και ο Υιός Υιός και το άγιο Πνεύμα άγιο Πνεύμα. Δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Πατέρας και δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Υιός, και δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε Πνεύμα άγιο. Γι' αυτό είναι ακατάληπτη και η γέννηση του Μονογενούς, και η εκπόρευση του αγίου Πνεύματος. Προσκυνείς τον Πατέρα; Μέσα σ' αυτόν προσκυνείται ο Υιός και το άγιο Πνεύμα. Προσκυνείς τον Υιό; Σ' αυτόν προσκυνείς τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα. Προσκυνείς το άγιο Πνεύμα; Σ' αυτό προσκυνείς τον Πατέρα και τον Υιό. Τα εννοείς έτσι, όχι επειδή τα πρόσωπα συγχέονται, αλλ' επειδή είναι ταυτόσημη και απαράλλακτη η ουσία τους. Διότι, αφού είναι μία η φύση και η ουσία και η θεότητα, μία είναι και η προσκύνηση της αγίας και ομοούσιας Τριάδος. Αλλά, επειδή ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα ονομάζονται και είναι ως προς την ουσία και τα τρία ίσα. Η θεόπνευστη Γραφή απέδωσε την αρχή στον Πατέρα και κατ' ακολουθίαν με την ευδοκία του Πατέρα και ο Υιός έκανε τα πάντα και το άγιο Πνεύμα τελειοποίησε τα πάντα. Είναι λοιπόν Θεός ο Πατέρας, Θεός ο Υιός, Θεός το άγιο Πνεύμα. Επειδή όμως λέμε Θεός και Θεός και Θεός, δεν μπορείς να πεις ότι είναι τρεις θεοί, αλλά να ενθυμείσαι ότι είναι τρία πρόσωπα και να ομολογείς το καθένα πρόσωπο. Λέγεται λοιπόν ένας Θεός, επειδή είναι εντελώς ίδια η φύση και η θεότητα και η ουσία και η συναϊδιότητά τους. Γι' αυτό και δοξάζουμε και προσκυνούμε την αγία Τριάδα σε πρόσωπο ενικό.
Μάθαμε και πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού γεννήθηκε από τον Πατέρα κατά τρόπο απερίγραπτο, αχρόνως, ασωμάτως, και πριν από όλους τους αιώνες. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, το φως που προήλθε από το φως, ο αληθινός Θεός που προήλθε από τον αληθινό Θεό και Πατέρα με τη θέληση του Πατέρα, σαρκώθηκε στην πάναγνη και αγιασμένη από το άγιο Πνεύμα Παρθένο, την αγία Μαρία, η οποία είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος. Και όπως η προέλευση από τον Πατέρα του ιδίου του Υιού είναι κάτι το ακατάληπτο και ανερμήνευτο και εξαιτίας αυτού τον προσκυνούμε και τον δοξάζουμε με πίστη και σιωπή, έτσι και η σαρκική γέννηση του ιδίου του Υιού του Θεού από την μητέρα και Παρθένο είναι αδύνατο να λεχθεί και να περιγραφεί. Και μάθε με ποιο τρόπο.
Ο μονογενής λοιπόν Υιός του Θεού, που γεννήθηκε πριν από όλους τους αιώνες από τον Πατέρα, είναι απερίγραπτος, και βρίσκεται και άνω και κάτω, και κρατεί τα πάντα στο χέρι του, και όλα συνενώνονται σ' αυτόν, και συμπληρώνει τα πάντα, και απλώνεται πάνω από όλα, και είναι πάνω από όλους τους ουρανούς, και επιβλέπει τα βάθη της θάλασσας. Και δεν υπάρχει κτίσμα που να είναι αφανές σ' αυτόν. Βρίσκεται μεταξύ των αγγέλων, βρίσκεται όλος επάνω, υπάρχει ολόκληρος παντού. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, ο τόσο μεγάλος, ο χωρίς ηλικία και μέγεθος, επειδή μπορεί να κάνει τα πάντα, μπόρεσε να γίνει και άνθρωπος. Και αφού σαρκώθηκε αληθινά και ενανθρώπησε από το άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, δεν έλειψε επάνω, και κάτω σαρκώθηκε ολόκληρος. Επομένως ποιος μπορεί να εκφράσει η γενικά να περιγράψει το μυστήριο; Πλην όμως, ανάλογα προς την ατέλεια της ανθρώπινης φύσεως η θεία Γραφή έδωσε μερικές εκφράσεις, με τις οποίες μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος και να εκπλαγεί χωρίς λόγια και να προσκυνεί το θείο μυστήριο.
Ο Υιός του Θεού λοιπόν, ο αχώρητος, εισήλθε στην αγία Παρθένο και έλαβε σάρκα από τη σάρκα της και ένωσε στην δική του θεϊκή υπόσταση την ομοούσια μ' εμάς σάρκα, με ψυχή και νου, με τρόπο που μόνο αυτός γνωρίζει. Γιατί είπα προηγουμένως, ότι ούτε νους μπορεί να το κατανοήσει ούτε λόγος μπορεί να το περιγράψει, ούτε πρέπει ο άνθρωπος να διερευνά το ανεξιχνίαστο και ανεξερεύνητο αυτό θέμα. Αφού λοιπόν ένωσε με τον εαυτό του τη φύση που προσέλαβε με την ένωση αυτή, ο μη επιδεχόμενος αύξηση Υιός του Θεού αυξανόταν ως προς τη σάρκα του και την ζωντανή ψυχή του, την λογική και νοερή, και χωρίς να μετατραπεί ο Υιός του Θεού από αυτό που ήταν, έγινε βρέφος στην κοιλιά της μητέρας του. Συντελέσθηκε λοιπό αδιαίρετη και ασύγχυτη άνωση θεότητας και ανθρωπότητας, και έτσι ο ασώματος και ανέγγιχτος σωματώθηκε και εγγίζεται, και εκείνος που γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα, ο ίδιος τώρα γεννιέται σαρκωμένος και από την αγία Παρθένο, και αυτός που δεν αποχωρίστηκε από τους κόλπους του Πατέρα του και συγκρατεί τα σύμπαντα με τη δύναμη της θεότητας και κρατεί στο χέρι του τα πάντα με την παντοκρατορική του δύναμη, ο ίδιος, αφού ενανθρώπησε και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, κοίτεται στη φάτνη παιδί σπαργανωμένο, ενώ η αγία Παρθένος έμεινε παρθένος. Διότι τα θεϊκά πράγματα είναι τέτοια. Όπως δηλαδή η ένωση της σάρκας και της θεότητας είναι ανεξερεύνητη, έτσι και είναι ανεξερεύνητη και η γέννηση. Διότι ο παντοδύναμος θείος Λόγος μπόρεσε αληθινά να σαρκωθεί και να ενανθρωπήσει στη Δέσποινα και να γεννηθεί από αυτήν και να διαφυλάξει την παρθενία της σφραγισμένη, όπως ήρθε και στάθηκε και ανάμεσα στους μαθητές, χωρίς αμφιβολία, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές.
Γι' αυτό η αγία και αποστολική Εκκλησία τα δέχεται όλα τα θεία με πρόθυμη υπακοή, και όλα τα σέβεται και τα προσκυνά με πίστη και χωρίς πολυπραγμοσύνη. Αυτός λοιπόν ο Υιός του Θεού, ο αληθινός Θεός, που γεννήθηκε παιδί για τη δική μας σωτηρία, λέγεται ότι αυξάνεται ως προς τη σάρκα του, παίρνοντας τα δικά μας αδιάβλητα πάθη, και προκόβει στη γνώση και στο ανάστημα (Λουκά 2, 52) για την επιμέρους ανάδειξή τους, για να δείξει ότι η ενανθρώπηση είναι κυριολεκτική και αληθινή. Και λέγεται ότι κοπιάζει και πεινά και διψά και ότι συναναστράφηκε τους ανθρώπους (Βαρ 3, 38), και δίδαξε και φώτισε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Γιατί αυτός είναι το φως το αληθινό (Ιωάν. 1, 9).
Εξαιτίας λοιπόν της αμέτρητης φιλανθρωπίας του και έπαθε κατά τη σάρκα του. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος της δόξας σταυρώθηκε για μας και πάσχει αληθινά. Πάσχει όμως όχι κατά τη θεότητα, αλλά κατά την έμψυχη σάρκα του που είναι αδιαίρετα ενωμένη με αυτόν, και πέθανε, δηλαδή χωρίστηκε η ψυχή του από το σώμα. Γιατί η θεότητα ήταν ενωμένη αδιαίρετα και ασύγχυτα και με την ψυχή και με το σώμα. Κατέβηκε λοιπόν ο Υιός του Θεού ως προς την ψυχή του στις ψυχές των αγίων και αναστήθηκε πάλι, ενώθηκε δηλαδή η ψυχή με το σώμα. Αναστήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο μονογενής Υιός του Θεού με τη δική του δύναμη, διότι λέει, «έχω εξουσία να παραδώσω την ψυχή μου και έχω εξουσία να την ξαναπάρω». (Ιωάν. 10, 18)
Αφού λοιπόν ο Υιός του Θεού αναστήθηκε από τους νεκρούς, μαζί με την ανθρώπινη φύση του αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αυτός που πριν ήταν ασώματος, τώρα ο ίδιος είναι σαρκωμένος, αυτός που πριν ήταν απλός, τώρα ο ίδιος είναι σύνθετος, Θεός μαζί και άνθρωπος, διότι παραμένει σ' αυτόν και η φύση της θεότητας. Και αυτός που πριν ήταν απλός και ένας από την αγία Τριάδα, ο ίδιος τώρα είναι ένας από την αγία Τριάδα σαρκωμένος και έχει ενανθρωπήσει. Και αυτό που δεν μπορούσαν να το δουν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, αφού κανείς δεν μπορεί να δει τη θεότητα της προσκυνητής Τριάδος, τώρα τον ένα από την αγία Τριάδα, τον μονογενή Υιό του Θεού, τον βλέπουν να φαίνεται ως άνθρωπος, κατανοώντας ταυτόχρονα και το απερίγραπτο της θεότητάς του. Γιατί αυτό σημαίνει εκείνο που είπε ο μακάριος Παύλος, «φανερώθηκε στους αγγέλους» (Α' Τιμ. 3, 16). Προσέλαβε δηλαδή εκείνο που δεν είχε, εννοώ τη δική μας φύση, και την έχει στους αιώνες των αιώνων. Και πάλι, «θα έρθει με δόξα για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς», ήτοι δίκαιους και αμαρτωλούς. Τους δίκαιους βέβαια να τους κρίνει, δηλ. να τους δικαιώσει, για τα καλά έργα τους, ενώ τους αμαρτωλούς να τους κατακρίνει για την απιστία τους και τις πράξεις της κακίας τους.
Μας διδάσκει το Σύμβολο να πιστεύουμε, «και σε μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού». Δεν μπορεί η καθολική Εκκλησία να είναι μόνο αποστολική. Διότι η παντοδύναμη εξουσία της κεφαλής της είναι ο Χριστός, που κατόρθωσε με τους Αποστόλους να σώσει ολόκληρο τον κόσμο. Είναι λοιπόν η αγία του Θεού καθολική Εκκλησία το σύνολο των αγίων Πατέρων, Πατριαρχών, Προφητών, Αποστόλων, Ευαγγελιστών, που έζησαν δια μέσου των αιώνων, στους οποίους προστέθηκαν, αφού πίστεψαν ομόθυμα, όλα τα έθνη, γιατί έβλεπαν ότι όλα τα γένη της υφηλίου είχαν την ίδια πίστη των Χριστιανών. Χωρίς το άγιο Πνεύμα εξάλλου δεν είναι δυνατό να συναθροισθούν όλα τα έθνη και οι μύριες γλώσσες στη σκέψη της μόνης αληθινής πίστεως. Γιατί, επαναλαμβάνω ότι, εκτός από αυτό, είναι και λέγεται η Εκκλησία καθολική, επειδή τα ιδιότροπα και διεσπαρμένα σε πολλές διακλαδώσεις και άγρια και μυριόγλωσσα έθνη της υφηλίου είναι αποδέκτες μιας ειρηνικής και σωτήριας πίστης και θεογνωσίας.
Πιστεύουμε λοιπόν σε μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, στην οποία μαθητεύσαμε με την κατήχηση. Και γνωρίζουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και βαπτιζόμαστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και κοινωνούμε το σωτήριο σώμα και αίμα του Υιού του Θεού, ο οποίος με τη θέληση του Πατέρα έγινε άνθρωπος για μας και πέθανε για χάρη μας. Και διδασκόμεθα να εκτελούμε τις θείες και ευαγγελικές εντολές του, και να κρατούμε ανόθευτες τις θεόπνευστες Γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με τι οποίες κατορθώνει διαρκώς να βελτιώνεται στην πίστη και ορθή συνείδηση εκείνος που έχει στραμμένο το νου του σ' αυτές, για την ωφέλεια και τη δική του αλλά και των άλλων.
Αυτά λοιπόν αφού τα ερεύνησαν πιστά και ορθά οι άγιοι Πατέρες μας και διδάσκαλοι της ευσέβειας, μας δίδαξαν με ποιο τρόπο πρέπει να σεβόμαστε και να προσκυνούμε τα σωτήρια σύμβολα της πίστεως: Τον Σταυρό του Χριστού, εξαιτίας του Σωτήρα που καρφώθηκε σ' αυτόν, επειδή μέσω αυτού μας χάρισε τη λύτρωση και μας ελευθέρωσε από την κατάρα του ξύλου, το θυσιαστήριο πάλι ως σύμβολο του αχράντου μνήματος του Κυρίου, την προσφορά ως το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ο αληθινός Θεός και σωτήρας των ψυχών μας, τα Ευαγγέλια, επειδή περιέχουν όσα είπε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού. Όταν πάλι βλέπω τις εικόνες, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της άχραντης και ακηλίδωτης μητέρας του και Θεοτόκου Μαρίας, αμέσως ο νους μου από αυτές πηγαίνει στην τέλεια πτωχεία και συγκατάβασή του σε μας, ότι δηλαδή, ενώ ήταν Θεός, προσέλαβε μορφή δούλου και έκανε μητέρα την δούλη του, και κρατιόταν από αυτήν σαν νήπιο, και θήλασε από τους παρθενικούς μαστούς γάλα. Και καθώς με τα αισθητά μάτια ατενίζω την εικόνα εξακοντίζω τα νοητά μάτια της καρδιάς και του νου μου στο μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας και παρακαλώ την αγαθότητα και ευσπλαχνία του για τα πολλά και ασυγχώρητα αμαρτήματά μου λέγοντας, «δόξα σε σένα, Θεέ, Σωτήρα μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό και συγχώρησε τις πολλές αμαρτίες μου, συ που για χάρη μου προσέλαβες όλα τα δικά μου, εκτός μόνο από την αμαρτία».
Όταν πάλι δω την εικόνα της Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας, αμέσως λέγω, «αμόλυντη Θεοτόκε, Μητέρα του Χριστού του Θεού, παρακάλεσε τον Υιό σου και Θεό μου να με λυπηθεί εξαιτίας της αγαθότητας και ευσπλαχνίας του. Μη παραβλέψεις την ικεσία των αμαρτωλών, πολυσέβαστη, γιατί είναι σπλαχνικός και μπορεί να σώσει, αφού καταδέχτηκε να πάθει για μας».
Και όταν δω εικόνα αποστόλου η μάρτυρα, η κάποιου από τους αγίους, δηλαδή παράσταση των παθημάτων τους, τα οποία υπέστησαν με γενναιότητα για τον Χριστό, λέγω, «δόξα σε σένα, Θεέ αυτού του αποστόλου η αυτού του αγίου». Και λέγοντας αυτά με τον τρόπο αυτό απευθύνω τη δοξολογία στο Θεό. Αυτά έτσι τα παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες, των οποίων τα ονόματα και τα λόγια θα σημειώσουμε στο τεύχος, με τη θέληση και φροντίδα του Θεού.
Εσείς όμως οι νεόκοποι κήρυκες και χωρίς περιεχόμενο θεολόγοι, σεις που ακούσατε το κήρυγμα των αγίων Αποστόλων και των διαδόχων και μαθητών τους, που είναι οι Πατέρες και διδάσκαλοί μας, όπως μας το παρέδωσαν αυτοί, από το θάνατο του Κυρίου και τη σωτήρια ανάστασή του μέχρι την ογδόη αυτή Ινδικτιώνα, λέτε ότι έχουν περάσει εφτακόσια σαράντα πέντε χρόνια από τότε, και μέχρι τώρα οι σεβάσμιες εικόνες προσκυνούνταν και προσκυνούνται από τους πιστούς, όπως είπαμε προηγουμένως. Αποδείξατε τάχα ότι κατά τα εφτακόσια αυτά χρόνια η καθολική και αποστολική Εκκλησία και οι διδάσκαλοι και ποιμένες της βρίσκονταν σε πλάνη και ότι σε σας τους νεόκοπους κήρυκες αποκαλύφθηκε η αλήθεια της πίστεως; Γιατί από τότε που αρχίσατε να κάνετε την έρευνα αυτή, πέρασαν πάνω κάτω σαράντα πέντε χρόνια. Διότι από την ενάτη ινδικτιώνα αρχίσατε να αντιτίθεσθε στην αλήθεια και να ψάχνετε πώς να διαστρέψετε αυτά που δεν διαστρέφονται, διότι οι άγιοι Πατέρες μας έκτισαν πάνω στην πέτρα της αληθείας, και δε θα την καταβάλουν οι πύλες του άδη (Ματθ. 16, 18), που είναι τα άδικα και πονηρά στόματα των αιρετικών.
Απιστήσατε στους Πατέρες και στο βάπτισμα που πήρατε από αυτούς, και δε δεχθήκατε την πίστη και τα λόγια τους. Δείξατε καθαρά τίνων μαθητές και διάδοχοι είστε...,ότι δηλαδή είστε μαθητές εκείνων που μαζί με τον Άννα και τον Καϊάφα λένε στον Πιλάτο, «εμείς δεν έχουμε βασιλιά, παρά μόνο τον Καίσαρα» (Ιωάν. 19, 15), αν και φέρετε δέρμα προβάτου και φοράτε στολή ποιμένα. Γιατί εκείνοι αρνήθηκαν τον Σωτήρα μπροστά στον Πιλάτο και, αφού τον κάρφωσαν στον σταυρό, τον θανάτωσαν, αλλά εκείνος με τη θεϊκή του δύναμη αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά της μεγαλωσύνης του Θεού και Πατέρα του, «διότι αυτό που έπαθε για χάρη μας» (Α' Πέτρ. 4, 1), το έπαθε μια φορά, «και ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσία επάνω του» (Ρωμ. 6, 9), έστω και αν εσείς όντας φιλοπόλεμοι φιλονικείτε μαζί μας. Το ίδιο και σεις κάνετε τώρα, διότι μη μπορώντας να σταυρώσετε για δεύτερη φορά τον Σωτήρα, δείξατε ολοφάνερα όλη την κακία σας στις απεικονίσεις και υπομνήσεις της ένσαρκης οικονομίας αυτού, μαζί και στις απεικονίσεις της κατά σάρκα μητέρας του και των αγίων μαθητών και αποστόλων του. Διότι πράγματι χρησιμοποιήσατε και φωτιά και μύρια τεχνάσματα εναντίων των αγίων εικόνων, νομίζοντας ότι θα εξαλειφθεί τελείως η ανάμνησή τους, μαινόμενοι εναντίον των αναμνηστικών χρωματικών απεικονίσεών τους. Κάνοντας όμως αυτά ακονίζετε εναντίον σας το ξίφος της δικαιοκρισίας και της πολλής μακροθυμίας και αγαθότητας του Θεού.
Γι' αυτό σας παρακαλώ να απορρίψετε την μάταιη διδασκαλία σας και να κατακρίνετε τους εαυτούς σας καλώς, για όσα κακώς διαπράξατε. Ανορθώστε τα λυγισμένα γόνατα της ψυχής σας, και σηκώστε όρθιους τους αυχένες σας, και με τις άγιες φωνές των Πατέρων, μαζί με μας, αποδώστε το σεβασμό στις άγιες εικόνες, ώστε με μια φωνή να αναπέμψουμε δοξολογία στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου