α΄. Η καλύτερη παρηγοριά για τους θλιμμένους είναι η επίγνωση των αμαρτημάτων τους
Το πρώτο σου γιατρικό, το πρώτο παυσίπονο που θα πάρεις στον καιρό των θλίψεων, ας είναι τούτος ο καλός λογισμός, που αναφέραμε και ρίν, όται για τις πολλές σου αμαρτίες σου άξιζαν χειρότερα δεινά. Και μην τολμήσεις να πεις, όπως μερικοί ανόητοι, ότι δεν έχεις κάνει κανένα κακό. Όλοι έχουμε αμαρτήσει, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Όταν οι άγιοι Τρεις Παίδες μέσα στο καμίνι δόξαζαν το Θεό λέγοντας, “Ας είσαι δοξασμένος Κύριε, γιατί με ακρίβεια και δικαιοκρισία ξεσήκωσες όλα τούτα εναντίον μας, εξαιτίας των αμαρτιών μας” (Δαν., Προσ. Άζαρ.: 2, 4), τι να πούμε εμείς; Όταν ο μέγας Παύλος ομολογούσε ότι είναι ο πρώτος των αμαρτωλών (Α΄Τιμ. 1:15), δεν θα είμαστε αναίσθητοι και θρασύτατοι αν αρνηθούμε τη δική μας αμαρτωλότητα;
Όταν, λοιπόν, σε χτυπήσει μια συμφορά, αναλογίσου πόσες φορές παραβίασες τις θείες εντολές, πόσες φορές υπερηφανεύθηκες, θύμωσες, αδίκησες, έβρισες, υποκρίθηκες, συκοφάντησες ή μ΄οποιονδήποτε άλλο τρόπο έσφαλες ενώπιον του Κυρίου, από τον οποίο τόσο έχεις ευεργετηθεί, και απέναντι στους συνανθρώπους σου, τους οποίους οφείλεις ν΄αγαπάς σαν τον εαυτό σου. Και τότε θα παραδεχθείς και θα ομολογήσεις με ντροπή, ότι και αυτή και άλλη βαρύτερη παίδευση έπρεπε να σου στείλει η δικαιοκρισία του Θεού, πού, όπως δεν αφήνει αρετή αβράβευτη, έτσι δεν αφήνει και αμαρτία απαίδευτη.
Αν για έναν και μόνο υπερήφανο λογισμό τιμωρήθηκε τόσο αυστηρά ο Εωσφόρος, πού σαν άγγελος ήταν το εκλεκτότερο δημιούργημα του Πλάστη, πόσο πρέπει να τιμωρηθείς εσύ, ο άνθρωπος, πού τόσες φορές και με τόσους τρόπους έχεις υπερηφανευθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Αν για μια και μόνη παράβαση εξορίστηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο, τι πρέπει να πάθεις εσύ, που τόσες παραβάσεις και ανομίες κάνεις καθημερινά;
Με τέτοιες και άλλες παρόμοιες σκέψεις θα παρηγορηθείς και θα καταλάβεις πώς οι θλίψεις, που δοκιμάζεις, είναι ασήμαντες μπροστά σ΄αυτές που θα σου άξιζαν, όταν μάλιστα έτσι καθαρίζεσαι και αποκτάς ελπίδα σωτηρίας. Γιατί είναι σαν να χρωστάς σε κάποιον χίλια φλουριά, κι απ΄αυτά να πληρώνεις μόνο δέκα στο δανειστή σου, που σου χαρίζει μεγαλόψυχα τα υπόλοιπα.
β΄. Η παρηγοριά της προσευχής
Δεν υπάρχει στον κόσμο υψηλότερη εργασία από την προσευχή, γιατί αυτή ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Για το μεγαλείο και τη σπουδαιότητά της, τους τρόπους και τ΄αποτελέσματά της μας μιλούν διεξοδικά οι ιερές Γραφές και οι άγιοι Πατέρες. Εδώ τώρα θα τονίσουμε μόνο πόσο βοηθάει στις θλίψεις.
Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη παράκληση από την καταφυγή στον Κύριο με την προσευχή.
“Στον Κύριο προσευχήθηκα δυνατά, όταν με βρήκαν θλίψεις, και με άκουσε”, λέει ο προφήτης Δαβίδ (Ψαλμ. 119:1).
Αυτό έκαναν όλοι οι άγιοι στις θλίψεις τους, και η θεία βοήθεια δεν αργούσε, όπως δεν αργεί ποτέ ν΄ανταποκριθεί στην ικεσία του δικαίου. Είναι, άλλωστε, ρητή η υπόσχεση του Κυρίου:
“Ζήτησε τη βοήθειά μου στη θλίψη σου, και θα σε γλυτώσω απ΄αυτήν” (Ψαλμ. 49:15).
Μόλις, λοιπόν, πέσει επάνω σου ηθλίψη,μη μικροψυχήσεις, μην ταραχθείς. Στρέψε ικετευτικά τα μάτια σου στον ουρανό, και ζήτα ταπεινά τη θεία βοήθεια.
Αν συμφέρει την ψυχή σου και συμβάλλει στη σωτηρία σου η απαλλαγή από τη δοκιμασία, να μην έχεις αμφιβολία ότι ο Θεός θα εισακούσει την προσευχή σου και θα σε απαλλάξει. Αν όμως αυτό είναι ασύμφορο για την ψυχή σου -πράγμα που μόνο Εκείνος, ο πάνσοφος, γνωρίζει- μήτ΄εσύ δεν θα πρέπει να το θέλεις.
Καλύτερα είναι να θλίβεσαι πρόσκαιρα τώρα, παρά να στερηθείς την αιώνια ζωή.
Όπως και να έχει το πράγμα, μη σταματήσεις να προσεύχεσαι. Γιατί πολλές φορές ο Κύριος επιτρέπει να μας βρουν οι θλίψεις για να τρέξουμε κοντά Του.
Όταν όλα πηγαίνουν καλά, Τον ξεχνάμε. Και όταν αρχίζουν τα προβλήματα, τότε Τον θυμόμαστε! Είμαστε κι εμείς σαν τ΄άμυαλα παιδάκια, πού, όταν είναι χορτάτα και δεν έχουν καμιά δυσκολία, το ρίχνουν στο παιχνίδι και ξεχνούν τους γονείς τους, όταν όμως πεινάσουν ή πέσουν και χτυπήσουν που θενά, τότε τρέχουν κλαίγοντας στους γονείς και ζητούν βοήθεια.
Όλα τα καλά με την προσευχή τ΄αποκτάμε. Και όλα τα λυπηρά με την προσευχή τα ξεπερνάμε. Γι΄αυτό ο Ιησούς είπε:
“Να μένετε άγρυπνοι και να προσεύχεστε αδιάκοπα” (Λουκ. 21:36).
Με την προσευχή θα νικήσεις κι εσύ τις θλίψεις, με την προσευχή θ΄αποκτήσεις τις αρετές, με την προσευχή θα ενωθείς με τον Κύριο, με την προσευχή θα γίνεις μέτοχος της μακαριότητός Του.
γ΄. Επτά ωφέλιμες και παρήγορες σκέψεις
Στον καιρό των θλίψεων θα ωφεληθείς πολύ, αν φέρνεις συχνά στο νου σου τις ακόλουθες σκέψεις, μελετώντας και αναλύοντάς τες σε βάθος και πλάτος με τον δικό σου τρόπο και λογισμό.
1. Τι ήσουνα πρίν γεννηθείς, πρίν κάν συλληφθείς στη μήτρα της μητέρας σου; Δεν είχες μήτε σώμα μήτε ψυχή μήτε αίσθηση καμιά. Δεν ήσουνα τίποτα! Και το τίποτα, το μηδέν, είναι λιγότερο κι από ένα άχυρο, ένα χορταράκι, έναν κόκκο σκόνης. Γιατί αυτά έχουν ύπαρξη, εσύ όμως πρίν από τη σύλληψή σου δεν είχες.
2. Στοχάσου την ευσπλαχνία του πανάγαθου Θεού, πού από το τίποτα σε δημιούργησε “κατ΄εικόνα” Του, δίνοντάς σου όχι μόνο το υπερθαύμαστο ανθρώπινο σώμα, αυτό το θαύμα των θαυμάτων, με την ποικιλία των οργάνων και των λειτουργιών και των αισθήσεων, αλλά και τη μοναδική θεοειδή ψυχή, με τον λογικό νου, τη θέληση, τη μνήμη και τις άλλες δυνάμεις.
3. Αναλογίσου μετά απ΄αυτό, πόση πρέπει να είναι η ευγνωμοσύνη σου σ΄Εκείνον, τον ύψιστο και πανάγαθο Ευεργέτη σου, από τον οποίο πήρες δωρεάν τόσα χαρίσματα, πόσο χρωστάς να Τον αγαπάς, να Τον ευχαριστείς, να Τον δοξολογείς, να Τον υπηρετείς, και πόσο να προσέχεις, ώστεποτέ να μην Του φταίξεις και να μην Τον πικράνεις.
4. Αναλογίσου τώρα την αγνωμοσύνη σου απέναντι στον Πλάστη σου, μια και έκανες ακριβώς τα αντίθετα απ΄αυτά που έπρεπε. Αντί να Τον αγαπάς και να Τον ευχαριστείς και να Τον υμνείς και να Τον ευαρεστείς, εσύ Τον καταφρόνησες και Τον εγκατέλειψες και Τον λύπησες, προτιμώντας τα πρόσκαιρα πράγματα και τις εφάμαρτες ηδονές.
5. Συλλογίσου πόσες τιμωρίες θα σου άξιζαν για την αχαριστία σου τούτη και πόσο δίκιο θα είχε ο Κύριος, αν σου στερούσε όλα όσα σου έδωσε, ακόμα και τη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο Του. Αυτή η σκέψη, πιο πολύ απ΄όλες τις άλλες, θα σου εμπνεύσει θείο φόβο και θα σε βοηθήσει να υπομείνεις κάθε θλίψη, καθώς θα παραδεχθείς αναμφίβολα πώς υποφέρεις λιγότερο απ΄όσο σου πρέπει.
6. Θαύμασε την άπειρη και ανερμήνευτη αγαθότητα του Θεού μας, πού, ενώ μπορεί αυτήν ακριβώς τη στιγμή να σε τιμωρήσει βαριά και να σε θανατώσει και να σε κολάσει αιώνια, περιμένει ο πολυεύσπλαχνος τη μετάνοιά σου. Κι αν σε παιδεύει τώρα με μικρές και παροδικές θλίψεις, το κάνει για το καλό σου, σαν στοργικός Πατέρας, για να βγεις από τον κακό δρόμο της αμαρτίας και να έρθεις στον ίσιο της αρετής, ώστε τελικά, λουσμένος και καθαρισμένος στο λουτρό των λυπηρών, ν΄αξιωθείς την απόλαυση του παραδείσου.
7. Αποφάσισε, από δω κι εμπρός τουλάχιστον, να δαπανήσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου, τη ζωή που ανήκει σ΄Εκείνον και όχι σ΄εσένα, στη διακονία και στη δόξα Του. Να Τον τιμάς και να Τον ευχαριστείς ακατάπαυστα για τις ευεργεσίες Του, αλλά και ν΄αποδέχεσαι καρτερικά κι αγόγγυστα τις δοκιμασίες που παραχωρεί σαν φάρμακα και γιατρικά της κακίας σου. Να θυσιάσεις, τέλος, πρόθυμα, και τιμή και περιουσία και ζωή ακόμα, παρά να Τον αρνηθείς ή να παραβείς τις εντολές Του.
Αυτά να σκέφτεσαι και να μελετάς, και θα δεις πόσο καρπό και πόση ωφέλεια θα σου δώσουν στον καιρό των θλίψεων.
δ΄. Η Θεία Κοινωνία
“Μπροστά στα μάτια εκείνων που με θλίβουν, μου έστρωσες τραπέζι πνευματικό” (Ψαλμ. 22:5).
Η Τράπεζα του Κυρίου, τα άχραντα θεία Μυστήρια, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός που μας χάρισε ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού.
Μήτε ανθρώπινη γλώσσα μήτε αγγελική μπορεί να εκφράσει τη χάρη, να περιγράψει τη δύναμη, να προσδιορίσει την αξία του θησαυρού τούτου.
Η Θεία Κοινωνία έκανε τους μάρτυρες και τους οσίους να υπομείνουν με χαρά όλες τις θλίψεις τους.
Η θεία Κοινωνία μπορεί να στηρίξει τώρα και τις δικές μας καρδιές στις δύσκολες περιστάσεις που μας βρίσκουν.
Πλησίαζε συχνά, λοιπόν, κι εσύ, που θλίβεσαι, στο άγιο Ποτήριο, “μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης”.
Μετά την πρέπουσα πνευματική προετοιμασία, παίρνε μέρος στην πνευματική Τράπεζα που ετοίμασε ο Θεάνθρωπος, με εδέσματα τη Σάρκα και το Αίμα Του.
Γιατί ηΘεία Κοινωνία δεν προσφέρεται μόνο “εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον”, είναι και η θεραπεία των ασθενών, είναι και η παρηγοριά των θλιμμένων.
Είναι η πιο μεγάλη ενίσχυση και κάθε δοκιμαζόμενο άνθρωπο, καθώς ομολογούν από την πείρα τους πολλοί χριστιανοί.
ε΄. Παρήγοροι λόγοι στους φτωχούς
Μια από τις πιο μεγάλες θλίψεις σ΄αυτόν τον κόσμο είναι η φτώχεια. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει τα αναγκαία υλικά πράγματα, υποφέρει και στενοχωριέται, ιδιαίτερα μάλιστα βλέποντας τους άλλους να έχουν σε αφθονία όσα αυτός στερείται. Εκείνοι, νεότεροί του ίσως, έχουν χρήματα, σπίτια, κτήματα, αυτός ούτ΄ένα καλύβι. Εκείνοι είναι καλοντυμένοι, αυτός σχεδόν γυμνός. Εκείνοι χορταίνουν μ΄ό,τι φαγητό επιθυμήσουν, αυτός με δυσκολία εξασφαλίζει το καθημερινό του ψωμί.
Κάνοντας αυτές τις διαπιστώσεις ο φτωχός, θλίβεται τόσο, πού άλλοτε μισεί τη ζωή και ζητάει το θάνατο, άλλοτε πάλι αγανακτεί και καταριέται και βλαστημάει Θεό και ανθρώπους.
Αυτό όμως δεν οφείλεται παρά στην αγνωσία μας. Δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά μας ωφελεί και τι πραγματικά μας βλάπτει.
Γιατί, αν γνωρίζαμε, θα χαιρόμασταν στη θλίψη και θα λυπόμασταν στην ευτυχία.
Θαρρούν οι περισσότεροι ότι ο πλούτος είναι το μεγαλύτερο αγαθό της ζωής και η φτώχεια το μεγαλύτερο κακό. Εσύ όμως, αδελφέ, πρέπει να μάθεις την αλήθεια, τι είναι δηλαδή αυτός ο πλούτος που ποθείς και πού η στέρησή του σε θλίβει.
Ο Κύριος, στην παραβολή του σπορέως (Ματθ. 13:1-23), παρομοιάζει τον πλούτο με τ΄αγκάθια, πού πνίγουν το λόγο Του και δεν τον αφήνουν να καρποφορήσει στην ψυχή του ανθρώπου. Τι άλλο, αλήθεια, κάνουν οι πλούσιοι και οι κυνηγοί του πλούτου, παρά να πνίγονται ακατάπαυστα μέσα στις μέριμνες για τη συγκέντρωση επίγειων αγαθών, αφήνοντας έτσι ακαλλιέργητη την ψυχή τους και αδιαφορώντας για τη σωτηρία τους;
Μια τέτοια δραστηριότητα, όμως, έχει και άλλες ολέθριες συνέπειες. Γιατί όποιος κυνηγάει το χρήμα, κάνει και παρανομίες και απάτες και καταχρήσεις και κλοπές και άλλες πολλές αμαρτίες. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, “όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στο χαμό” (Α΄Τιμ. 6:9). Γι΄αυτό και ο προφήτης Δαβίδ συμβουλεύει: Αν δείτε να τρέχει μπροστά σας σαν ποτάμι ο πλούτος, μην προσκολλάτε σ΄αυτόν την καρδιά σας και μη θαμπώνεστε από την εφήμερη λάμψη του (Ψαλμ. 61:11). Κακίζει μάλιστα ο ψαλμωδός τους ανθρώπους που αγαπούν τη ματαιότητα και ζητούν το ψεύδος (Ψαλμ. 4:3), γιατί, σαν λογικά πλάσματα του πάνσοφου Θεού, θα έπρεπε να κυβερνιούνται από τον λογικό τους νου και όχι από τις επιθυμίες τους, σαν τ΄άλογα ζώα.
Εσύ, λοιπόν, αδελφέ, μίσησε τον πλούτο και αγάπησε τη φτώχεια. Μίσησε τα υλικά και αγάπησε τα πνευματικά. Μίσησε τα εφήμερα και αγάπησε τα αιώνια.
Μίσησε τη μέριμνα, που σκορπίζει το νου και τον απομακρύνει από τον Κύριο, και αγάπησε την αμεριμνία, που σε φέρνει κοντά στον Κύριο.
Μίσησε την αμαρτία, που συντροφεύει τον πλούτο, και αγάπησε την αρετή, που συντροφεύει τη φτώχεια. Τι κι αν στερείσαι εδώ; Θ΄απολαύσεις εκεί, στον ουρανό.
“Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού”, βεβαίωσε ο Ιησούς (Λουκ. 6:20). Τι κι αν δεν μοιάζεις στον Κροίσο ή στο Μίδα ή στο Μαικήνα; Μοιάζεις στο Χριστό, στο Σωτήρα σου, που έζησε πάνω στη γη μέσα σε έσχατη πενία. Γεννήθηκε σ΄ένα ταπεινό σπήλαιο, τοποθετήθηκε στο παχνί των αλόγων, μεγάλωσε στερημένα στο σπίτι του φτωχού μαραγκού Ιωσήφ, ως τη θυσία Του, δεν είχε “πού να γείρει το κεφάλι” (Ματθ. 8:20, και τέλος πέθανε πάνω στο σταυρό γυμνός, εγκαταλειμένος, μην έχοντας ούτ΄ένα ποτήρι νερό στην επιθανάτια και αγωνιώδη εκείνη δίψα Του.
Είσαι φτωχός; Είσαι μακάριος! Γιατί και στον Ιησού μοιάζεις -τι μεγαλύτερη τιμή απ΄αυτή;- και της βασιλείας Του θα γίνεις μέτοχος, στρέφοντας το ενδιαφέρον σου από τα υλικά στα πνευματικά και φροντίζοντας για τη σωτηρία σου. Αν το κάνεις αυτό, μπορεί να είσαι φτωχός, ο Θεός όμως δεν θ΄αφήσει να σου λείψει τίποτε από τα αναγκαία, όπως το υποσχέθηκε: “Πρώτα απ΄όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα τα επίγεια αγαθά θ΄ακολουθήσουν” (Ματθ. 6:33).
Μην ξεχνάς, τέλος, ότι μια μέρα θα πεθάνει και ο πλούσιος. Και ενώ εσύ, όπως είπαμε, αν σήκωσες τη φτώχεια σου με υπομονή και ευχαριστία και δοξολογία του Θεού, θα πας στους κόλπους του Αβραάμ, σαν τον φτωχό Λάζαρο, ο πλούσιος θα καταλήξει στον άδη και θ΄ακούσει από το στόμα του πατριάρχη:
“Παιδί μου, εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, τώρα, λοιπόν, υποφέρεις” (πρβλ. Λουκ. 16:25).
ς΄. Παρήγοροι λόγοι στους αρρώστους και τους αναπήρους
Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς κι απ΄τον πλούτο ποθητότερο επίγειο αγαθό είναι η σωματική υγεία και αρτιμέλεια. Γι΄αυτό και όλοι οι άνθρωποι σκορπάνε πρόθυμα και αφειδώλευτα τα χρήματά τους για χάρη της υγείας τους, ενώ απεναντίας ποτέ δεν θυσιάζουν την υγεία τους για τα χρήματα.
Όσο, λοιπόν, η υγεία θεωρείται σαν το μέγιστο αγαθό, τόσο η αρρώστια, από το άλλο μέρος, σαν το μέγιστο δεινό. Αν όμως ήξεραν οι άρρωστοι τι ωφέλεια έχουν από την αρρώστια, αν ήξεραν οι ανάπηροι τι κέρδος αποκομίζουν από την αναπηρία, θα παρηγορούνταν πολύ και θα σήκωναν με μεγάλη υπομονή τους πόνους και τις οδύνες τους. Γιατί η σωματική ασθένεια μπορεί να δώσει πολλούς πνευματικούς καρπούς, όταν ο άνθρωπος την αντιμετωπίσει με γνώση και σύνεση. Ας θυμηθούμε και πάλι τον Ιώβ, που δοξάστηκε και βραβεύτηκε από το Θεό περισσότερο για την αξιοθαύμαστη υπομονή του, στον καιρό της φρικτής αρρώστιας του, παρά για τις προηγούμενες αγαθοεργίες και την αρετή του. Βέβαια, ο Ιώβ ήταν δίκαιος, ενώ εσύ κι εγώ είμαστε αμαρτωλοί. Μα γι΄αυτό ακριβώς πρέπει να σηκώσουμε με καρτερία και ευχαριστία την ασθένεια, επειδή απ΄αυτήν θα βγούμε πολλαπλά κερδισμένοι.
Πρώτον, η ασθένεια του σώματος γίνεται αιτία να γιατρευτούμε από την ασθένεια της ψυχής, την αμαρτία. Καθώς με τα πικρά βότανα και φάρμακα θεραπεύεται η σάρκα, έτσι με τους πικρούς πόνους ο άρρωστος έρχεται συχνά σε συναίσθηση και κατάνυξη, αναγνωρίζει τις αμαρτίες του, μετανοεί, εξομολογείται, αλλάζει ζωή, σώζεται.
Δεύτερον, η αρρώστια εξασθενίζει το σώμα και επιφέρει κατάπτωση όλων των δυνάμεων του ανθρώπου. Μαζί μ΄αυτές μειώνεται και η φυσική ορμή προς την αμαρτία, και ιδιαίτερα οι σαρκικές κινήσεις. Πολύ ωφελούνται έτσι οι ράθυμοι, οι αμελείς κι εκείνοι που δεν έχουν ισχυρή θέληση, γιατί δεν εγκρατεύονται από μόνοι τους. Αρκετοί άνθρωποι, όταν είναι υγιείς, δαπανούν ασυλλόγιστα τη δύναμή τους σε αμαρτίες. Όταν όμως αρρωστήσουν, και μάλιστα βαριά, τότε ούτε θέλουν ούτε και μπορούν ν΄αμαρτήσουν, οπότε συχνά μετανοούν και σωφρονίζονται.
Τρίτον, οι πόνοι και οι ταλαιπωρίες, στις οποίες υποβάλλεται κανείς όταν ασθενήσει, αντισταθμίζουν, θα μπορούσαμε να πούμε, τις προηγούμενες αμαρτίες και παραλείψεις του. Έτσι πρέπει να σκέφτεσαι, και να μην παραπονιέσαι. Πονούν λ.χ. τα μέλη σου; Πονούν τώρα, γιατί πρωτύτερα τα είχες κάνει όργανα ηδυπάθειας και ασωτίας. Σου επέβαλε ο γιατρός σκληρή και μακροχρόνια δίαιτα; Στερείσαι τώρα αναγκαστικά εκείνα πού δεν στερήθηκες πρωτύτερα, όταν καταφρονούσες τις νηστείες της Εκκλησίας. Υποφέρεις από αϋπνίες; Να πού τώρα ξαγρυπνάς ακούσια, και μάλιστα βασανιστικά, ενώ πρωτύτερα δεν πήγες ούτε μια φορά εκούσια σε κάποιαν αγρυπνία της Εκκλησίας. Με τέτοιες σκέψεις θα ταπεινώνεσαι και θα μετανοείς και θα προσεύχεσαι με δάκρυα στον Κύριο για να σε συγχωρήσει, οπότε είναι μεγαλύτερη η ωφέλειά σου από την αρρώστια παρά από την υγεία.
Τέταρτον, οι οδύνες και τα παθήματα σε κάνουν μιμητή του πάθους του Χριστού. Όσο περισσότερο πάσχεις, τόσο πιο πολύ μοιάζεις σ΄Εκείνον και σταυρώνεσαι μαζί Του. Έτσι όμως και θα δοξαστείς επίσης μαζί Του στον παράδεισο. Πές μου, υπάρχει μεγαλύτερο κέρδος απ΄αυτό;
Για όλους αυτούς τους καρπούς, υπόμενε καρτερικά την ασθένεια και μη θλίβεσαι. Να θυμάσαι και να βιώνεις τα ωραία και παρήγορα λόγια του αποστόλου Παύλου: “Αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος, δηλαδή το σώμα μας, φθείρεται, ο εσωτερικός όμως άνθρωπος, δηλαδή η ψυχή μας, μέρα με τη μέρα ανανεώνεται. Γιατί οι θλίψεις μας, που περνούν γρήγορα και γι΄αυτό είναι ελαφριές, μας προετοιμάζουν για ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο αιώνιας δόξας. Δεν στοχεύουμε σ΄αυτά που φαίνονται, αλλά σ΄αυτά που δεν φαίνονται, γιατί όσα φαίνονται είναι πρόσκαιρα, ενώ όσα δεν φαίνονται είναι αιώνια” (Β΄Κορ. 4:16-18).
Όλα τούτα, βέβαια, αφορούν κι εσένα που δοκιμάζεσαι από κάποιαν αναπηρία. Είσαι τυφλός και λυπάσαι, επειδή δεν μπορείς να δεις το φως του ήλιου και τις ομορφιές της γής; Μάλλον να χαίρεσαι, γιατί δεν έχεις λόγο να παρακαλείς το Θεό μαζί με τον ψαλμωδό Δαβίδ, “Στρέψε αλλού τα μάτια μου, για να μη δούν τις ματαιότητες του κόσμου” (Ψαλμ. 118:37). Δεν θα ήταν καλύτερα για το Δαβίδ να είχε χάσει τα μάτια του, παρά να δει τη Βηρσαβεέ, γεγονός που τον οδήγησε σε τέτοια εγκλήματα (Β΄Βασ. 11:1-27); Και πόσοι άλλοι άνθρωποι από τα μάτια τους γκρεμίστηκαν στο βάραθρο της αμαρτίας και χάθηκαν ελεεινά; Άλλωστε, μάτια σωματικά έχουν και τ΄άλογα ζώα, εσύ όμως έχεις τα πιο πολύτιμα μα΄τια της λογικής ψυχής σου, με τα οποία μπορείς ν΄ατενίζεις νοερά το θείο πρόσωποο του ουράνιου Πατέρα, που αντικρύζουν οι άγιοι άγγελοι.
Όμοια, αν είσαι κουφός ή άλαλος, μην πικραίνεσαι. Γιατί έτσι έχεις ησυχία από εξωτερικούς θορύβους, και μπορείς ν΄ακούσεις, να προσέξεις και να οικειωθείς καλύτερα τα θεία λόγια που λαλεί μυστικά στην ψυχή σου ο Κύριος. Επιπλέον αποφεύγεις τα ψυχοβλαβή ακούσματα, τις αισχολογίες, τις βλασφημίες, τα άσεμνα τραγούδια και άλλα παρόμοια.
Με ανάλογες σκέψεις να παρηγοριέσαι αν είσαι παράλυτος ή ανίατα άρρωστος, ή αν, τέλος πάντων, δεν έχεις χαρά και απόλασυη σε τούτο τον κόσμο, αλλ΄απεναντίας πόνους και ποικίλα προβλήματα υγείας. Να σκέφτεσαι, όπως είπαμε, πόσην ωφέλεια προξενούν αυτά στην ψυχή σου, και να δοξάζεις το Θεό που σε καθαρίζει εδώ με την ασθένεια και σου χαρίζει αιώνια αγαλλίαση στη βασιλεία Του.
z΄. Παρήγοροι λόγοι σ΄αυτούς που πενθούν για το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων
Όταν επιστρέφει κανείς από την ξενητιά στην πατρίδα του, είναι όλος ευφροσύνη και αγαλλίαση, επειδή έρχεται να δει τους συγγενείς και τους αγαπημένους του. Όταν βρίσκεται κανείς κλεισμένος σε σκοτεινή φυλακή και τον αφήσουν ελεύθερο, χοροπηδάει απ΄τη χαρά του, επειδή, από τον ζοφερό εκείνο τόπο της καταδίκης, βγήκε στο φως και βρήκε τη λευτεριά του. Και όταν ο ταλαιπωρημένος και θαλασσοπνιγμένος ναυτικός φτάνει στο λιμάνι, λυτρωμένος από τ΄άγρια κύματα και τους κινδύνους, νιώθει μεγάλη ανακούφιση, επειδή έφτασε στον προορισμό του και δεν φοβάται πια τίποτα.
Πικρή ξενητιά, σκοτεινή φυλακή και άγρια θάλασσα είναι τούτη η ζωή, αδελφέ. Όσο βρισκόμαστε πάνω στη γη, έχουμε θλίψεις και βάσανα και στενοχώριες.
Μόνο όταν, με του Θεού το θέλημα, πεθαίνουμε, τότε τελειώνει η ξενητιά και η εξορία μας, τότε βγαίνει από τη φυλακή του σώματος η αθάνατη ψυχή μας, τότε πηγαίνουμε στο ποθητό λιμάνι της αναπαύσεως, “ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος”.
Όποιος, λοιπόν, πικραίνεται και λυπάται για τον βιολογικό θάνατο φίλου ή συγγενούς του, είναι ασύνετος. Όχι μόνο δεν πρέπει να λυπάται, αλλά και να χαίρεται, γιατί ο αγαπημένος του άφησε το χωμάτινο σώμα και αναχώρησε για τους ουρανούς, όπου θα ντυθεί ένα άλλο, αιώνιο και άφθαρτο. Αυτό ποθούσε ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: “Ξέρουμε πώς, αν η επίγεια σκηνή πού κατοικούμε, δηλαδή το σώμα, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από το Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι΄αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας” (Β΄Κορ. 5:1-2). Άλλτε πάλι διακήρυσσε ότι γι΄αυτόν “το να ζει” σήμαινε “ζωή με το Χριστό και το να πεθάνει ήταν κέρδος”, και ότι φλεγόταν από την επιθυμία “να φύγει απ΄αυτόν τον κόσμο και να είναι μαζί με το Χριστό” (Φιλιπ. 1:21, 23).
Έτσι αντιμετωπίζουν το θάνατο οι αληθινοί χριστιανοί: Σαν τέλος της απατηλής και αρχή της αυθεντικής ζωής, σαν τέλος του πολέμου και αρχή της ειρήνης, σαν τέλος του μόχθου και αρχή των βραβείων. Γιατί, λοιπόν, κλαίς για το θάνατο του γονιού σου ή του παιδιού σου ή του συντρόφου σου ή του φίλου σου;
Ίσως θα πεις, ότι αυτό είναι μια φυσική εκδήλωση της ανθρώπινης ψυχής, που θλίβεται για το χωρισμό, και ότι από την αρχή του κόσμου οι άνθρωποι θρηνούσαν τους νεκρούς τους -όχι μόνο οι άπιστοι και ειδωλολάτρες, μά κι όσοι πίστευαν στον αληθινό Θεό. Πράγματι, όπως διαβάζουμε στη Γραφή, ο Αβραάμ θρήνησε το θάνατο της Σάρρας (Γεν. 23:2). Ο Ιωσήφ έκλαψε για το θάνατο του πατέρα του Ιακώβ και πένθησε μαζί μ΄όλη την Αίγυπτο για εβδομήντα ημέρες (Γεν. 5:1-3). Έκλαψαν και οι Εβραίοι για το θάνατο του Μωυσή (Δευτ. 34:8). Μα κι αυτός ο Θεάνθρωπος Ιησούς δάκρυσε για τον νεκρό φίλο Του Λάζαρο (Ιω. 11:35).
Τι σημαίνουν όλα τούτα τα περιστατικά;
Άκουσε, αδελφέ. Δεν είναι αμαρτία να κλάψεις και να πενθήσεις για τον αγαπημένο άνθρωπο που έχασες. Να κλάψεις όμως μετρημένα, συγκρατημένα, εύλογα και εύτακτα. Αυτό είναι φυσικό και ανθρώπινο. Γιατί ο θάνατος είναι ένας πρόσκαιρος χωρισμός. Μήπως κι όταν ένας συγγενής μας φεύγει για μακρινό ταξίδι, δεν κλαίμε που χωριζόμαστε; Ανάρμοστα όμως και αδικαιολόγητα είναι τ΄αστέρευτα δάκρυα, ο υπέρμετρος θρήνος, ο απελπισμένος οδυρμός και τ΄άλλα καμώματα πολλών, γυναικών κυρίως, που χτυπιούνται και δέρονται και μοιρολογούν και τραβάνε τα μαλλιά τους… Τι πράγματα είν΄αυτά; Χριστιανοί είμαστε ή άπιστοι;
Με την απόγνωση, που τόσο πληθωρικά εκδηλώνεις, άραγε τι κερδίζεις;
Μήπως οικοδομείς εκείνους που σε βλέπουν;
Ή μήπως -το κυριότερο- ωφελείς το νεκρό; Όχι.
Κι εσύ αποδεικνύεσαι κενός, φιλόσαρκος, ολιγόπιστος, προσκολλημένος στη ματαιότητα.
Και στους άλλους εμπνέεις τα ίδια αισθήματα, ενώ θα μπορούσες να τους διδάξεις με τη συμπεριφορά και τον καλό σου λόγο.
Αλλά και στο νεκρό, που υποτίθεται ότι αγαπάς τόσο πολύ, δεν προσφέρεις τίποτα σε τούτη την κρίσιμη ώρα.
Αν ο αγαπημένος σου, πρίν κοιμηθεί, εξομολογήθηκε με συναίσθηση και κοινώνησε με κατάνυξη, όχι μόνο δεν πρέπει να θρηνείς, αλλ΄απεναντίας να πανηγυρίζεις, γιατί σώθηκε και θ΄αναστηθεί ολόλαμπρος όταν θα ξανάρθει ο Κύριος, για να ευφραίνεται αιώνια κοντά Του.
Δεν έχεις παρά ν΄αγωνιστείς κι εσύ, πρίν σ΄επισκεφθεί απρόσκλητα ο θάνατος, για να συνευφραίνεσαι μαζί του στον παράδεισο.
Αν πάλι ήταν αμελής κι έφυγε πνευματικά απροετοίμαστος, τα όψιμα δάκρυά σου δεν τον βοηθούν. Ούτε να τον αναστήσουν μπορούν, για να μετανοήσει, ούτε να τον σώσουν. Και τώρα, όμως, μπορείς να παρηγορήσεις και να βοηθήσεις την ψυχή του. Γιατί κανένας δεν μπορεί να προεξοφλήσει την κρίση του πολυεύσπλαχνου και απειράγαθου Θεού. Άφησε, λοιπόν, τα δάκρυα και κάνε κάτι ουσιαστικό για το νεκρό. Πρώτα-πρώτα, να προσεύχεσαι ακατάπαυστα για την άφεση των αμαρτιών του. Κι έπειτα, να κάνεις ελεημοσύνες και αγαθοεργίες για την ανάπαυσή του, να δίνεις προσφορές σε εκκλησίες και μοναστήρια για να μνημονεύουν τ΄όνομά του στις θείες λειτουργίες, να καλείς ιερείς για να του διαβάζουν μνημόσυνα και τρισάγια. Έτσι δεν ωφελείς μόνο την ψυχή του κεκοιμημένου, αλλά και τον εαυτό σου.
Γατί όπως γράφει στο “Τριώδιον” ο όσιος Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος, με πολλές πατερικές αποδείξεις, “Τα μνημόσυνα, οι ελεημοσύνες και οι λειτουργίες που γίνονται για τους κεκοιμημένους, προξενούν σ΄αυτούς μεγάλη ωφέλεια και ανάπαυση”. Αλλά “κι εκείνος που κάνει τούτες τις προσφορές για τους κεκοιμημένους, έχει μισθό από το Θεό, για την αγάπη που δείχνει προς τους συνανθρώπους του, όπως ακριβώς κι εκείνος που αλείφει με άρωμα τον πλησίον του, ευωδιάζει πρώτα-πρώτα ο ίδιος”.
Να, λοιπόν, τι πρέπει να κάνεις, αντί να θρηνείς ανώφελα. Και πέρα απ΄αυτά, ο θάνατος του άλλου ας γίνει αφορμή να μελετήσεις σοβαρά τη ματαιότητα του κόσμου τούτου, να σκεφτείς ότι ίσως σήμερα κιόλας θα τον αφήσεις κι εσύ για πάντα, αιφνίδια και απροσδόκητα, κι έτσι να μετανοήσεις και να διορθώσεις το φρόνημα και την πολιτεία σου. Επίσης, αν έχεις φίλο ή γνωστό που πλησιάζει στο θάνατο, μη διστάσεις να τον συμβουλέψεις σχετικά. Πρότρεψέ τον να εξομολογηθεί με καθαρότητα και συντριβή, να κοινωνήσει τα άχραντα Μυστήρια, να ετοιμαστεί όπως πρέπει για τη μεγάλη συνάντηση με τον Κύριο. Μ΄αυτόν τον τρόπο θα συμβάλεις στη σωτηρία ενός ανθρώπου, η αποβίωση του οποίου δεν θα είναι θάνατος αλλά ζωή, ζωή νέα και αιώνια.
από το βιβλίο “ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ” του μοναχού Αγαπίου Λάνδου του Κρητός)
ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
http://clubs.pathfinder.gr/emmaous/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου