Μεσημέρι. Το αυτοκίνητο μας περιμένει για να μας
μεταφέρει σ' ένα μικρό διαμέρισμα για το μεσημεριανό φαγητό.
Ανεβαίνουμε τις φτηνές και βρώμικες σκάλες ενός κτηρίου διαμερισμάτων,
απ' αυτά τα απέραντα και άχαρα κτήρια με τα όποια είναι γεμάτη ή
σοβιετική πρωτεύουσα Βρισκόμαστε σ' ένα μικρό, φτωχό μα καθαρότατο
δυαράκι, γεμάτο εικόνες, καντήλια, σταυρούς και κομποσκοίνια.
-
Εδώ μένει μία γερόντισσα μοναχή, μας πληροφορεί ό π. Ιννοκέντιος. Είναι
ή γερόντισσα Έλενα, ή πνευματική μου μητέρα. Εδώ θα φάμε μαζί της το
μεσημέρι.
Μόλις χωρούσαμε να καθίσουμε
στο μικρό στρογγυλό τραπέζι. Στον τοίχο απέναντι μου μια μεγάλη εικόνα
με τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ να προσεύχεται πάνω σ' ένα βράχο. Ένα
κομμάτι πέτρας είχε στερεωθεί στο μουσαμά στο κάτω πλάι της εικόνας.
Είναι
ένα κομμάτι από το βράχο πάνω στον οποίο ό άγιος Σεραφείμ έμεινε
γονατιστός και προσευχόμενος χίλια μερόνυχτα, μας εξηγεί ό π.
Ιννοκέντιος.
Ή γερόντισσα μοναχή Έλενα,
ντυμένη μ' ένα γκρι ποδήρες φόρεμα και ένα μαντήλι στο κεφάλι, ψηλή,
αποστεωμένη, με πρόσωπο ωχρό, μοιάζει με τα ενενήντα τόσα χρόνια πού
κουβαλάει, σαν αγία πού ξεκόλλησε από κάποιο πλαϊνό εικόνισμα.
Άρχισε σε άπταιστα γαλλικά να μας διηγείται τη ζωή της.
Καταγόταν
από αριστοκρατική οικογένεια. Φοίτησε σε γαλλικό σχολείο στο Παρίσι.
Νέα κοπέλα έγινε μοναχή στο Ντιβέγιεβο, στο μοναστήρι πού ίδρυσε ό άγιος
Σεραφείμ στην έρημο του Σάρωφ. Εκεί τη βρήκε ή κομμουνιστική
επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι μπήκαν στο μοναστήρι, το έκαψαν, βίασαν και
σκότωσαν μοναχές. Αυτή κατόρθωσε να ξεφύγει και να κρυφτεί μέσα στο
δάσος. Πέρασε ή πρώτη μέρα χωρίς να έχει κάτι να φάει. Ήρθε και ή
δεύτερη, ή τρίτη... Έτρωγε χόρτα, ρίζες, μανιτάρια, σκουλήκια και ότι
άλλο έβρισκε μέσα στο δάσος. Είχε τελείως εξαντληθεί.
Κάποια
μέρα, δε θυμάται ποιά μέρα από τότε πού άρχισε το μαρτύριο της πείνας
και του φόβου, εξαντλημένη, σχεδόν πεθαμένη, γονάτισε, σήκωσε τα χέρια
της στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται.
—
Άγιε Σεραφείμ, για την αγάπη σου άφησα το αρχοντικό μου και ήρθα στο
μοναστήρι σου. Και τώρα πεθαίνω από την πείνα. Δεν έχω ούτε ένα
ξεροκόμματο απ' αυτά πού έτρωγαν τα σκυλιά μας, να βάλω στο στόμα μου.
Δεν μπορεί να με εγκαταλείψεις. Να με αφήσεις να πεθάνω από την πείνα.
Εσύ τάισες με ψωμί χιλιάδες ανθρώπους. μ' αγαπάς, πρέπει να μου φέρεις
ψωμί να φάω. Δεν είμαι ζώο Παιδί δικό σου είμαι. Είσαι πατέρας μου και
τώρα σ' έχω ανάγκη. Δώσε μου να φάω κάτι, αλλιώς πεθαίνω!
Συνέχισε
έτσι να προσεύχεται. Πίσω της άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Ή καρδιά της
πλημμύρισε φόβο. Δεν τολμούσε να γυρίσει να δει ποιός είναι. Πίστεψε
πώς οι μπολσεβίκοι τη βρήκαν. Πώς ήρθε ή τελευταία της ώρα κι
ετοιμάσθηκε να πεθάνει. Έκαμε το σταυρό της κι έκλεισε τα μάτια της
περιμένοντας να αισθανθεί τη σφαίρα να τρυπάει το κεφάλι της. Τα βήματα
όμως άρχισαν να απομακρύνονται. Γύρισε δειλά-δειλά και είδε ένα γέρο
μοναχό να εξαφανίζεται μέσα στο δασός, ενώ λίγα μέτρα πίσω της ένα ζεστό
καρβέλι ψωμί ήταν πάνω στα χόρτα...
Τα
δάκρυα κυλούσαν ποτάμι πάνω στο σκαμμένο από το χρόνο και τον πόνο
γέρικο πρόσωπο τής οσίας μοναχής. Δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Θεέ μου, πόσο πόνο, πόσα μαρτύρια, πόση πίστη, πόσα θαύματα έκρυβε εβδομήντα χρόνια τώρα ή ζωή αυτού του λαού!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου