Ο
Θεός σου δώρισε τη μοναχοκόρη. Το δώρο αυτό εσύ ανόητα το κατέστρεψες.
Είχες την εμμονή ότι τη μοναχοκόρη σου θα κάνει ευτυχισμένη μόνο μια
μεγάλη προίκα. Και αμέλησες να παράσχεις
στην κόρη σου εκείνα που πράγματι συνεισφέρουν στην ευτυχία του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κόσμο: την εκπαίδευση, τη συμπεριφορά, την καρδιά, την
ψυχή. Μόνο μάζευες χρήματα για την προίκα της. Σκέφθηκες: όσο μεγαλύτερη
προίκα τόσο βεβαιότερη τύχη. Ήθελες να κάνεις το παιδί σου όσο πιο
ακριβό, και να του αγοράσεις τον πιο ακριβό γαμπρό. Στη παράλογη σκέψη
πρόσθεσες και άδικη πράξη, δηλαδή όταν πέθανε ο συνέταιρός σου, με
ψευδείς λογαριασμούς άρπαξες το μερίδιό του και έτσι άφησες τη γυναίκα
του και τα παιδιά του χωρίς ψωμί. Παραγέμισες το βιβλιάριο καταθέσεων με
χρήματα για την προίκα της, αλλά και την ψυχή σου με την αδικία.
Δηλαδή, στην αφροσύνη και στην αδικία έκτιζες την ευτυχία του πιο
αγαπημένου πλάσματος, για το οποίο ζούσες και εργαζόσουν. Γιατί είναι
παράξενο, που το οικοδόμημα, το οποίο κτίστηκε σε τέτοια θεμέλια,
κατέρρευσε και έπεσε πάνω σε σένα και την κόρη σου; Ξέχασες – αν ποτέ
γνώριζες – ότι τα άγια ουράνια με οργή τιμωρούν την αφροσύνη και την
αδικία.
Μνηστήρες, πλεονέκτες για το χρήμα, κατέλαβαν το σπίτι σου. Και ένας απ’ αυτούς, ομοϊδεάτης σου στον τρόπο που βλέπεις το χρήμα, κατάφερε να παντρευτεί σωματικά την κόρη σου και με την καρδιά τα χρήματά σου. Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος, όταν η καλοπροικισμένη σου χτυπά κάποιο βράδυ την πόρτα σου μαλλιοτραβηγμένη, ματωμένη, ντροπιασμένη και κυνηγημένη. Μεθυσμένος ο άντρας της, την έδειρε και την πέταξε από το σπίτι έγκυο. Την επομένη ημέρα το πρωί, εγκατέλειψε το σπίτι και χάθηκε στον κόσμο με τα χρήματά σου. Τώρα κουνάς το εγγονάκι δίπλα από το μαξιλάρι της κόρης σου, για την οποία είπαν οι γιατροί ότι πάσχει από φυματίωση και πρέπει να την στείλεις στις Άλπεις. Αλλά εσύ δεν έχεις πια χρήματα να την στείλεις ούτε στο Ζλάτιμπορ, πόσο μάλλον στις Άλπεις. Και ρίχνοντας κατάρες στον γαμπρό σου ρωτάς, εάν υπάρχει στον κόσμο Θεία δικαιοσύνη;
Μά πώς δεν υπάρχει Θεία δικαιοσύνη; Και όποιος δεν πιστεύει σ’ αυτήν, πρέπει να πειστεί με τη δική σου περίπτωση. Με την προίκα νόμιζες πως θα κάνεις ευτυχισμένη την κόρη σου, με την προίκα την έκανες δυστυχισμένη. Έκλεψες το ψωμί των ορφανών για να σιγουρέψεις τη σαμπάνια της κόρης σου, μα οδήγησες στην πείνα και τον εαυτό σου και την κόρη σου και το εγγονάκι σου. Με την προίκα αγόρασες δυστυχία για τέσσερις: και για τους τρείς σας και για τον γαμπρό σου. Εφόσον και την δική του ψυχή σκότωσες με την προίκα. Καλομαθημένος από τα χρήματα που δεν δούλεψε, θα προοδεύσει γρήγορα από εδώ και πέρα στο συνάφι των απατεώνων, των οποίων οι τάφοι βρίσκονται πλάι στο δρόμο.
Η Θεία δικαιοσύνη εμφανίσθηκε και τα παράπονά σου εναντίον της αποδεικνύουν μόνο τον δικό σου συσκοτισμό από την αδικία. Ιδού, θα γίνεις παραμάνα στο εγγονάκι σου, συνεχώς γεμάτος με ανησυχίες, τι να πωλήσεις από το σπίτι, για να εξασφαλίσεις σ’ αυτό φαγητό και στην κόρη σου φάρμακα. Θα ξεπουλάς όλα όσο όσο, ώστε να παρατείνεις τη ζωή των τριών σας στο σπίτι από μέρα σε μέρα. Με φόβο θα περιμένεις την κάθε καινούρια μέρα σαν αιώνια πείνα. Και θα ακούς το κλάμα του παιδιού και τον βήχα της μάνας σαν σύριγμα από το μαστίγιο της μοίρας, που ψάχνει την πλάτη σου.
Μα αν ήσουν ταπεινός θα μάθαινε και η κόρη σου την ταπείνωση! Η μοναχοκόρη σου θα τραγουδούσε τώρα στο σπίτι κάποιου ταπεινού ανθρώπου. Άλλα η ταπείνωση, όπως και κάθε άλλη αρετή, σου φαινόταν σαν κάποιος ευαγγελικός ύμνος, για άλλες εποχές. Δεν γνώριζες, ότι οι ευαγγελικές αρετές είναι αμετακίνητοι βράχοι, πάνω στους οποίους κτίζεται ή συνθλίβεται η ευτυχία των ανθρώπων.
Αλλά είσαι άνθρωπος. Και ως άνθρωπος έσφαλες. Ορθώσου τώρα σαν άνθρωπος μέσα στη δυστυχία σου. Και προσευχήσου στον Θεό, γιατί μ’ Αυτόν έχεις να λογαριαστείς και όχι με τον γαμπρό. Ο Θεός απεδείχθη δίκαιος πάνω στην αδικία σου, θα φανεί και ελεήμων πάνω στα δάκρυά σου. Αγαπά αυτούς που μετανοούν και ακούει αυτούς που προσεύχονται. Μην καταδικάζεις κανένα παρά μόνο τον εαυτό σου. Ακόμα και μπροστά στον επίγειο δικαστή, όποιος δείξει αληθινή μετάνοια, λαμβάνει έλεος. Ενώ ο αιώνιος Δικαστής, μαζί με το έλεος από την καταδίκη, δίνει σ’ αυτούς που μετανόησαν ακόμα και δώρα, δώρα ζωής, φωτός και χαράς. Μην φοβάσαι λοιπόν. Ο Δημιουργός σου δεν είναι μακριά από εσένα. Περιμένει μόνο να αισθανθείς πόσο κοντά σου βρίσκεται. Και η αίσθηση ότι βρίσκεται κοντά σου γρήγορα θα λιώσει τον πάγο της απελπισίας γύρω από την καρδιά σου.
Μνηστήρες, πλεονέκτες για το χρήμα, κατέλαβαν το σπίτι σου. Και ένας απ’ αυτούς, ομοϊδεάτης σου στον τρόπο που βλέπεις το χρήμα, κατάφερε να παντρευτεί σωματικά την κόρη σου και με την καρδιά τα χρήματά σου. Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος, όταν η καλοπροικισμένη σου χτυπά κάποιο βράδυ την πόρτα σου μαλλιοτραβηγμένη, ματωμένη, ντροπιασμένη και κυνηγημένη. Μεθυσμένος ο άντρας της, την έδειρε και την πέταξε από το σπίτι έγκυο. Την επομένη ημέρα το πρωί, εγκατέλειψε το σπίτι και χάθηκε στον κόσμο με τα χρήματά σου. Τώρα κουνάς το εγγονάκι δίπλα από το μαξιλάρι της κόρης σου, για την οποία είπαν οι γιατροί ότι πάσχει από φυματίωση και πρέπει να την στείλεις στις Άλπεις. Αλλά εσύ δεν έχεις πια χρήματα να την στείλεις ούτε στο Ζλάτιμπορ, πόσο μάλλον στις Άλπεις. Και ρίχνοντας κατάρες στον γαμπρό σου ρωτάς, εάν υπάρχει στον κόσμο Θεία δικαιοσύνη;
Μά πώς δεν υπάρχει Θεία δικαιοσύνη; Και όποιος δεν πιστεύει σ’ αυτήν, πρέπει να πειστεί με τη δική σου περίπτωση. Με την προίκα νόμιζες πως θα κάνεις ευτυχισμένη την κόρη σου, με την προίκα την έκανες δυστυχισμένη. Έκλεψες το ψωμί των ορφανών για να σιγουρέψεις τη σαμπάνια της κόρης σου, μα οδήγησες στην πείνα και τον εαυτό σου και την κόρη σου και το εγγονάκι σου. Με την προίκα αγόρασες δυστυχία για τέσσερις: και για τους τρείς σας και για τον γαμπρό σου. Εφόσον και την δική του ψυχή σκότωσες με την προίκα. Καλομαθημένος από τα χρήματα που δεν δούλεψε, θα προοδεύσει γρήγορα από εδώ και πέρα στο συνάφι των απατεώνων, των οποίων οι τάφοι βρίσκονται πλάι στο δρόμο.
Η Θεία δικαιοσύνη εμφανίσθηκε και τα παράπονά σου εναντίον της αποδεικνύουν μόνο τον δικό σου συσκοτισμό από την αδικία. Ιδού, θα γίνεις παραμάνα στο εγγονάκι σου, συνεχώς γεμάτος με ανησυχίες, τι να πωλήσεις από το σπίτι, για να εξασφαλίσεις σ’ αυτό φαγητό και στην κόρη σου φάρμακα. Θα ξεπουλάς όλα όσο όσο, ώστε να παρατείνεις τη ζωή των τριών σας στο σπίτι από μέρα σε μέρα. Με φόβο θα περιμένεις την κάθε καινούρια μέρα σαν αιώνια πείνα. Και θα ακούς το κλάμα του παιδιού και τον βήχα της μάνας σαν σύριγμα από το μαστίγιο της μοίρας, που ψάχνει την πλάτη σου.
Μα αν ήσουν ταπεινός θα μάθαινε και η κόρη σου την ταπείνωση! Η μοναχοκόρη σου θα τραγουδούσε τώρα στο σπίτι κάποιου ταπεινού ανθρώπου. Άλλα η ταπείνωση, όπως και κάθε άλλη αρετή, σου φαινόταν σαν κάποιος ευαγγελικός ύμνος, για άλλες εποχές. Δεν γνώριζες, ότι οι ευαγγελικές αρετές είναι αμετακίνητοι βράχοι, πάνω στους οποίους κτίζεται ή συνθλίβεται η ευτυχία των ανθρώπων.
Αλλά είσαι άνθρωπος. Και ως άνθρωπος έσφαλες. Ορθώσου τώρα σαν άνθρωπος μέσα στη δυστυχία σου. Και προσευχήσου στον Θεό, γιατί μ’ Αυτόν έχεις να λογαριαστείς και όχι με τον γαμπρό. Ο Θεός απεδείχθη δίκαιος πάνω στην αδικία σου, θα φανεί και ελεήμων πάνω στα δάκρυά σου. Αγαπά αυτούς που μετανοούν και ακούει αυτούς που προσεύχονται. Μην καταδικάζεις κανένα παρά μόνο τον εαυτό σου. Ακόμα και μπροστά στον επίγειο δικαστή, όποιος δείξει αληθινή μετάνοια, λαμβάνει έλεος. Ενώ ο αιώνιος Δικαστής, μαζί με το έλεος από την καταδίκη, δίνει σ’ αυτούς που μετανόησαν ακόμα και δώρα, δώρα ζωής, φωτός και χαράς. Μην φοβάσαι λοιπόν. Ο Δημιουργός σου δεν είναι μακριά από εσένα. Περιμένει μόνο να αισθανθείς πόσο κοντά σου βρίσκεται. Και η αίσθηση ότι βρίσκεται κοντά σου γρήγορα θα λιώσει τον πάγο της απελπισίας γύρω από την καρδιά σου.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνον η πίστη…». Ιεραποστολικές επιστολές Β’
Εκδόσεις «Εν πλω»
Εκδόσεις «Εν πλω»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου