Εκφωνήθηκε από τον Μάρκο Σκουλάτο στις Τρίποδες Νάξου στις 14-07-2009
Ο Άγιος Νικόδημος, θέλω να το φωνάξω,
γεννήθηκε και τίμησε τη νήσο μας τη Νάξο.
Είχε ενάρετους γονείς με ευσέβεια μεγάλη,
και τους επλήρωσε ο Θεός την πίστη τη μεγάλη.
Αντώνιον τον λέγανε του Αγίου τον πατέρα
και Αναστασία ήτανε η χριστιανή μητέρα.
Και όταν εγεννήθηκε, τότε τον εβαπτίσαν
Νικόλαον τον λέγανε και τον εγαλουχήσαν.
Του έλεγαν για το Χριστό και την ορθοδοξία
είχε για πρώτο δάσκαλο μητέρα Αναστασία.
Και έτσι ο Νικόλαος από μικρό παιδάκι,
ήταν στους συνομήλικους αγνό Χριστού αρνάκι.
Εις το σχολείο πήγαινε μα και στην εκκλησία
και υπηρετούσε τον παπά σε κάθε λειτουργία.
Δεκάξι χρονών έφυγε, μαζί με τον πατέρα,
στη Σμύρνη πήγε, σπούδασε για μόρφωση ανωτέρα.
Στα πέντε χρόνια άριστος εις τα μαθήματα του,
θαυμάζανε τη μνήμη του και επιμέλεια του.
Στους μαθητές που ήτανε στην ίδια ηλικία,
τους έλυνε σαν δάσκαλος την κάθε απορία.
Για την αγάπη του αυτή και για την καλωσύνη,
του δείχναν οι συμμαθηταί πολλήν ευγνωμοσύνη.
Ακόμα και ο διδάσκαλος του είχε αναθέσει
να πάρει μετά θάνατον την ιδικήν του θέση.
Εσπούδασε λατινικά και αρχαία ιστορία,
ιταλικά και γαλλικά και τη Θεολογία.
Κατόπιν όταν σπούδασε, γύρισε στην πατρίδα
και πέντε χρόνια κάθησε με του Θεού ελπίδα.
Από τη Σμύρνη έφυγε κι ήρθε στη Νάξο πάλι
και Αγιορείτες βρήκε εδώ, δύο μοναχοί δάσκαλοι.
Για τ’ Άγιον Όρος του είπανε, σκλαβώθηκε η καρδιά του
κι ένθεος ζήλος φλόγισε τότε τα σωθικά του.
Κι η θέρμη τότε στην καρδιά έγινε δυναμίτης,
και από τη Νάξο θάφευγε να γίνει Αγιορείτης.
Είδε ο Θεός τον πόθο του, που όλα τα κυβερνάει,
τον φώτισε απ’ το σπίτι του στη θάλασσα να πάει.
Κατέβηκε στη θάλασσα κι είδε ένα βαπόρι
στ’ Αγιον Όρος να διαβεί, εκεί να βάλει πλώρη.
Το είπε εις τον πλοίαρχο και αυτόν για να τον πάρει,
και εκείνος υποσχέθηκε πως θα γενεί η χάρη.
Το πλοίο ετοιμάστηκε και είχε ξεκινήσει
και ξέχασε ο πλοίαρχος να τον ειδοποιήσει.
Όταν το πλοίο έφυγε, ήθελε να το φτάσει,
και κολυμπώντας στο νερό πήγε να το προφθάσει.
Οι ναύτες όταν είδανε πόθο στο παλληκάρι,
στράφηκαν και το έβαλαν στου καραβιού τ’ αμπάρι.
Στο Αγιον Όρος άραξαν, στης Δάφνης το λιμάνι,
στου Διονυσίου τη Μονή, έτρεξε μάνι-μάνι.
Εχάρηκε που πήγε εκεί, σ’ αυτό το μοναστήρι,
που ήσαν και ενάρετοι όλοι οι καλογήροι.
Εκεί εκάρη μοναχός, χάρηκε η καρδιά του,
Νικόδημο του άλλαξαν τότε το όνομά του.
Ήσαν πατέρες ηθικοί πάντα η συντροφιά του,
και εχαρήκανε πολύ με τα χαρίσματά του.
Γι’ αυτό και τον τιμήσανε, τον κάνουν αναγνώστη,
και γραμματέα της μονής που ήταν τότε πρώτη.
Και αυτός ανταποκρίθηκε εις την υπηρεσία,
έργω και λόγω πάντοτε ήταν παντού θυσία.
Και τώρα άρχισαν εδώ πνευματικοί αγώνες,
και έγραφε συγγράμματα στους μέλλοντας αιώνας.
Έγραψε ογκωδέστατα πνευματικά βιβλία
Μετάληψη, Ευεργετινό και τη Φιλοκαλία.
Φεύγει για λίγο απ’ τη Μονή και στις Καρυές πηγαίνει
και στων Σκουρταίων το κελί, εκεί ψηλά ανεβαίνει.
Εκεί ένα χρόνο κάθησε, γύρισε στη Μονή του
και έμαθε τη νοερά να κάνει προσευχή του.
Πάλιν εμετακόμισε και πήγε στην Καψάλα,
ψάχνοντας για αγωνίσματα, ακόμη πιο μεγάλα.
Έγινε ο λαμπρότατος φωστήρ ορθοδοξίας,
αιρέσεως αντίπαλος και της κακοδοξίας.
Κάποτε ήρθαν παπικοί για να τον συναντήσουν
αιτήματα δογματικά μαζί να συζητήσουν.
Έβαλε τα τσαρούχια του και τα σχισμένα ράσα
και διαμαρτυρήθηκαν· οι παπικοί τα ‘χάσαν.
Άρχισε η συζήτηση, μα και οι ερωτήσεις,
κλονίστηκαν οι παπικοί από τις εξηγήσεις.
Του είπαν αν υπάρχουνε στο Αγιον Όρος και άλλοι,
αν είναι όλοι ευσεβείς, στη μόρφωση μεγάλη.
Τους λέει· υπάρχουνε πολλοί, πλήθος οσίων νέων
και έμενα συναντήσατε τώρα τον τελευταίο.
Το στόμα του ήτανε πηγή θείας διδασκαλίας
και άγιον το χέρι του της θείας υμνωδίας.
Στη Σκυροπούλα, ένα νησί, πάει με γέροντά του,
όρνεα και άγρια πουλιά είχε για συντροφιά του.
Άγονο ήταν το νησί, μα είχε ησυχία,
και έγραψε Συμβουλευτικόν, ένα από τα βιβλία.
Δίνει ωραίες συμβουλές, είναι καλό βιβλίο,
σε κληρικούς και λαϊκούς, για όλον τους το βίο.
Φεύγει το Μέγα Σάββατο, γυρνά στο Αγιον Όρος,
και στου Πρωτάτου τη Μονή κάνει μεγάλο ντόρος.
Ιεροψάλτες, μοναχοί θέλουν να τον θαυμάσουν,
του κάνουν ένα τέχνασμα να τον εξιχνιάσουν.
Ο τυπικάρης έκρυψε κρυφά του τα βιβλία,
έπρεπε να συνεχιστεί όλη η ακολουθία.
Συνέχισε διδάσκαλε, τού λένε οι καλόγεροι,
τις προφητείες με το νου να δούνε αν τις ξέρει.
Τις έλεγε προφορικά πού ήξερε κατά βάθος,
και μία ώρα κράτησε χωρίς να κάνει λάθος.
Εδίδασκε και έγραφε πνευματικά βιβλία
και έδινε ωραίες συμβουλές σε κάθε απορία.
Πολλά βιβλία έγραψε με του Θεού σοφία,
για επιθέσεις του εχθρού και κάθε αμαρτία.
Έγραψε το Πηδάλιον, τους Ιερούς Κανόνες,
και τού Χριστού το όνομα για όλους τους αιώνες.
Έγραψε Χρηστοήθεια και λόγια Επιταφίου
και έφυγε από το κελλί του Αγίου Βασιλείου.
Ζούσε ζωή αγγελική και το ψωμί ακόμα
και αυτό το υστερήθηκε το ιδικόν του στόμα.
Ορύζιον νερόβραστον είχε ζωοτροφία,
κουκιά και μερικές ελιές και έκανε νηστεία.
Ψάρια αν τού΄φερνε κανείς διά να τον φιλέψει,
τάδινε σ’ ένα γείτονα να του τα μαγειρέψει.
Πολύ εκουραζότανε, είχε μεγάλο αγώνα,
απ’ τα πολλά συγγράμματα ετσάκιζε το σώμα.
Την ώρα δε του φαγητού αν κάποιος τον ρωτούσε,
του έλεγε λόγια του Θεού, την πείνα την ξεχνούσε.
Και ενώ αγωνιζότανε εις του Θεού το δρόμο,
μεγάλους είχε πειρασμούς των πονηρών δαιμόνων.
Τον ζήλευαν οι αμαθείς κι όλους τους συγχωρούσε,
για τις συκοφαντίες τους όλους τους αγαπούσε.
Όμως οι νοητοί εχθροί που στο κελί αγρυπνούσε
μιλούσαν, κάναν θόρυβο και τους περιγελούσε.
Στη Σκυροπούλα πήγανε και εκεί να τον πειράξουν,
μεγάλο κρότο κάνανε διά να τον τρομάξουν.
Σαν εξηγούσε τον ψαλμό τριακοστού τετάρτου,
επέρασε ο σατανάς με όλο το σύνταγμά του.
Τον φόβιζε ο πειρασμός, είχε δειλία πρώτα,
μέσ’ στο κελί κοιμότανε με ανοιχτή την πόρτα.
Κατόπιν αντρειώθηκε με του Χριστού τη χάρη
και για τα βέλη του εχθρού δεν έδινε χαμπάρι.
Εθεωρούσε σαν παιδιών του πονηρού τα βέλη,
βάδιζε δρόμο του Χριστού και φίλοι του οι αγγέλοι.
Τον εύρισκαν οι άνθρωποι νάχουν παρηγορία,
και όλους τους συμβούλευε για κάθε αμαρτία.
Και εύρισκαν διδάσκαλο για όλες τους τις θλίψεις,
οι άνθρωποι οι κοσμικοί και κληρικοί επίσης.
Οι συνεχείς του προσευχές, μα και η αγρυπνία,
κλονίσανε την αντοχή σώματος και υγεία.
Έγραψε Συναξαριστή τα τελευταία χρόνια,
μα και Εορτοδρόμιο, που θα υπάρχει αιώνια.
Και Νέα Κλίμακα έγραψε, θαυμάσιο βιβλίο,
που συγγραφέας ήτανε σε όλο του το βίο.
Ο Άγιος Νικόδημος, δόξα της Εκκλησίας,
Αγίου Όρους καύχημα και της Ορθοδοξίας.
Είχε πολλά χαρίσματα και ταπεινοφροσύνη,
το σώμα και τα πόδια του πάντα φτωχά τα ντύνει.
Φορούσε ένα παλιόρασο, που δεύτερο δεν είχε,
τσαρούχια εις τα πόδια του, παπούτσι δεν υπήρχε.
Τον εαυτό του έλεγε άσοφο για παιδεία
κι ότι υπήρξε έκτρωμα μέσα στην κοινωνία.
Έλεγε· «είμαι το ουδέν, ο ψοφισμένος σκύλος»,
εκείνος που ήταν πάντοτε της Εκκλησίας στύλος.
Και όταν εκατάλαβε τέλος το τελευταίο,
εφρόντισε να κοιμηθεί εις το κελί Σκουρταίων.
Εξαντλήθηκε ο οργανισμός, τα δόντια του είχαν πέσει,
τ’ αυτιά δεν άκουγαν καλά, δεν είχαν πρώτη θέση.
Αλλά και στο περπάτημα έβρισκε δυσκολία,
μα και το στόμα έπαψε από διδασκαλία.
Στο Κουτλουμούσι έφυγε, καβάλησε μουλάρι,
και στο Σκουρταίων το κελί εκεί να ξεμπαρκάρει.
Σαν ήρθε έξω απ’ το κελλί, παθαίνει ημιπληγία,
η γλώσσα και το χέρι του έπαθαν στην υγεία.
Κατάλαβε ό Όσιος, το τέλος πλησιάζει,
και άρχισε για την ψυχή, τότε να ετοιμάζει.
Αφού εξομολογήθηκε κι ευχέλαιο είχε γίνει,
κοινώνησε πήρε Χριστόν εις την ήμερα εκείνη.
Ακόμα αδυνάτησε τότε και η φωνή του,
θερμά εις Χριστόν συνέχιζε όμως την προσευχή του.
Και όταν εκοινώνησε είχε μεγάλη χάρη,
γιατί τον Ιησού Χριστό εις την καρδιά είχε πάρει.
Πατέρες και τους αδελφούς όλους ευχαριστούσε,
δεν έκανε ποτέ εχθρούς, όλους τους αγαπούσε.
Και τώρα η ενδημία του, υπέρτατη γαλήνη
δεκάτη τετάρτη Ιουλίου ήταν η ήμερα εκείνη.
Το χίλια οκτακόσια εννιά τότε χρονολογία,
και μόλις ετών εξήκοντα ήταν στην ηλικία.
Επένθησαν οι φίλοι του και οι χριστιανοί ακόμα,
όταν του Οσίου το λείψανο μπήκε μέσα στο χώμα.
Κι έλεγε ένας χριστιανός με πικραμένα χείλη,
να ζούσε ο Νικόδημος καινά πεθάνουν χίλιοι.
Το άγιόν του λείψανο θάφτηκε εις κελλί Σκουρταίων,
εκεί ανεπαύθη ειρηνικώς ύπνον τον τελευταίον.
Και η τιμία κάρα του σκορπάει ευωδία,
την προσκυνούν οι χριστιανοί και δέχονται ευλογία.
Οι Αγιορείτες κλάψανε και η οικουμένη όλη,
γιατί έφυγε ένας κηπουρός στης Παναγιάς περβόλι.
Γι’ αυτό τον ονομάσανε όλοι Αγιορείτη,
το Αγιον Όρος ήτανε όλο δικό του σπίτι.
Αλλά και η μητέρα του, η πριν Αναστασία,
και αυτή αφιερώθηκε Χριστού στην Εκκλησία,
Και καλογραία έγινε, πήγε στο μοναστήρι,
Αγάθη πήρε όνομα για του Χριστού χατίρι.
Στον Άγιο Χρυσόστομο, στην Ιερά Μονή του,
που κόσμημα στη Νάξο μας είν’ η εμφάνισή του.
Τον Άγιο Νικόδημο τον τίμησε η Νάξος,
που από εδώ ξεκίνησε, θέλω να το φωνάξω.
Μαζί με Άγιο Πλανά Νικόλαο, του κτίσαν εκκλησία,
πολυτελέστατος Ναός μέσ’ στην Παροναξία.
Ο Όσιος Νικόδημος άγιασε το νησί μας,
και στο πλευρό μας βρίσκεται καθημερινώς μαζί μας.
Άγιε Νικόδημε φώτιζε κι εμείς να περπατούμε
εις τα δικά σου βήματα αν θέμε να σωθούμε.
Εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, στου ουρανού τα κάλλη,
τον Κύριον Ιησού Χριστόν, εκείνον παρακάλει·
όλοι εμείς οι αμαρτωλοί να βρούμε σωτηρία,
απ’ τις δικές σου προσευχές, που έχεις παρρησία.
Αμήν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου