Έλεγαν για τον αββά Σισόη οτι αρρώστησε και ενώ κάθονταν κοντά του γέροντες μίλησε σε κάποιους.
Του λένε:
- Τι βλέπεις, αββά;
Και τους απαντά:
- Βλέπω κάποιους που ήλθαν σε μένα και τους παρακαλώ να μ' αφήσουν λίγο να μετανοήσω.
Του λέει ένας από τους γέροντες:
- Κι αν σ' αφήσουν, τι μπορείς να κάνεις από δω και πέρα με τη μετάνοια;
Του λέει ο γέροντας:
- Κι αν δεν μπορώ, μπορώ όμως να στενάζω ακόμη λίγο για την ψυχή μου κι αυτό μου είναι αρκετό.
* * *
Έλεγε ο αββάς Σισόης:
- Όταν ήμουν στη Σκήτη με τν Μακάριο πήγαμε να θερίσουμε μαζί του επτά μοναχοί. Και να πίσω μας μια χήρα σταχομαζώχτρα, που έκλαιγε ασταμάτητα.
Φώναξε ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε:
- Τι έχει αυτή η γριά και κλαίει συνεχώς;
Αυτός απαντά:
- Ο άνδρας της φύλαγε κάτι πολύτιμο που του εμπιστεύθηκαν σαν παρακαταθήκη, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το έκρυψε και ο ιδιοκτήτης της παρακαταθήκης θέλει να πάρει δούλους αυτήν και τα παιδιά της.
Του λέει ο γέροντας:
- Πες της να ρθεί σε μας εκεί που αναπαυόμαστε από τη ζέστη.
Όταν ήλθε η γυναίκα της λέει ο γέροντας:
- Γιατί κλαίς συνέχεια;
Κι αυτή είπε:
- Ο άνδρας μου πέθανε ενώ είχε την παρακαταθήκη κάποιου και πεθαίνοντας δεν είπε που την έβαλε.
Της είπε ο γέροντας:
- Έλα δείξε μου που τον έθαψες.
Τότε πήρε τους αδελφούς του και βγήκε μαζί της. Όταν έφτασε στον τόπο του μνήματος της λέει:
- Πήγαινε σπίτι σου.
Τότε προσευχήθηκαν αυτοί και ο γέροντας φώναξε στο νεκρό:
- Ε, συ, που έβαλες τη ξένη παρακαταθήκη;
Αυτός απάντησε:
- Είναι κρυμμένη στο σπίτι μου κάτω απο το πόδι του κρεβατιού.
Του λέει τότε ο γέροντας:
Κοιμήσου πάλι ως την ημέρα της αναστάσεως.
Όταν είδαν αυτά οι αδελφοί έπεσαν από φόβο στα πόδια του.
Και τους είπε ο γέροντας:
- Αυτό δεν έγινε για μένα, γιατί δεν έχω τίποτε, αλλά ο Θεός το έκανε για τη χήρα και τα ορφανά. Αυτό είναι το σπουδαίο· επειδή ο Θεός θέλει τη ψυχή αναμάρτητη και οτι ζητήσει το παίρνει.
Και πήγε και ανήγγειλε στη χήρα που βρίσκεται η παρακαταθήκη. Αυτή την πήρε και την έδωσε στον ιδιοκτήτη της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό.
* * *
Έλεγαν οτι:
" Όταν επρόκειτο να πεθάνει ο αββάς Σισόης, ενώ όλοι οι πατέρες κάθονταν κοντά του, το πρόσωπο του έλαμψε σαν ήλιος και τους λέει·
- Να ήλθε η χορειά των Προφητών.
Και πάλι το πρόσωπο του έλαμψε ακόμη πιό πολύ και είπε:
- Να ήλθε η χορειά των Αποστόλων.
Και πάλι έλαμψε διπλά το πρόσωπο του και ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Τον ρώτησαν οι γέροντες:
- Με ποιόν μιλάς πάτερ;
Και αυτός είπε:
- Να, οι άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και τους παρακαλώ να μ' αφήσουν να μετανοήσω ακόμη περισσότερο.
Του λένε οι γέροντες:
- Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις, πάτερ.
Και ο γέροντας είπε:
- Πραγματικά δεν ξέρω αν έχω αρχίσει να μετανοώ.
Και όλοι έμαθαν οτι έφτασε στην τελειότητα. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπο του σαν ήλιος και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέει ο γέροντας:
- Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέει· Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου.
Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε το κελλί από ευωδία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου