Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010
Άλλες εμπειρίες, μέσα από τις οποίες αποκτάται η απιστία στον εαυτό μας και η εμπιστοσύνη και το θάρρος στο Θεό.
Επειδή όλη η δύναμις με την οποία νικώνται οι εχθροί μας, γεννιέται από την μη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και από την ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη να προμηθευθής αδελφέ μου, από τις ειδήσεις αυτές, για να αποκτήσης την δύναμι αυτή, με την βοήθεια του Θεού, γνώριζε λοιπόν με βεβαιότητα, ότι, ούτε όλα τα προτερήματα, είτε φυσικά είναι, είτα αποκτημένα, ούτε όλα τα χαρίσματα που δίνονται δωρεάν, ούτε η γνώσις όλη της θείας Γραφής, ούτε το Πως εργαστήκαμε πολλά χρόνια το Θεό και συνηθίσαμε στην εργασία του· όλα αυτά, δεν θα μας κάνουν να εκπληρώσουμε το θείο του θέλημα, αν και σε κάθε καλό θεάρεστο, που θα πρέπει να κάνουμε και σε κάθε κίνδυνο, που πρέπει να αποφύγουμε και σε κάθε σταυρό που πρέπει να σηκώσουμε κατά το θέλημά του, αν, λέω, δεν ανυψώση την καρδιά μας μια ξεχωριστή βοήθεια του Θεού και δεν μας δυναμώση για να τα εκτελέσουμε, καθώς είπε ο Κύριος «χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε» (Ιωάν. 15,15). Ώστε, εμείς πρέπει σε όλη μας τη ζωή και σε όλες τις ημέρες και ώρες και στιγμές, να έχουμε αυτή την αποφασιστική γνώμη, ότι με κανένα τρόπο και κανένα λογισμό, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εμπιστευθούμε και να ελπίσουμε στον εαυτό μας.
Γιά την στο Θεό ελπίδα, κοντά σ εκείνα που σου είπα στο γ΄ κεφάλαιο, γνώριζε, ότι δεν είναι άλλο ευκολώτερο στο Θεό, όσον το να νικήσης τους εχθρούς σου, τόσο τους λίγους, όσο και τους πολλούς· τόσο τους παλιούς και ανδρείους, όσο και τους νέους και αδυνάτους. Λοιπόν, μία ψυχή, ας είναι φορτωμένη από αμαρτίες, ας έχη όλα τα ελαττώματα του κόσμου· ας είναι μολυσμένη, όσο μπορεί να φαντασθή κάποιος, ας δοκίμασε όσο θέλησε και όσο μπόρεσε να μεταχειρισθή κάθε μέσο και αγώνα, για να αφήση την αμαρτία και να κάνη το καλό και δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήση κανένα μικρό μερίδιο καλού, μάλιστα να προχωρά ακόμη πιο βαθειά στο κακό, όμως, με όλα αυτά, δεν πρέπει να σταματήση ποτέ, να ελπίζη στον Θεό, ούτε πρέπει να εγκαταλείψη ποτέ τα όπλα και τους αγώνες τους πνευματικούς, αλλά πρέπει να πολεμάει πάντα ανδρειωμένα. Γιατί, πρέπει να γνωρίζης ότι σε αυτό τον αόρατο πόλεμο δεν χάνει όποιος δεν παύσει ποτέ από του να πολεμά και να ελπίζη στον Θεό, του οποίου η βοήθεια, δεν λείπει ποτέ από τους πολεμιστές του, μολονότι και μερικές φορές επιτρέπει να μένουν πληγωμένοι· ας πολεμεί λοιπόν ο καθένας, διότι σ αυτόν τον πόλεμο στηρίζεται το παν. Και το ιατρικό είναι έτοιμο και δραστικό, για να δοθή στους πολεμιστές, που γυρεύουν τον Θεό και την βοήθειά του, με σταθερή ελπίδα. Γιατί σε καιρό που αυτοί δεν το ελπίζουν, θα εξαφανισθούν οι εχθροί τους όπως έχει γραφή, «έχασε την πολεμική του δύναμι ο μαχητής της Βαβυλώνος» (Ιερ. 51,30).
Πως μπορεί να γνωρίσει κάποιος εάν εργάζεται με την μη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και με την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό.
Πολλές φορές νομίζουν μερικοί αυθάδεις ότι δεν έχουν κανένα θάρρος στον εαυτό τους και ότι όλη τους την ελπίδα και πεποίθησι, την έχουν στον Θεό· όμως δεν είναι έτσι· και γι αυτό βεβαιώνονται από το αποτέλεσμα που έρχεται σε αυτούς από τον ξεπεσμό τους, όταν συμβή. Γιατί αν ίσως αυτοί λυπούνται στον ξεπεσμό τους και, κατά κάποιο τρόπο, απελπίζονται και νομίζουν ότι μπορούν στο εξής να κάνουν καλό, αυτό είναι σίγουρο σημείο, ότι και προ του ξεπεσμού τους πίστευαν στον εαυτό τους και όχι στον Θεό. Και εάν η λύπη και η απελπισία τους είναι μεγάλη, είναι ολοφάνερο ότι και πολύ πίστευαν στον εαυτό τους και λίγο στο Θεό, γιατί όποιος δεν εμπιστεύεται πολύ στον εαυτό του και ελπίζει στο Θεό, όταν ξεπέσει, δεν απορεί τόσο πολύ, ούτε λυπάται υπερβολικά, εφόσον γνωρίζει, ότι αυτό του συμβαίνει για την αδυναμία του εαυτού του και για την λίγη ελπίδα που έχει στον Θεό μάλιστα τότε απιστεί περισσότερο στον εαυτό του και με περισσότερη ταπείνωσι ελπίζει στο Θεό και μισώντας περισσότερο από κάθε άλλον τα άτακτα πάθη, που είναι η αιτία του ξεπεσμού του, με ένα μεγάλο πόνο ήσυχο και ειρηνικό, για τη λύπη του Θεού, αποκτά βέβαια την απιστία στον εαυτό του, καταδιώκει όμως τους εχθρούς του μέχρι θανάτου με μεγαλύτερη γενναιότητα και αποφασιστικότητα.
Αυτά που είπα, επιθυμώ να τα σκεφθούν μερικοί, που νομίζουν Πως είναι ενάρετοι και πνευματικοί, οι οποίοι, όταν πέσουν σε κανένα ελάττωμα, δεν μπορούν, ούτε θέλουν να ειρηνεύσουν και μερικές φορές θέλοντας να ελευθερωθούν από την πολλή λύπη και την ενόχλησι, που τους συμβαίνει από την αγάπη του εαυτού τους, τρέχουν αμέσως γι αυτό και μόνο στον πνευματικό πατέρα, στον οποίον έπρεπε κυρίως να πηγαίνουν για να ξεπλυθούν από την μόλυνσι της αμαρτίας και να λάβουν δύναμι κατά του εαυτού τους, με το αγιώτατο μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010
- 10:24 μ.μ.
- p.Ioannis Kiparissopoulos
- ΘΑΥΜΑΤΑ
- No comments
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό. Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».
Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».
Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» . Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκα όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!». Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ' ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)