Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ γεννήθηκε τὸ 310 σ᾿ ἕνα χωριὸ
τῆς Παλαιστίνης ποὺ ὀνομαζότανε Βησανδούκη καὶ ἀπεῖχε λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν
Ἐλευθερόπολη. Κάποτε λοιπὸν πλησίασε τὸν Ἅγιο ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μάγους
τῆς Περσίας, λέγοντάς του: «Μακάριε Ἐπιφάνιε μάγε ἀγαπημένε, ἦλθες ἐδῶ γιὰ νὰ
κάνεις πολλὰ κατορθώματα. Δίδαξε τὴν τέχνη σου, σὲ ὅλους μας ἐδῶ τοὺς μάγους
καὶ θὰ ὑπακοῦμε σὲ ἐσένα».
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε: «Μάγε ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ,
ἔμαθες νὰ λὲς λόγια ἀπρεπῆ καὶ μάθε ὅτι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μάγοι τῆς
ἀδικίας. Γι᾿ αὐτὸ ἐπειδὴ εἶσαι πονηρὸς καὶ χρειάζεσαι σωφροσύνη, σοῦ λέω νὰ
μείνεις ἄφωνος καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ μιλᾶς τοῦ λοιποῦ μέχρι νὰ διορθωθεῖς». Πράγματι ὁ Μάγος ἔχασε τὴν φωνή του καὶ ἔπαθε
καὶ ἀκινησία. Βλέποντας οἱ παρευρισκόμενοι ὅλα αὐτά, τρόμαξαν καὶ ἔπεσαν
καταγῆς. Τότε ὁ Ἅγιος ἔπιασε τὸν βασιλιὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω ἐπάνω
βασιλιά μου καὶ μὴ φοβᾶσαι». Τότε σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν
μάγο ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Συλλογίσου ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶδες καὶ ἄκουσες καὶ πρόσεχε
τὴν ἀλήθεια καὶ πάψε νὰ μὲ νομίζεις μάγο, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ
ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ ὀνόματί του μίλησε καὶ κινήσου ὅπως καὶ
πρὶν καὶ γίνε φίλος τῆς ἀλήθειας».
Ἀμέσως τότε ὁ μάγος ἄρχισε νὰ ξαναμιλάει καὶ νὰ
κινεῖται καὶ ζήτησε συγχώρεση καὶ μετάνιωσε γιὰ ὅ,τι ἔσφαλε στὸν Ἅγιο. Λίγο
ἀργότερα ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἀνέστησε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ ἄνθρωπο ποὺ πέθανε ἀπὸ
τὶς ἀδικίες τῶν μάγων. Καὶ στὰ τελευταῖα του χρόνια ὁ Ἅγιος προσκάλεσε μία
γυναίκα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουλιμά, ἡ ὁποία ἦταν μάγισσα καὶ πλάνευε πολλοὺς καὶ
τυραννοῦσε πολλοὺς καὶ τοὺς παρέδιδε στὸν Σατανᾶ καὶ τὴν ἐπιτίμησε λέγοντάς της
νὰ σταματήσει ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ κάνει, νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὑποστεῖ κανόνα
εἰδάλως θὰ εἶναι ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας. Ἡ πρώην μάγισσα μετανοημένη πλέον,
δέχθηκε νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο. Ὁ Ἅγιος μὲ πολλὴ χαρά, τὴν
παρηγόρησε καὶ τῆς ἐπέβαλε κανόνα ἀνάλογο τῶν ἁμαρτημάτων της, σύμφωνα μὲ τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Παρήγγειλε δὲ στὴ γυναίκα αὐτὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ
κανόνα, νὰ ἐπανέλθει νὰ τῆς διαβάσει τὴ συγχωρετικὴ εὐχὴ γιὰ νὰ τῆς δώσει ἄδεια
νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετὰ ἀπὸ χρόνο μαθαίνει ἔκπληκτη ἡ γυναίκα
ὅτι ὁ Ἅγιος ἀσθένησε καὶ πλησιάζει στὸν θάνατο. Τρέχει στὴν Χριστιανούπολη
προκειμένου νὰ προλάβει τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ζωντανό, μάταια ὅμως, ὁ Ἅγιος εἶχε
κοιμηθεῖ καὶ τὸν ὅδευαν πρὸς τὸν τάφο. Τότε διασχίσασα τὸ πλῆθος μὲ ὁρμή, ἔπεσε
πάνω στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ γοερὰ θρηνεῖ. Ὁ Ἅγιος ἐπιτελεῖ το πρῶτο του θαῦμα
μετὰ θάνατον. Μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τῆς μετανοημένης γυναίκας, ὕψωσε
τὸ χέρι σὰν νὰ ἦταν ζωντανός, τὴν εὐλόγησε καὶ τῆς ἔλυσε τὸν κανόνα. Ὅλοι οἱ
παρευρισκόμενοι ἐξεπλάγησαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Τριαδικὸ Θεό.
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/