Κάποιος
ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος “απελπισμένος” , στο βιβλίο “Νηπτική θεωρία” ,
διηγείται δήθεν για κάποιον άλλο, στην πραγματικότητα όμως για τον εαυτό του ,
ότι ήρθε, την ώρα που προσηύχετο με την Ευχούλα, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ
ελέησόν με», σε έκστασι… και είδε ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων-σαν την άμμο της θαλάσσης,
- τόσοι πολλοί ήσαν- να του επιτίθενται γεμάτοι λύσσα.
Οι
διαθέσεις τους ήσαν φονικές. Απ’ όλα τα μέρη , αγριεμένοι φοβερά, ωρμούσαν
εναντίον του για να τον κατασπαράξουν…
Συνήλθε
και έντρομος έτρεξε στην Εκκλησία.
-
Πού
θα καταφύγω; Αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού, παρά στον φρικτό
Γολγοθά, στην αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ
τα πανάχραντα Μυστήρια, θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της Παναγίας
Μητρός Του.
Έχοντας αυτά στον νου και στον
λογισμό του, τρέχοντας έφθασε στον ναό. Μπαίνοντας μέσα είδε τον Κύριο και την
Θεοτόκο στις εικόνες του Τέμπλου σαν ζωντανούς και με βασιλική Δόξα. Το θείο
Πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο πολύ και από
τον ήλιο, ενώ όλο το εκκλησάκι ήτο λουσμένο από την θεϊκή Του ακτινοβολία.
Ο ιερεύς εκείνος και ασκητής, δεν
μπόρεσε να ξανακοιτάξη το πρόσωπο της τρισηλίου Δόξης του Κυρίου! Μόνο
προσκύνησε…, άγγιξε ή δεν άγγιξε το προτεινόμενο χέρι του Κυρίου για ασπασμό.
Με φόβο πλησίασε την εικόνα της Παναγίας,
ασπάσθηκε το Παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την κοιτάξη
στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά είδε το Θείο Βρέφος καθισμένο σε θρόνο
Χερουβικό… και ήτο τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο η ομορφιά και η
ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα…
ομορφιά, ευωδία!!!
Η Θεοτόκος κοίταζε τον ιερέα με άπειρη
γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε θάρρος και ρώτησε:
-
Παναγία
μου! γλυκειά μου Παναγία και Μητέρα του Ιησού μου, πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες
που με κυνηγούν;
-
Με
το Όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς , θα εξολοθρεύης τους
δαίμονες, απάντησε η Θεοτόκος. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς»,
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».
-
Και
εδώ, μέσα στον ναό και στο κελλάκι και έξω, εργαζόμενος και ησυχάζων, παντού
και πάντοτε, με το Όνομα του Υιού μου και το όνομα το δικό μου να επικαλήσαι,
συνέχισε η Θεοτόκος.
Ο ιερομόναχος έκανε μία στρωτή
μετάνοια , βγήκε έξω από το εκκλησάκι
και φώναξε με όλη του την δύναμι:
- «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»!
- «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»!
-
«Θεοτόκε
Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία»!
Αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι,
οι δειλοί δαίμονες εξαφανίσθηκαν όλοι από μπροστά του σαν αστραπή.
Από
την βιωματική αυτή εμπειρία βγαίνει το συμπέρασμα ότι κι εμείς οι απλοί
αγωνιζόμενοι μέσα στον κόσμο πιστοί χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, μ’ αυτό το
πανίσχυρο Όνομα, μπορούμε να τον επικαλούμεθα συνεχώς, και με την παντοδυναμία
του Ονόματός Του καταισχύνουμε τους δαίμονες.
Ναι
χριστιανοί μου, με το παμπόθητο και γλυκύτατο Όνομα Του θα Τον φωνάζουμε μ’ όλη
μας την καρδιά, μέρα, νύχτα, για να ελκύσουμε το έλεός Του, δηλαδή με την Ευχή «Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αυτό συνέστησε η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτό μας συνιστά
η Αγία Γραφή . Αυτό μας διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας
μας μέχρι των ημερών μας. Και αυτό μας καταμαρτυρείται από την ιστορική
εμπειρία των Αγιορειτών Πατέρων και Γερόντων εδώ και 1000 χρόνια.
Να
λέμε την Ευχή είτε προφορικά είτε νοερά με την βεβαιότητα και την πίστι ότι ο Κύριος είναι μπροστά μας και
είμεθα ενώπιόν Του…
….
Η Χαναναία Τον είχε μπροστά της και φώναζε: «ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.». Έτσι κι εμείς, Τον
έχουμε μπροστά μας και Τον φωνάζουμε: «Ελέησόν με τον αμαρτωλό, διότι εγώ έχω
μέσα μου τους δαίμονες των παθών. Εγώ έχω μέσα μου το σκοτάδι της αμαρτίας. Εγώ
κυριαρχούμαι από τα πάθη και υποφέρουν όλοι γύρω μου. Εγώ φταίω για όλα. Χριστέ
μου, ελέησέ με. Αν ελεήσης εμένα, ελεείς και τον σύντροφο της ζωής μου. Ελεείς
και τα παιδιά μου . Ελεείς τους γονείς μου. Ελεείς τα αδέλφια μου και τον κάθε
πλησίον. Ελέησόν με , Κύριε, γιατί ελεώντας εμένα ελεείς και τους κληρικούς της
Εκκλησίας Σου».
Ελέησόν
με, Κύριε, διότι δεν έχω ούτε αληθινή μετάνοια ούτε και συντριβή ούτε δάκρυα
παρακλητικά.
Δεν
έχω ταπείνωσι…, ελέησόν με.
Δεν
έχω πίστι…, ελέησόν με.
Δεν
έχω υπομονή…, ελέησόν με.
Δεν
πενθώ για τις αμαρτίες μου… ελέησόν....
Πηγή:
Από το βιβλίο: “Η «ΕΥΧΗ» ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ”
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2007