Ὁ ἅγιος Δημήτριος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τὰ δυὸ παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοὶ εἶναι κάτω στὴ γῆ, κ᾿ οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι ἀπάνω στὸν οὐρανό. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τοὺς ζωγραφίζανε δίχως ἄρματα, πλὴν στὰ κατοπινὰ τὰ χρόνια τοὺς παριστάνουνε ἀρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια καὶ ντυμένους μὲ σιδεροπουκάμισα. Στὸν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τὴν περικεφαλαία καὶ στὸν ἄλλον τὸ σκουτάρι, στὴ μέση εἶναι ζωσμένοι τὰ λουριὰ ποὺ βαστᾶνε τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καὶ τὸ ταρκάσι πὄχει μέσα τὶς σαγίτες καὶ τὸ δοξάρι. Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυὸ αὐτοὶ ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς κι᾿ ἄλλοι στρατιωτικοὶ ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σὲ ἄλογα, σὲ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεώργης, σὲ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι᾿ ὁ μὲν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριὸ κι᾿ ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τὸν Λυαῖο. Αὐτὰ τὰ ἄρματα ποὺ φορᾶνε ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι, παριστάνουνε ὅπλα πνευματικά, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ντυθῆτε τὴν ἀρματωσιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε στὰ στρατηγήματα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ τὸ πάλεμα τὸ δικό μας δὲν εἶναι καταπάνω σὲ αἷμα καὶ σὲ κρέας, ἀλλὰ καταπάνω στὶς ἀρχές, στὶς ἐξουσίες, καταπάνω στοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοταδιοῦ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ καταπάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα στὸν ἄλλον κόσμο. Γιὰ τοῦτο ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ βαστάξετε κατὰ τὴν πονηρὴ τὴν ἡμέρα, κι᾿ ἀφοῦ κάνετε ὅσα εἶναι πρεπούμενα, νὰ σταθῆτε. Τὸ λοιπόν, σταθῆτε γερά, ἔχοντας περιζωσμένη τὴ μέση σας μὲ ἀλήθεια, καὶ ντυμένοι μὲ τὸ θώρακα τῆς δικαιοσύνης καὶ μὲ τὰ πόδια σας σανταλωμένα γιὰ νὰ κηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης κι᾿ ἀποπάνω ἀπὸ ὅλα σκεπασθῆτε μὲ τὸ σκουτάρι τῆς πίστης, ποὺ μὲ δαῦτο θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε ὅλες τὶς πυρωμένες σαγίτες τοῦ πονηροῦ. Καὶ φορέσετε τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ πνεύματος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸς ὁ ἡρωικὸς καὶ καρτερικὸς χαραχτήρας, ποὺ ἔχουνε οἱ πολεμιστὲς ὁποῦ μαρτυρήσανε γιὰ τὸν Χριστὸ σὰν ἄκακα ἀρνιά, ἀνάγεται στὰ πνευματικά.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος περισκεπάζει ὅλη τὴν οἰκουμένη, ὅπως λέγει τὸ τροπάρι του, ἀλλὰ ἰδιαίτερα προστατεύει τὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ τὴ γλύτωσε πολλὲς φορὲς καὶ στέκεται κι᾿ ἀνθίζει ὡς τὰ σήμερα, καινούριος μέγας Ἀλέξαντρος, ποὺ ἡ δύναμή του κ᾿ ἡ ἀντρεία του δὲν χαθήκανε μὲ τὸ θάνατό του, ὅπως ἔγινε στὸν Ἀλέξαντρο, ἀλλὰ ζεῖ καὶ φανερώνεται στὸν αἰώνα, σ᾿ ὅσους τὸν παρακαλᾶνε μὲ θερμὴ καρδιά. H πατρίδα τοῦ βρίσκεται ὁλοένα σὲ κίνδυνο καὶ σὲ σκληρὲς περιστάσεις κι᾿ ὁλοένα τὸν κράζει νὰ τὴ βοηθήσει καὶ νὰ τὴ γλυτώσει. Καὶ φέτος, ὕστερα ἀπὸ τόσες γενεὲς ποὺ προστρέξανε μὲ δάκρυα στὴν προστασία του, πάλι θὰ δράμουνε οἱ βασανισμένοι χριστιανοὶ στὴν ἐκκλησία του καὶ θὰ κλάψουνε καὶ θὰ ψάλλουνε πάλι τὸ τροπάρι ποὺ λέγει: «Φρούρησον, πανεύφημε, τὴν σὲ μεγαλύνουσαν πόλιν ἀπὸ τῶν ἐναντίον προσβολῶν, παῤῥησίαν ὡς ἔχων πρὸς Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα».
Ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ μυροβλύτης, γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ 260 μ.X. Οἱ γονιοί του ἤτανε ἐπίσημοι ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Δημήτριος κοντὰ στὴ φθαρτὴ δόξα ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ γένος του, ἤτανε στολισμένος καὶ μὲ χαρίσματα ἄφθαρτα, μὲ φρονιμάδα, μὲ γλυκύτητα, μὲ ταπείνωση, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ κάθε ψυχικὴ εὐγένεια. Ὅλα τοῦτα ἤτανε σὰν ἀκριβὰ πετράδια ποὺ λάμπανε ἀπάνω στὴν κορόνα ποὺ φοροῦσε, κι᾿ αὐτὴ ἡ κορόνα ἤτανε ἡ πίστη στὸν Χριστό. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βασίλευε στὴ Ῥώμη ὁ Διοκλητιανὸς κ᾿ εἶχε διορισμένον καίσαρα, στὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ στὰ ἀνατολικά, ἕνα σκληρόκαρδο καὶ αἱμοβόρον στρατηγὸ ποὺ τὸν λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ἀνθρωπόμορφο, ὅπως ἤτανε ὅλοι αὐτοὶ οἱ πολεμάρχοι, ποὺ βαστούσανε κεῖνον τὸν καιρὸ μὲ τὸ σπαθὶ τὸν κόσμο, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Μαξέντιος, ὁ Μαξιμίνος, ὁ Γαλέριος, ὁ Λικίνιος, πετροκέφαλοι, ἀγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, μὲ λαιμὰ κοντὰ καὶ χοντρὰ σὰν βαρέλια, ἀλύπητοι, φοβεροί. Αὐτὸς διώρισε τὸν Δημήτριο ἄρχοντα τῆς Θεσσαλονίκης κι᾿ ὅταν γύρισε ἀπὸ κάποιον πόλεμο, μάζεψε τοὺς ἀξιωματικοὺς στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ κάνουνε θυσία στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Δημήτριος εἶπε πὼς εἶναι χριστιανὸς καὶ πὼς δὲν παραδέχεται γιὰ θεοὺς τὶς πελεκημένες πέτρες. Ὁ Μαξιμιανὸς φρύαξε καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουνε καὶ νὰ τὸν φυλακώσουνε σ᾿ ἕνα λουτρό. Ὅσον καιρὸ ἤτανε φυλακισμένος, ὁ κόσμος πρόστρεχε μὲ θρῆνο κι᾿ ἄκουγε τὸν Δημήτριο ποὺ δίδασκε τὸ λαὸ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα παλληκαρόπουλο, ὁ Νέστορας, πήγαινε κι᾿ αὐτὸς κάθε μέρα κι᾿ ἄκουγε τὴ διδασκαλία του. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, παλεύανε πολλοὶ ἀντρειωμένοι μέσα στὸ στάδιο κι᾿ ὁ Μαξιμιανὸς χαιρότανε γι᾿ αὐτὰ τὰ θεάματα· μάλιστα εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ ἕναν μπεχλιβάνη ποὺ τὸν λέγανε Λυαῖο, ἄνθρωπο θηριόψυχο καὶ χεροδύναμο, εἰδωλολάτρη καὶ βλάστημο, φερμένον ἀπὸ κάποιο βάρβαρο ἔθνος. Βλέποντας ὁ Νέστορας πὼς τοὺς εἶχε ρίξει κάτω ὅλους αὐτὸς ὁ Λυαῖος, καὶ πὼς καυχιότανε πὼς εἶχε τὴ δύναμη τοῦ Ἄρη καὶ πὼς κανένας ντόπιος δὲν ἀποκοτοῦσε νὰ παλέψει μαζί του, πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο Δημήτριο νὰ τὸν βλογήσει γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Λυαῖο καὶ τὸν Μαξιμιανὸ καὶ τὴ θρησκεία τους. Κι᾿ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ τὸν σταύρωσε καὶ παρευθὺς ἔδραμε ὁ Νέστορας στὸ στάδιο καὶ πάλεψε μὲ κεῖνον τὸν ἄγριο τὸ γίγαντα καὶ τὸν ἔριξε χάμω καὶ τὸν ἔσφαξε. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἔγινε θηρίο ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ μαθαίνοντας πὼς ὁ Νέστορας ἤτανε χριστιανὸς καὶ πὼς τὸν εἶχε βλογήσει ὁ Δημήτριος, πρόσταξε νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Σὰν πήγανε στὴ φυλακὴ οἱ στρατιῶτες, τρυπήσανε τὸν Δημήτριο μὲ τὰ κοντάρια καὶ ἔτσι πῆρε τ᾿ ἀμάραντο στέφανο, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 296· μάλιστα εἶναι γραμμένο πὼς σὰν εἶδε τοὺς στρατιῶτες νὰ ρίχνουνε τὰ κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλὰ τὸ χέρι του καὶ τὸν πήρανε οἱ κονταριὲς στὸ πλευρό, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τὸ τρύπημα τῆς λόγχης ποὺ δέχτηκε ὁ Χριστὸς στὴν πλευρά του κ᾿ ἔβγαλε αἷμα καὶ νερὸ ἡ λαβωματιά του. Τὸν Νέστορα τὸν ἀποκεφαλίσανε τὴν ἄλλη μέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο. Οἱ χριστιανοὶ σηκώσανε τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ θάψανε ἀντάμα, κι᾿ ἀπὸ τὸν τάφο ἔβγαινε ἅγιο μύρο ποὺ γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, γιὰ τοῦτο τὸν λένε καὶ μυροβλύτη. Ἀπάνω στὸν τάφο χτίσθηκε ἐκκλησιά, τὸν καιρὸ ποὺ βασίλεψε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος. Στὰ κατοπινὰ χρόνια χτίσθηκε ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἡ τωρινὴ καὶ στὰ 1143 ὁ βασιλέας Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς ἔστειλε καὶ πῆρε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου καὶ τὴν ἔβαλε στὸ μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος ποὺ ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησία του ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς καὶ ποὺ τὴ λένε σήμερα Ζεϊρὲκ καὶ τὴν εἴχανε κάνει παλαιότερα τεκὲ οἱ ντερβίσηδες. Στὰ εἰκονίσματά του εἶναι ζωγραφισμένος ἀπάνω σὲ κόκκινο ἀντρειωμένο ἄλογο, ποὺ κοιτάζει σὰν ἄνθρωπος, ὀμορφοσελωμένο, στολισμένο μὲ χάμουρα καὶ μὲ γκέμια χρυσά, μὲ τὰ μπροστινὰ ποδάρια σηκωμένα στὸν ἀγέρα, μὲ τὴν οὐρὰ ἀνακαμαριασμένη, ἀλαφιασμένο ἀπὸ τὸν Λυαῖο ποὺ κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος ἀπὸ τὸ κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὰ καπούλια του, πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο, εἶναι καβαλλικεμένος σὲ μικρὸ σχῆμα ἕνας καλόγερος. Εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης τοῦ Δαμαλᾶ, ποὺ τὸν πιάσανε σκλάβο οἱ κουρσάροι μπαρμπερίνοι στὰ 1603 καὶ τὸν πουλήσανε στὸ Ἀλγέρι, στὸν μπέη, ποὺ τὸν ἐπῆρε στὸ σεράγι του. Κάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος καὶ παρακαλοῦσε μέρα νύχτα μὲ δάκρυα νὰ τὸν λευτερώσει ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ὅπου, μιὰ μέρα σὰν αὔριο, παραμονὴ τ᾿ ἁγίου Δημητρίου, τὸν εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς πῆγε μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ τὸν ἔβαλε καβάλλα καὶ φύγανε ἀπὸ τὴν Ἀραπιά. Καὶ σὰν ξύπνησε τὸ πρωί, βρέθηκε λεύτερος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ δόξασε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ πῆγε στὸν Πόρο κι᾿ ἀπὸ τότε στὰ εἰκονίσματά του ζωγραφίζανε καὶ τὸ δεσπότη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου