
Πως πρέπει να πολεμά κάποιος εναντίον της παραλόγου θελήσεως των αισθήσεων και σχετικά με τις πράξεις που πρέπει να πραγματοποιήση η θέλησις, προκειμένου να αποκτήση τις συνήθειες των αρετών
Κάθε φορά, που παραλόγη επιθυμία των αισθήσεων από το ένα μέρος και η θέλησις του Θεού από το άλλο, πολεμούν την λογική σου επιθυμία και θέλει κάθε μία να νικήση, πρέπει να γυμνάζεσαι εσύ με πολλούς τρόπους για να νικήση ολοκληρωτικά η επιθυμία του Θεού.
Καί α΄, όταν πολεμηθής από τις κινήσεις καμμάς παράλογης επιθυμίας των αισθήσεων, πρέπει να αντισταθής δυνατά, για να μη γίνη αποδεχτή απο εκείνες η ανωτέρω θέλησις του λογικού.
β΄. Αφού σταματήσουν, σήκωσε αυτές πάλι κατεπάνω σου για να τις νικήσης και να τις διώξης μακριά σου με μεγαλύτερη σφοδρότητα και δύναμι.
Καί πάλι, μετά απο αυτά, ανακάλεσε αυτές στον γ΄ πόλεμο, στον οποίο θα συνηθίσης να τις μισήσης με όλη σου την ψυχή και τις συχαίνεσαι.
Αυτοί οι τρεις πόλεμοι, πρέπει να γίνωνται σε κάθε μας άτακτη επιθυμία (εκτός από τα πάθη τα σαρκικά, για τα οποία θά μιλήσω στο κατάλληλο σημείο).
Τελευταία, πρέπει να κάνης και πράξεις αντίθετες με καθένα απο τα πάθη σου.
Για παράδειγμα, αν κάποιος σε ατίμασε και σύ νιώθης πόλεμο από τις κινήσεις της ανυπομονησίας, πρόσεχε καλά και θά νιώσης οτι αυτές οι κινήσεις, πολεμούν πάντα την ανώτερη και λογική θέλησι και προσπαθούν να την υποτάξουνε και να την κάνουν να συγκατατεθή· οπότε, εσύ στον α΄ πόλεμο αντιστάσου στις κινήσεις αυτές με όλες σου τις δυνάμεις και βιάσου να μη παρεκλίνης, ούτε να κάνης συγκατάθεσι σε αυτές η λογική σου επιθυμία, λέγοντας και συ μαζί με τον Ώσηέ. «Αντιτασσόμενος θα τους συντρίψω» (1,2), και να μη σταματήσης ποτέ αυτή την μάχη, έως ότου γνωρίσεις, οτι ο εχθρός σχεδόν κουρασμένος παρέμεινε σάν νεκρωμένος και νικημένος· (πρόσεχε όμως καλά και φυλάξου από την πονηριά του διαβόλου. Γιατί, όταν αυτός καταλάβη ότι αντιστεκόμαστε δυνατά στις κινήσεις κάποιου πάθους, οχι μόνο δεν τις ξεσηκώνει τότε καταπάνω μας, αλλά και αν είναι σηκωμένες, προσπαθεί να τις σταματήση, να μη μας πολεμούνε, για να μην αποκτήσουμε με την εκγύμνασι εκείνη την συνήθεια των αρετών και επιπλέον, για να μας κάνη να πέσουμε και σε κενοδοξία και σε υπερηφάνεια, κάνοντάς μας με τρόπο επιδέξιο να νομίσουμε πως σάν γενναίοι στρατιώτες κατατροπώσαμε γρήγορα τους εχθρούς μας).
Για παράδειγμα, αν κάποιος σε ατίμασε και σύ νιώθης πόλεμο από τις κινήσεις της ανυπομονησίας, πρόσεχε καλά και θά νιώσης οτι αυτές οι κινήσεις, πολεμούν πάντα την ανώτερη και λογική θέλησι και προσπαθούν να την υποτάξουνε και να την κάνουν να συγκατατεθή· οπότε, εσύ στον α΄ πόλεμο αντιστάσου στις κινήσεις αυτές με όλες σου τις δυνάμεις και βιάσου να μη παρεκλίνης, ούτε να κάνης συγκατάθεσι σε αυτές η λογική σου επιθυμία, λέγοντας και συ μαζί με τον Ώσηέ. «Αντιτασσόμενος θα τους συντρίψω» (1,2), και να μη σταματήσης ποτέ αυτή την μάχη, έως ότου γνωρίσεις, οτι ο εχθρός σχεδόν κουρασμένος παρέμεινε σάν νεκρωμένος και νικημένος· (πρόσεχε όμως καλά και φυλάξου από την πονηριά του διαβόλου. Γιατί, όταν αυτός καταλάβη ότι αντιστεκόμαστε δυνατά στις κινήσεις κάποιου πάθους, οχι μόνο δεν τις ξεσηκώνει τότε καταπάνω μας, αλλά και αν είναι σηκωμένες, προσπαθεί να τις σταματήση, να μη μας πολεμούνε, για να μην αποκτήσουμε με την εκγύμνασι εκείνη την συνήθεια των αρετών και επιπλέον, για να μας κάνη να πέσουμε και σε κενοδοξία και σε υπερηφάνεια, κάνοντάς μας με τρόπο επιδέξιο να νομίσουμε πως σάν γενναίοι στρατιώτες κατατροπώσαμε γρήγορα τους εχθρούς μας).
Γι’ αυτό εσύ, αγαπητέ, πέρασε στον β΄ πόλεμο, δηλαδή ξεσήκωσε κατεπάνω σου με την ενθύμησι εκείνους τους λογισμούς, που σου έγιναν αίτια της ανυπομονησίας· και με συχνές επιθυμίες και με περισσότερη βία από την πρώτη, καταδίωξε τις κινήσεις τους μακριά από σένα· λέγοντας με τον Δαβίδ· «Θα κυνηγήσω τους εχθρούς μου και δεν θα υποχωρήσω μέχρις ότου να τους εξολοθρεύσω» (Ψαλμ. 17,41). Μα επειδή δεν είναι αρκετό το να διώξουμε μόνο τους εχθρούς μας, αλλά πρέπει και να τους μισήσουμε από την καρδιά μας για να μη νικηθούμε από αυτούς άλλη φορά, για αυτό και εσύ με τον γ΄ πόλεμο πρέπει να εναντιωθής με τόση σφοδρότητα στους λογισμούς της ανυπομονησίας, εως να τους μισήσης και να τους συχαθής λέγοντας εκείνο το ψαλμικό. «Την αδικία την μίσησα και την σιχάθηκα» (Ψαλμ. 118,162), και, «Με τέλειο μίσος τους μίσησα· έγιναν προσωπικοί μου εχθροί» (Ψαλμ. 118,21). Τελευταία, για να κάνης τέλεια την ψυχή σου με τις έξεις των αρετών, πρέπει να κάνης ακόμη και πράξεις εσωτερικές που να είναι αντίθετες απευθείας στην ανυπομονησία σου· κατά το «Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό» (Ψαλμ. 33,14).
Για παράδειγμα· αν επιθυμής να αποκτήσης τελείως την συνήθεια της υπομονής, δεν φθάνει μόνον να εξασκήσαι με τους τρόπους του πολέμου, που είπα, άλλα πρέπει ακόμη και να αγαπάς την περιφρόνησι, που έλαβες από εκείνον που σε ατίμασε ή σε έβρισε, επιθυμώντας να ατιμασθής πάλι και να βριστθής όπως και πρώτα απο τον ίδιο τον άνθρωπο· και να είσαι προετοιμασμένος να υπομείνης ακόμη βαρύτερες ατιμίες και βρισιές, επειδή και οι παρόμοιες πράξεις είναι αναγκαίες, για να μας κάμουν τέλειους στις αρετές. Γιατί αλλιώς, οι άλλες πράξεις οσο πολλές και δυνατές και αν είναι, δεν είναι όμως ικανές να αποσπάσουν την κακία απο τις ρίζες της. Γι’ αυτό είναι ανάγκη, εκεί που ήταν προηγουμένως φυτευμένη και ριζωμένη η κακία, εκεί αντί αυτής να φυτευθή και να ριζωθή η αντίθετή της αρετή, για να γίνουν κατά τους ιατρούς τα αντίθετα θεραπεία των αντιθέτων.
Έτσι εάν εμείς δεν συνηθίσουμε με πολλές και συχνές πράξεις να αγαπάμε την καταφρόνησι και να χαιρώμαστε με αυτήν, πάνω στην οποία αγάπη της καταφρονήσεως θεμελιώνεται και ριζώνει η υπομονή, δεν θα ελευθερωθούμε ποτέ από την κακία της ανυπομονησίας, η οποία θεμελιώνεται πάνω στο μίσος της καταφρονήσεως· γι αυτό και μένοντας ζωντανή η ρίζα της κακίας, φυτρώνει πάντα με τρόπο που μαραίνει την αρετή, μερικές φορές δε και την πνίγει εντελώς· και εμάς κάνει να κινδυνεύουμε, για να ξαναπέσουμε πάλι με κάθε ευκαιρία που θα μας τύχη· είναι, λοιπόν, βέβαιο, οτι χωρίς τις αντίθετες πράξεις που είπαμε, δέν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε την αληθινή συνήθεια των αρετών.
Γνώριζε δε και αυτό, οτι αυτές οι πράξεις πρέπει να είναι τόσο συχνές και τόσο πολλές, που να μπορούν να καταστρέψουν τελειωτικά την συνήθεια της κακίας, η οποία καθώς ριζώθηκε και κατέκτησε την καρδιά μας από τις πολλές κακές πράξεις, έτσι πρέπει να ξερριζωθή από αυτή με τις πολλές καλές πράξεις, και τότε να ριζώσουμε στην καρδιά μας την συνήθεια των αρετών· μάλιστα λέω, ότι πρέπει να είναι πολύ περισσότερες οι καλές πράξεις από τις κακές για να γίνη η συνήθεια ενάρετη· επειδή οι καλές πράξεις δεν είναι σάν τις πράξεις της κακίας που υποστηρίζονται από την φύση, η οποία είναι διεφθαρμένη απο την αμαρτία.
Σου λέω ακόμη και τούτο· οτι αν η αρετή που ασκείσαι το απαιτή, πρέπει ακόμη να κάνης και εξωτερικές πράξεις παρόμοιες με τις εσωτερικές· για παράδειγμα· για να αποκτήσης την υπομονή όχι μόνο πρέπει να αγαπάς με την καρδιά σου εκείνους που σε εξευτέλισαν ή σε ενόχλησαν με κάθε τρόπο, αλλά και να λές σε αυτούς λόγια πραότητας και αγάπης· και αν μπορής και να τους υπηρετείς ακόμη με έργα και να τους βάλλης μετάνοια. Και αυτές οι πράξεις και οι εσωτερικές και οι εξωτερικές, να σου φαίνωνται δύσκολες τόσο για την αδυναμία του νου σου, όσο και για την δυσκολία που σου φέρνει σε αυτά η επιθυμία σου, όμως με κανένα τρόπο δεν πρέπει να τις εγκαταλείψης, αλλά να αγωνίζεσαι να τις κάνης. Γιατί, όσο αδύνατες και αν είναι, σε κρατούνε σταθερό και γενναίο στόν πόλεμο και σου διευκολύνουν τον δρόμο για να νικήσης.
Στάσου με προσοχή και συμμαζέψου καλά στόν εαυτό σου για να πολεμήσης οχι μόνο τις μεγάλες και αποτελεσματικές επιθυμίες σου, άλλα ακόμη και τις μικρές και ελαφριές του κάθε σου πάθους· γιατί οι μικρές ανοίγουν τον δρόμο στις μεγάλες, οπότε και μετά απο αυτά γεννιούνται μέσα μας οι κακές επιθυμίες· και από την λίγη φροντίδα που έχουν μερικοί στο να αποσπάσουν από την καρδιά τους τις μικρές επιθυμίες, αφού κυρίευσαν τις μεγάλες του ιδίου πάθους, ακολουθεί σε αυτούς ανέλπιστα και ξαφνικά, να βλαφθούν και να νικηθούν από τους εχθρούς τους με δύναμι και φθορά περισσότερη παρά απο ό,τι πριν.
Σου υπενθυμίζω ακόμη να περικόβης και να απονεκρώνης τις επιθυμίες και τα θελήματά σου, ακόμη και για πράγματα που επιτρέπονται μεν αλλά δεν είναι απαραίτητα (και τέτοια είναι οι πολλές συνομιλίες, τα λιπαρώτερα φαγητά και τα παρόμοια). Γιατί απο αυτό θα σε ακολουθήσουν πολλά καλά. Γιατί αυτά θα σε κάνουν περισσότερο προετοιμασμένο και πιό πρόθυμο να νικάς τον εαυτό σου και στα άλλα. Γιατί θα γίνης δυνατώτερος και εμπειρότερος στον πόλεμο των πειρασμών· γιατί θα αποφύγης διάφορες παγίδες του διαβόλου και θα κατορθώσης πράγματα πολύ αρεστά στό Θεό.
Λοιπόν εάν ακολουθήσης, αγαπητέ, με τον τρόπο αυτόν που σου είπα αυτά τα άγια γυμνάσματα, να είσαι βέβαιος πως σε λίγο καιρό θά προκόψης πολύ και θα γίνης άνθρωπος πνευματικός αληθινά και πραγματικά και όχι ψεύτικα και στό όνομα μόνο. Γιατί αν επιχειρίσης άλλο τρόπο και άλλα γυμνάσματα ευχάριστα στην επιθυμία σου, τόσο που να νομίζης ότι ενώθηκες με τον Θεό και του συνομιλείς γλυκά, γνώριζε, οτι δεν είναι δυνατόν να αποκτήσης τη χάρι του αγίου Πνεύματος ή καμμία αρετή επειδή η χάρις του Πνεύματος, καθώς είπα στο α΄ κεφάλαιο, δεν αποτελείται ούτε γεννιέται από γυμνάσματα ευχαριστήσεως και παρόμοια με τη φύσι μας, αλλά από εκείνα που βάζουν τη φύση στους σταυρούς και τις κακοπάθειες, και από εκείνα που ανακαινίζεται ο άνθρωπος μέσα απο τις επιθυμίες των ευαγγελικών αρετών και ενώνεται με τον εσταυρωμένο του Ποιητή.
Γνώριζε και αυτό, οτι καθώς οι συνήθειες των κακών γίνονται με πολλές και συχνές πράξεις της λογικής θελήσεως, επειδή αυτή είναι που παραδίνεται στις παράλογες επιθυμίες της αισθήσεως. Έτσι και οι συνήθειες των ευαγγελικών αρετών, αποκτώνται με το να κάνης πράξεις συχνές και πολλές και να παραδίνεσαι στο θέλημα του Θεού, από το οποίο είμαστε προσκαλεσμένοι πότε στη μία αρετή και πότε στην άλλη. Γιατί καθώς η λογική θέλησί μας, δεν μπορεί ποτέ να είναι κακή και γήινη, όσο και αν πολεμήται από την παράλογη επιθυμία της σάρκας και από την κακία, αν δεν παραδοθεί μόνη της σε αυτή και ύποταχτεί· έτσι πάλι αυτή, δεν μπορεί ποτέ να είναι ενάρετη και ενωμένη με τον Θεό, αν και προσκαλήται από την χάρι του, αν δεν παραδοθή ολοκληρωτικά στο θέλημα και στη χάρι αυτού, τόσο με τις εσωτερικές πράξεις όσο και με τις εξωτερικές.
Οσοι μεν αφού πρόκοψαν στην πρακτική έγιναν δυνατοί στο λογισμό, με το να ελευθερωθούν απο κάθε ψεύτικη και παράλογη δόξα, απόκτησαν δε σωστό λόγο μέσα απο τη θεωρία των αληθινών και πνευματικών λόγων, αυτών που βρίσκονται μέσα στην θεία Γραφή, όσο και στην κτίσι, αυτοί μπορούν να αντιστέκωνται και να πολεμούν τα πάθη και τους λογισμούς με αντίδρασι οξύθυμη, δηλαδή, πότε με ρητά της αγίας Γραφής, τα αντίθετα στα πάθη που τους πολεμούν και στους λογισμούς, καθώς με αυτήν την αντιλογία ο Κύριος πολέμησε και νίκησε τις τρείς προσβολές που του έφερε ο πειρασμός, της φιληδονίας, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας. Και άλλοτε με τον ορθό και φυσικό λόγο, τον αποδεικνύοντα το ψεύδος και την απάτη των σπαρμένων λογισμών και των πολεμούντων παθών, γι’ αυτό και αυτοί λέγονται αληθινά οτι πολεμούν κατ' ευθείαν τους εχθρούς και τους νικούν και στεφανώνονται. Οσοι όμως είναι αδύνατοι στο λογισμό, είναι καλύτερα να πολεμούν τους λογισμούς και τα πάθη πλάγια· δηλαδή, αμέσως μόλις τους πολεμήσουν οι λογισμοί ή τα πάθη, να τρέχουν στον Θεον με την προοευχή, εως που να καταπαύσουν με την προσευχή και τις κινήσεις των παθών και τις ομιλίες των λογισμών, καθώς διδάσκει ο Άββάς Ισαάκ. (Αν και αυτό δεν λέγεται κυρίως πόλεμος, αλλά φυγή πολέμου για την αδυναμία που υπάρχει). Ομως, και οι ασθενείς αυτοί, κάποτε, ή όταν με υπερβολή τους ενοχλούν τα πάθη και οι λογισμοί, ή οταν γνωρίζουν τον εαυτόν τους πως έχει δύναμι κατά καιρό, πρέπει να πολεμούν και κατ’ ευθείαν τους λογισμούς και τα πάθη, για να φανή και η δική του ανδρεία και το ελεύθερο της προαιρέσεως αυτών και μισόκακο, καθώς και αυτό βλέπουμε στο ίδιο τον Αββά Ισαάκ. «Εάν δε γένηται φησι καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά (τα πάθη δηλ.) και τούτο ποιήσωμεν». Πλην, οτανκατ' ευθεία πολεμούμε τα πάθη και τους λογισμούς, ακαταμάχητη βοήθεια είναι το να κρατούμεν ως όπλο πολεμικό, ή με την καρδιά ν ή με τα χείλη, το όνομα του Κυρίου Ίησού, ήτοι το «Κύριε Ίησοῦ Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με», καθώς και μπροστά λέμε στο ις΄ κεφάλαιο. Γιατί με αυτόν τον τρόπο και τους εχθρούς πολεμούμε και νικούμε και σε αυτό δεν υπερηφανευόμαστε, με το να καταγράφουμε τη νίκη αυτή στο νικοποιό όνομα του Κυρίου. Σημείωσε, οτι όχημα μέγιστο και δυνατώτατο είναι στον πόλεμο των λογισμών και των παθών η καταφρόνησις. Δηλαδή, το να καταφρονή κάποιος σαν γαυγίσματα σκύλων τις προσβολές των λογισμών και τις κινήσεις των παθών και μάλιστα τους λογισμούς εκείνους και τα πάθη, που έφθασε να πολεμήση προτύτερα και να διώξη, αυτά δε πάλι με αναίδεια τον ενοχλούν και γενόμενος σοβαρός και σιωπηλός στον εαυτό του, να μη θέλη, ούτε να γυρίση να τα δη, ούτε να τα ακούση εκπληρώνοντας το ψαλμικό εκείνο που λέει «Εγώ όμως έκανα σαν κουφός που δεν θέλει να νακούη και άλαλος που δεν ανοίγει το στόμα του» (Ψαλμ. 37,14). Αλλά να τρέχη στο δρόμο της αρετής και της προκοπής του, χωρίς να εμποδίζεται από τα μηδαμινά φόβητρα των λογισμών και όποιος το αγαπά, ας χρησιμοποιήση αυτό το όπλο και θα ωφεληθή πολύ.
Συνήθεια θα πεί, μία μεγάλη ευκολία, που λαμβάνει κάποιος στην άρετή ή στην κακία ή σε κάποιο άλλο κανένα έργο και τέχνη, η οποία ευκολία αποκτάται και γίνεται, από πολυχρόνιους και συνεχείς πράξεις και ενέργειες της αρετής ή κακίας ή του έργου και της τέχνης· γι’αυτό και αυτή η συνήθεια, δεύτερη φύση ονομάζεται επειδή, καθώς η φύση, ούτως και αυτή με ευκολία προβάλλει τις ενέργειές της.
Άριστα τούτο εδώ διδάσκεται δε σύμφωνα με τον Αββά Ισαάκ που λέει, ότι είναι καλλίτερο να εξαπατούμε και να νικάμε τα πάθη με την ένθύμησι των αντιθέτων σε αυτά αρετών, παρά με την αντίστασι. «Κρείσσον εν τη μνήμη των αρετών υποκλέπτειν τα πάθη, ή τη άντιστάσει». Οπότε, επειδή και τα τρία είναι τα μέρη της ψυχής, λογιστικό, έπιθυμητικό και θυμικό, γνώριζε, ότι από αυτά τα τρία γεννούνται και οι τριών ειδών λογισμοί. Και από μεν το λογιστικό γεννούνται οι λογισμοί της απιστίας, της αχαριστίας προς τον Θεό και του γογγυσμού, της αδιακρισίας, της άγνωσίας και απλά, όλοι οι καλούμενοι καθολικά βλάσφημοι λογισμοί, από δε το επιθυμητικό γεννούνται οι λογισμοί της φιληδονίας, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας και απλά, όλοι οι καλούμενοι αισχροί λογισμοί· από δε το θυμικό γεννούνται οι λογισμοί των φόνων, της έκδικήσεως, φθόνου, μίσους, ταραχής και απλά, όλοι οι καλούμενοι πονηροί λογισμοί. Λοιπόν εσύ πρέπει να νικάς αυτά με τις αντίθετες τους αρετές· δηλαδή, την απιστία, με την αδίστακτη πίστι στο Θεό, την αχαριστία και τον γογγυσμό προς τον Θεό, με την εύχαριστία, την αδιακρισία, με την διάκρισι του καλού και κακού· την άγνωσία, με την αληθινή γνώσι αυτών που υπάρχουν αληθινά και τις βλασφημίες, με τις δοξολογίες. Παρόμοια την φιληδονία με την εγκράτεια και την νηστεία, την φιλοδοξία με την ταπείνωσι και την φιλαργυρία με την λιτότητα. Παρομοίως, τον φθόνο και μίσος, με την άγάπη, την έκδίκηση με την πραότητα και ύπομονή, την ταραχή με την ειρήνη της καρδιάς. Και για να πώ γενικά με τον Αγιο Μάξιμο: Το μεν λογιστικό της ψυχής σου, στόλιζε το με την αρετή της προσευχής, και θείας γνώσεως. Το επιθυμητικό, με την αρετή της εγκράτειας· και το θυμικό, με την αρετή της αγάπης· και βέβαια το φως του νου σου δεν θα σκοτισθή ποτέ, οι δέ προηγούμενοι λογισμοί, μπορούν εύκολα να γεννηθούν από αυτούς.
Ό θείος Χρυσόστομος ομιλ. ιε', Κεφαλ. ε' του κατά Ματθαίον λέει, οτι ο Κύριος στο Κεφάλαιο αυτό διδάσκει εννέα βαθμούς, στους οποίους ανεβάζει όλους τους Χριστιανούς με τις αγίες του εντολές α΄, οτι, οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αδικούν κάποιους· β΄, οτι αν αδικήση κάποιος αυτούς, αυτοί πρέπει να μη τον εκδικούνται με την ίδια αδικία· γ΄, οτι να μη κάνουν στους άλλους, εκείνα τα κακά που τους έκαναν εκείνοι, αλλά να τα υπομένουν και να ησυχάζουν· δ΄, όχι μόνο να ησυχάζουν, αλλά και να δώσουν θεληματικά τον εαυτό τους στο να πάθουν τα κακά· ε', το και να δώσουν τον εαυτό τους στα πάθη περισσότερο και προθυμώτερα, παρά όπου θέλει εκείνος που τους κακοποιεί· ς', το να μη μισήσουν εκείνο που τους κακοποιεί· ζ΄, το και να αγαπήσουν αυτόν απο την καρδιά τους· η΄. το και να τον ευεργετήσουν· θ', το να παρακαλούν και τον Θεό γι’ αυτόν. Ο δε άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, στο λόγο σχετικά με την απάθεια και των χαρισμάτων της, προσθέτει κοντά στους εννέα βαθμούς και άλλους τρεις μεγαλύτερους, δηλαδή, ένα μεν, το, όχι μόνο να προσευχώμεθα για αυτούς που μας κακοποιήσαν, αλλά και το να τυπώνουμε νοερά στην φαντασία μας τα πρόσωπα τους και να τα φιλάμε με απάθεια, με δάκρυα αγάπης, σαν γνήσιους φίλους. Δεύτερο δε, το να φυλάμε προς αυτούς και στον ίδιο χρόνο που μας κακοποιούν, ίδια και χωρίς αλλαγές την διάθεσι της καρδιάς μας. Και τρίτον, τα να ξεχνά κανείς τελείως όλα όσα έπαθε και να μη τα ένθυμήται, τόσο όταν είναι παρόντες αυτοί που τον κακοποίησαν, όσο και όταν λείπουν, αλλά να φέρεται σε αυτούς χωρίς καμμία σκέψι, καθώς φέρεται και στους φίλους του, συνομιλώντας και συντρώγοντας με αυτούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου