Ο
Ευαγγελιστής Λουκάς εστάνθηκε την επιθυμία να ζωγραφίσει την Παναγία και γι' αυτό την επισκεύτηκε στο σπίτι της, και της το ζήτησε και «πήρε την ευλογία της». Τότε άγγελος Κυρίου, του έδωσε τρία ξύλα και ο Λουκάς τα πήρε και έφυγε χωρίς να ρωτήσει «τι; πως; και γιατί;». Όταν τελείωσε την εικόνα την οποία έκανε με χρώματα επάνω στο ένα από τα τρία ξύλα που πήρε από τον άγγελο, πήγε να την δείξει στην Παναγία για να ακούσει την αποψή της. Εκείνη (η Παναγία), είδε την εικόνα και του είπε ότι ήταν πολύ καλή, όμως είχε ένα έλειμα πολύ συμαντικό. Εικονιζόταν μόνη της, δεν είχε ζωγραφίσει ο Λουκάς τον Ιησού Χριστό, βρέφος. Ο Ευαγγελιστής κατάλαβε και έφυγε για να κάνει αλλή εικόνα. Η εικόνα αυτή βρίσκε-ται στη Ι.Μ. Παναγία Σουμελά του Βερμίου, που είναι περιοχή ποντίων, ζωγραφισμένη η Παναγία και με τον Ιησού Χριστό (που πιθανόν, να προστέθηκε αργότερα από τον Λουκά).
Όταν ο Λουκάς τελείωσε και την δεύτερη εικόνα, την οποία έκανε με κερί και μαστίχα στο ένα από τα δύο ξύλα που έμειναν από αυτά που του έδωσε ο άγγελος, πήγε πάλι να την δείξει στην Παναγία. Όμως η Παναγία του υπέ-δειξε ότι είχε κάνει πάλι κάποιο λάθος' την είχε κάνει να είναι δεξιοκρατού-σα, δηλαδή να κρατάει δεξιά το θείο βρέφος (τον Χριστό). Αυτή η δεύτερη εικόνα του Ευαγγελιστού Λουκά, σήμερα βρίσκεται στο Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων, το οποίο ιδρύθηκε (362 μ.Χ.) στον τόπο εκείνο, στον οποίο είχε βρέθει κατά θαυμαστό τρόπο η εικόνα αυτή.
Τελικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε με χρυσό και ασήμι στο τελευαίο ξύλο που είχε μείνει, την τρίτη εικόνα, και την έδειξε στην Παναγία, χωρίς αυτή να βρεί κάποιο λάθος και τότε είπε: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος ειή δι' εμού μετ’ αυτών».
Όταν αργότερα ο Λουκάς έφυγε γιά την Αίγυπτο, πήρε μαζί του και τις τρείς εικόνες. Μετά την κοίμησή του -κατά την παράδωση πάντα- οι τρείς εικόνες μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την εποχή των εικονομαχιών, επί αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου (717-741 π.Χ.), ο Πατριάρχης με τον κλήρο έβαλαν σε ασημένια θήκη την τρίτη (τελειώτερη) εικόνα μαζί με το ιστορικό της σε σημείωμα και την έριξαν στην θάλασσα για να την σώσουν από την μανία των εικονομάχων.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ
Τα κύμματα έβγαλαν την εικόνα στις ακτές της Κύπρου, κατ' άλλους πρώτα στο λιμάνι της Αντιόχειας και από εκεί άγνωστο πως, βρέθηκε στο νησί (Κύπρος) του πρώτου Αρχιεπισκόπου και ιδρυτού της Εκκλησίας της Κύπρου, του αποστόλου Βαρνάβα. Τότε την περέλαβαν μοναχοί και την στέγασαν στο μοναστήρι του Κύκκου, που έχτισαν για χάρη της.
Υπάρχει και μία αλλη παράδοση, η οποία θέλει το εξής γεγονός ως αληθινό: Ο σκληρόκαρδος και αμείλικτος βυζαντινός διοικητής της Κύπρου δουξ Κυρ Μανουήλ, με το προσονύμιο Βουτομύτης, εκεί που κυνηγούσε μία ημέρα στο βουνό Κύκκος, συνάντησε ένα γέροντα ντυμένο με κουρέλια, τον Ησαΐα. Χωρίς καμμία αφορμή ξυλοκόπησε και ποδοπάτησε με το άλογό του τον διστυχή γέροντα. Ώμως μετά από λίγο ασθένησε βαρύτατα από λήθαργο, χωρίς να μπορεί να βρεί γιατριά. Τότε κατάλαβε ότι ήταν τιμωρία από τον Θεό για την άγρια συμπεριφορά του πρός τον Ησαΐα και μετανόησε κλαίοντας' και τότε ως εκ θαύματος θεραπεύτηκε. Αμέσως έτρεξε στο βουνό Κύκκος να βρεί τον γέροντα Ησαΐα και να του ζητήσει συχώρεση. Εκείνος του ώρισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Κομνηνό (1081-1180 μ.Χ., στο διάστημα αυτό ήταν τρεις αυτοκράτορες Κομνηνοί, οι Αλέξιος Α΄, Ιωάννης Β' και Μανουήλ Α΄. Δεν πρέπει να είναι καποίος άλλος από τους άλλους τρεις Κομνηνούς λόγο του μικρής βασιλείας τους, των 2-3 χρώνων) την εικόνα της Ελεούσας του Ευαγγελιστού Λουκά, που φυλασσόταν στα ανάκτορα των Βλαχερνών και να την φέρει στην Κύπρο.
Πράγματι ο Βουτομύτης πήγε στην πόλη αμέσως, αλλά ο αυτοκράτορας Κομνηνός τον έδιωξε με αυστηρότητα. Ο Βουτομύτης επέστρεψε απογοη-τευμένος στην Κύπρο με άδεια χέρια στον φίλο του Ησαΐα, αυτός όμως είδε στον ύπνο του μία νύχτα το όραμα της Παναγίας, που του έλεγε να χτίσει ένα μοναστήρι για την στέγαση της εικόνας της, που θα σταλεί στο νησί. Κατόπιν ο Ησαΐας συγκέντρωσε τους ιερείς και μοναχούς και άρχισαν το κτίσιμο το μοναστηριού σ' εκείνο το βουνο, ενώ ένα πουλάκι κελαϊδούσε όλη την ημέρα:
«Κύκκου, Κύκκου το βουνό
Μοναστήρι θα γενή
μια χρυσή Κυρά θα μπή
και ποτέ της δε θα βγή».
Μετά από λίγο ο αυτοκράτορας Κομνηνός έστειλε την εικόνα με μεγάλη συνοδεία στην Κύπρο, γιατί στο μεταξύ η κόρη του είχε προσβληθεί από την ίδια ασθένεια που είχε ο Βουτομύτης, και το γεγονός αυτό το απόδωσε στην άρνησή του να δώσει την εικόνα στό Βουτομύτη. Έτσι τοποθετήθηκε η εικόνα αυτή στο κτισμένο μοναστήρι στο βουνό Κύκκος του όρους Τρόοδος της Κύπρου, που φυλάσεται μέχρι σήμερα κρυμμένη κάτω από χρυσοκέντη-το κάλυμμα, σηκωμένο μόνο από το κάτω μέρος του, για να ασπάζωνται οι πιστοί την εικόνα της Παναγίας.
Αυτές τις τρείς εικόνες της Παναγίας έφτιαξε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που έχουν Πατριαρχική αναγνώριση, παρ' όλο που υπάρχουν πολλές που αποδίδονται σ’ αυτόν και φτάνουν σε διάφορα αριθμούς (70, 80, 150 ...) οι οποίες πιθανόν είναι αντίγραφα από τις προτότυπες του Ευαγγελιστή Λουκά και όχι από τον ίδιο το Λουκά.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΧΕΡΟΥΣΑΣ
Η εκκλησιαστική παραδοση έχει διασώσει στο βίο του (Αγ. Ιωάν. Δαμασκηνός 680-754 μ.Χ.) το θαύμα και την παράσταση της Παναγίας της Τριχερούσας. Σύμφωνα με την σχετική διήγηση η βυζαντινή διπλωματία τον ενέπλεξε, ως υπερασπιστή των Αγίων εικόνων για να τον εξοντώσει, στις σχέσεις του με το χαλιφάτο, χαλκεύσασα ψεύτικη επιστολή του Ιωάννου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο, τον οποίο προέτρεπε δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Δαμασκού. Ο χαλίφης θεώρισε ως γνήσια την ψευδεπίγραφη επιστολή και οργισμένος τον ετιμώρισε με το κόψιμο του δεξιού χεριού, που έγραψε την προδοτική επιστολή. Η Παναγία όμως, στην εικόνα της οποίας προσευχήθηκε, εισήκουσε τη δέηση του αθώου Ιωάννου και θαυματουργικά επανασυγκόλλησε και αποκατέστησε το χέρι. Ευγνωμονών ο Άγιος Ιωάννης κατασκεύασε ασημένιο χέρι και το εκρέμασε στην εικόνα της Παναγίας, η οποία έτσι φαινόταν ως Τριχερούσα. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, μεταφερθείσα εκεί από τον Άγιο Σάββα των Σέρβων, ο οποίος εμόνασε για κάποιο διάστημα στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του και αγίασε ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
(Απόσπασμα από το «Διαθρησκευτικές Συναντήσεις - Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων» (Ε΄) του Πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγ. Θεολογ. Σχολής Α.Π.Θ. στο Μηνιαίο Ορθόδοξο Περιοδικό Λυδία, έτος 30όν τεύχος 352, Ιουνίος 2002, σελ. 180-181).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου