Είπε ο αββάς Μακάριος:
Περπατούσα κάποτε στην έρημο, και βρήκα ένα κρανίο νεκρού πεταμένο στο έδαφος και όταν το κούνησα με την βάϊνη ράβδο μου μίλησε το κρανίο. Και του λέω: Ποιος είσαι εσύ;
Μου αποκρίθηκε το κρανίο:
-Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών που απέμειναν σε αυτόν τον τόπο.
Εσύ δεν είσαι ο Μακάριος ο πνευματοφόρος, που όποια ώρα σπλαγχνισθείς τους ευρισκόμενους στην κόλαση και ευχηθείς για αυτούς, ανακουφίζονται λίγο;
Του λέει ο γέρων:
-Ποια είναι η ανακούφιση και ποια η τιμωρία;
Του λέει:
-Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο είναι το πυρ από κάτω μας, ενώ στεκόμαστε μέσα στο πυρ από τα ποδιά έως το κεφάλι και δεν είναι δυνατό να δει κανείς τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του καθενός είναι κολλημένο προς την πλάτη του άλλου.
Όταν λοιπόν εσύ εύχεσαι για μας, τότε βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση.
Και κλαίγοντας ο γέρων είπε:
-Αλίμονο στην μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος αν αυτή είναι η ανακούφιση από την τιμωρία.
Του λέει ο γέρων: Υπάρχει άλλη βάσανος χειρότερη;
Του λέει το κρανίο:
-Χειρότερη βάσανος είναι από κάτω μας.
Του λέει ο γέρων:
-Και ποιοι είναι εκεί;
Του λέει το κρανίο:
-Εμείς με την δικαιολογία ότι δεν γνωρίσαμε τον Θεό, ελεούμαστε λίγο τουλάχιστον, ενώ εκείνοι που είχαν γνωρίσει τον Θεό και Τον έχουν αρνηθεί, είναι από κάτω μας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου