Βρισκόμαστε στην Ε εβδομάδα των νηστειών. Η εβδομάδα αυτή είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Σαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκτενέστερες. Στη συνήθη ακολουθία των προηγουμένων εβδομάδων προστίθενται δυό νέες ακολουθίες. Ο Μέγας Κανών, που τον ψάλλαμε τμηματικά την Α ἑβδομάδα των νηστειών, και ο Ακάθιστος Ύμνος, που τον ψάλλαμε κατά στάσεις τις προηγούμενες Παρασκευές, τώρα ψάλλονται ολόκληροι. Στα μοναστήρια ψάλλεται στον όρθρο της Πέμπτης ο Μέγας Κανών και στον όρθρο του Σαββάτου ο Ακάθιστος Ύμνος. Στις πόλεις όμως, επειδή οι συνθήκες της ζωής είναι διαφορετικές και οι πιστοί δεν είναι ελεύθεροι τα πρωινά, ψάλλεται το βράδυ της Τετάρτης ο Μέγας Κανών και το βράδυ της Παρασκευής ο Ακάθιστος Ύμνος, μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου.
Μέγας Κανών ονομάζεται, διότι ενώ οι συνηθισμένοι κανόνες έχουν γύρω στα τριάντα τροπάρια, αυτός έχει διακόσια πενήντα τροπάρια, διότι τόσοι είναι οι στίχοι των εννέα ωδών της αγίας Γραφής. Δηλαδή ο ποιητής του ύμνου έχει γράψει ένα τροπάριο για κάθε στοίχο, ενώ οι άλλοι κανόνες έχουν μόνο τέσσερα τροπάρια για κάθε ωδή της αγίας Γραφής. Αργότερα άλλοι υμνωδοί προσέθεσαν κι άλλα τροπάρια, περίπου τριάντα, προς τιμή της Μαρίας της Αιγυπτίας και του αγίου Ανδρέα. Έτσι ο κανόνας σήμερα αριθμεί περίπου διακόσια ογδόντα τροπάρια.
Συγγραφεύς του ύμνου αυτού είναι ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης, που έζησε τέλη εβδόμου και αρχάς ογδόου αιώνος και που τον έγραψε στο τέλος της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει, στην Ερεσό της Λέσβου.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ Μ. ΚΑΝΟΝΑ
Ο Μέγας Κανών είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες. Ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται το θάνατο και την κρίση του δικαίου κριτού που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μία αναδρομή στο παρελθόν· μια ανασκόπηση του βίου του· έναν απολογισμό της ζωής του. Αναλογίζεται τα περασμένα, ξαναφέρνει στη μνήμη του τα γεγονότα που πέρασαν. Δεν βρίσκει όμως τίποτα ενθαρρυντικό, τίποτα που να τον ξεκουράζει και να τον ανακουφίζει. Τα πάντα είναι μαύρα και ελεεινά. Οι αμαρτωλές αναμνήσεις τον συμπνίγουν. Η συνείδηση τον ελέγχει. Ανοίγει την αγία Γραφή για να βρει παρηγοριά και ανακούφιση κι όμως η αγωνία του επιτείνεται, διότι βλέπει ότι μιμήθηκε όλες τις κακές πράξεις των ηρώων της ιεράς ιστορίας όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Η μελαγχολία του μετά την μελέτη της Γραφής μεγαλώνει και η σύγκρισή του με τους αγίους τον κάνει να ξεσπά σε νέους θρήνους. Δεν του μένει τίποτα αξιόλογο, τίποτα καθαρό και αμόλυντο για να παρουσιάσει στο Θεό. Η ζωή του δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αλυσίδα παραπτωμάτων. Δεν ξέρει από που ν’ αρχίσει τους θρήνους του.
«Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις;
Ποίαν απαρχήν επιθήσω Χριστέ, τη νυν θρηνωδία…»
Τέλος αντιλαμβάνεται ότι δεν του μένει παρά η μετάνοια, συντριβή, η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Καρπούς αρετής δεν έχει να παρουσιάσει. Γεμάτος αγωνία και ανησυχία για την μεταθανάτιό του τύχη κραυγάζει·
Ψυχή μου ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;
Το τέλος εγγίζει, και μέλλεις θορυβείσθαι·
ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός,
Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Να το μήνυμα του Μ. Κανόνος. Να το δίδαγμα που βγαίνει αβίαστα για μας. Αφού αρετή δεν έχουμε, τουλάχιστον ας μη κοιμόμαστε· ας ξυπνήσουμε κι ας ζητήσουμε το έλεος του Θεού. Αυτό το μήνυμά μας το υπενθύμισε η Εκκλησία μας από της αρχή της Σαρακοστής με τον τελώνη, τον άσωτο, την Κυριακή της κρίσεως και την Κυριακή της εξορίας του Αδάμ από τον παράδεισο. Μας το υπενθύμισε την πρώτη εβδομάδα των νηστειών με την τμηματική ψαλμωδία του Μεγάλου Κανόνος τις τέσσερις πρώτες μέρες. Μας το υπενθυμίζει συνεχώς με τα λεγόμενα κατανυκτικά τροπάρια κάθε μέρας. Μας το υπενθυμίζει με τη μνήμη της Μαρίας της Αιγυπτίας την Ε Κυριακὴ των νηστειών. Θα μας το υπενθυμίσει κατά κόρο και την Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι τόσο μεγάλο αυτό το μήνυμα που θα μας το υπενθυμίζει ξανά και ξανά.
Και πράγματι ας θυμηθούμε τον Δαυίδ που ενώ έκανε φόνο και μοιχεία, εν τούτοις ο Θεός, μετά την συγκλονιστική και παραδειγματική μετάνοιά του, λέγει γι’ αυτόν· «εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου, ος ποιήσει πάντα τα θελήματά μου» (Πραξ. 13,22). Γιατί το λέγει αυτό ο Θεός; Πως είναι άνδρας κατά την καρδία του ο Δαυίδ που τόσο αμάρτησε; Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μετάνοια κατά τους πατέρες είναι·
Α . Μία ομολογία πίστεως.
Εκείνος που μετά την αμαρτία του επιστρέφει στον Θεό και ζητά απ’ αυτόν την άφεση, ομολογεί με την πράξη του αυτή ότι πιστεύει σ’ ένα Θεό που δεν είναι ένας λύκος που ζητά να κατασπαράξει τον άνθρωπο, όπως υποστήριξε νεοέλληνας βλάσφημος λογοτέχνης. Πιστεύει σ’ ένα Θεό που δεν είναι μία αράχνη που ρουφάει το αίμα του ανθρώπου, όπως τον παρουσίασε σε ταινία του Σουηδός σκηνοθέτης. Σ’ ένα Θεό που δεν είναι μία ανώτερη απρόσωπη δύναμη, ψυχρή και αδιάφορη για τον άνθρωπο, αλλά είναι ένας πατέρας ελεήμων και φιλάνθρωπος, γεμάτος στοργή και αγάπη για το πλάσμα του. Μας λέγει ο Ησαΐας ότι ακόμη κι αν μας ξεχάσει η μάνα μας και μας μισήσει, ο Θεός δεν πρόκειται να μας ξεχάσει και να μας μισήσει. Πάντοτε θα μας αγαπά και το αίμα του θα μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία, όσο μεγάλη κι αν είναι.
Β . Μαρτυρική θυσία.
Είναι λοιπόν ομολογία πίστεως η μετάνοια. Αλλά είναι μία ομολογία που δεν είναι κατώτερη από την ομολογία του μάρτυρα, που θυσιάζει τη ζωή του για την πίστη του στο Θεό. Γιατί, όπως ο μάρτυς θυσιάζει την ζωή του, έτσι και ο μετανοών θυσιάζει την περηφάνειά του, τον εγωισμό του, την αξιοπρέπειά του και γίνεται ταπεινός. Και το πόσο μεγάλη και το πόσο σκληρή και ανυπόφορη και δυσβάστακτη είναι αυτή η θυσία το δείχνει η ιστορία της φυλής μας. Οι Έλληνες πολλές φορές θυσίασαν τη ζωή τους, την περιουσία τους, τ’ αγαθά τους, τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, τα πάντα τα πάντα. Σπάνια όμως θυσίασαν τον εγωισμό και την φιλοδοξία τους. Πολλές φορές κινδύνευσε η πατρίδα μας να χαθεί, για να μη παραμερισθεί ο εγωισμός μας και μειωθεί το γόητρό μας. Γι’ αυτό τολμώ να πω ότι η ομολογία του μετανοούντος είναι μεγαλυτέρα της ομολογίας του μάρτυρος και η θυσία του μεγαλυτέρα της μαρτυρικής. Γιατί ο μεν μάρτυς πεθαίνει μέσα στο αίμα, αλλά σαν ήρωας· γεμάτος δόξα· μέσα στα χειροκροτήματα. Ενώ ο μετανοών πεθαίνει μπροστά στα πόδια του εξομολόγου, μέσα στην ταπείνωση και μέσα στον εξευτελισμό, σαν ελεεινός και τιποτένιος. Σαν ήρωες όλοι επιθυμούμε να πεθάνουμε πάνω στη σκηνή του θεάτρου της ζωής. Κανείς όμως δεν επιθύμησε να πεθάνει στο παρασκήνιο· ταπεινός και άδοξος. Μεγάλο πράγμα λοιπόν η μετάνοια· ανώτερο κι απ’ το μαρτύριο.
Γ . Αξιοποίηση του παρελθόντος.
Δυστυχισμένος Έλληνας ποιητής, που έφαγε την αμαρτία με το κουτάλι κάτω στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, γράφει σ’ ένα ποίημα του απευθυνόμενος στον εαυτό του· «Η πόλις θα σε ακολουθεί…/ Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλη την γη τη χάλασες». Ήθελε να πει ότι μία και λέρωσες το παρελθόν σου, μην έχεις ελπίδα για το μέλλον σου. Το παρελθόν παντού θα σε κυνηγά. Δεν θα λυτρωθείς ποτέ απ’ αυτό. Και έρχεται ο Χριστός και μας λέγει· «Θέλεις να κάνεις λευκό το μητρώο της ψυχής σου; Μπορείς άνετα. Κι αν οι αμαρτίες σου σ’ έχουν μαυρίσει, εγώ θα σε λευκάνω. Κι αν είσαι γεμάτος τραύματα και έλκη, εγώ θα στ’ απαλείψω· τόσο τέλεια που ούτε καν θα φαίνονται ότι υπήρχαν. Δεν με ενδιαφέρει αν ήσουν ληστής, κακοποιός, πόρνος, μοιχός, ασελγής, και ο,τιδήποτε άλλο. Εφόσον μετάνιωσες για μένα είσαι άγγελος. Είσαι ανώτερος από τους ηθικούς και τίμιους, τους γεμάτους περηφάνεια και ναρκισσισμό. Τους κομπορρήμονες και μεγαλομανείς. Αυτούς που δεν νοιώθουν την ανάγκη του Θεού. Εγώ εσένα προτιμώ απ’ αυτούς».
Δ . Φάρμακο και θεραπεία.
Η αμαρτία διασαλεύει την φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Τον ταράσσει, τον κάνει άρρωστο στη ψυχή και στο σώμα. Το άγχος, το κενό, η ανασφάλεια, η μελαγχολία, οι τύψεις συνειδήσεως είναι τα συμπτώματά της. Κι ενώ οι νευρώσεις κάθε μέρα αυξάνονται και τα ψυχικά νοσήματα πολλαπλασιάζονται, εμείς αρνούμαστε να πάμε στον εξομολόγο, να δείξουμε τα τραύματά μας και να θεραπευθούμε. Κι ενώ αρνούμαστε τον εξομολόγο, τρέχουμε, πατείς με πατώ σε, στους ψυχαναλυτές και στα reality shows, να βρούμε ανακούφιση και παρηγοριά. Δεν είμαστε περίεργοι και άξιοί της τύχης μας;
Σημείωση· για την περιγραφή του Μ. Κανόνος είχαμε υπ’ όψη μας το βιβλίο «Λογική Λατρεία», Θεσ/νίκη 1971, του αειμνήστου καθηγητού του Α.Π.Θ. Ιω. Φουντούλη.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου